Νομίζω ότι τo έχεις εξαρχής θέσει άριστα, αγαπητέ Lord Goumis : Είναι άδικο να κριθεί ένα (οποιοδήποτε) όργανο, εφόσον ο κριτής δεν είναι –και μάλιστα επί μακρόν- κάτοχος και συστηματικός χρήστης του. Εντούτοις, εν Ελλάδι (φαντάζομαι ότι εδώ χάμω συμβαίνει συχνότερα, πιθανόν λόγω μεσογειακής ιδιοσυγκρασίας), είθισται ο αεροβαπτισμός μιας κιθάρας που έλαχε να πέσει στα χέρια μας, είτε ως «
μαγικής», είτε –το συνηθέστερο- ως
κουπιού, μουγκής, σκουπόξυλου και τα λοιπά κολακευτικά, κατόπιν διενεργείας σύντομου
τεστ εκ του προχείρου (έχοντος την μορφήν του χοίρου), είτε εντός καταστήματος μουσικών οργάνων, είτε εντός στουντίου (sic) όπου έτυχε να ευρεθούμε, είτε στην οικία του τάδε κολλητού του δείνα φιλαράκου μας, Κυριακή μεσημέρι, ώρα τρείς και κάτι, με το volume στο 0,001, καθότι τυγχάνουμε συνειδητοποιημένοι πολίτες και δεν θέμε τώρα να ενοχλάμε μεσημεριάτικα τους γειτόνοι, έστω κι αν δεν πρόκειται για τους δικούς μας γειτόνοι, αλλά για τους γειτόνοι του τάδε κολλητού του δείνα φιλαράκου μας.
Σημαντικές παράμετροι όπως ας πούμε ο χώρος της πρόχειρης δοκιμής, η άγνοια των τρόπων εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων του συγκεκριμένου ενισχυτή μέσω του οποίου ακούμε το όργανο τη δεδομένη στιγμή, ο τρόπος με τον οποίον τυχαίνει να είναι (ή να μην είναι) ρυθμισμένη η κιθάρα, ακόμη κι η προσωπική διάθεση της στιγμής, σπανίως λαμβάνονται υπ’ όψιν. Ως εκ θαύματος, στο τέλος της δοκιμής, ο «δοκιμαστής» οφείλει οπωσδήποτε να αποφανθεί : -Έχεις ακούσει ποτέ κανέναν, σε μια τέτοια περίπτωση, να δηλώνει «
αδυνατώ να κρίνω» ; -Μάλλον όχι.
Όλοι έχουν άποψη. Πάντα έχουν άποψη.
Οφείλουν να έχουν άποψη. Εάν δεν αποκρυσταλλώσεις και δη εκφράσεις άποψη, τότε κάτι δεν πάει καλά με σένα, όχι με το όργανο. Οπότε,
πρέπει να δηλώσεις την άποψή σου. Το απλούστερο και μάλλον φυσιολογικό «
δεν γνωρίζω/δεν απαντώ», δεν μετράει ως άποψη. Μολόγα : -Σου άρεσε το όργανον ; -«
Μάπα το όργανον». Ή «
Στραντιβάρι το όργανον, τύφλα να ΄χει ο Αμάτι». Πάντως, κάτι θα πρέπει να πεις, διότι εάν δεν πεις, τεκμαίρεται ότι δεν ξέρεις από όργανα.
Η γνώμη μου (
και για να μην παρεξηγηθώ, δηλώνω τη γνώμη αυτή τόσο ταπεινή, όσο και μια βαθέως θρησκευομένη μαυροφόρα συνταξιούχος του ΟΓΑ, που έρπει γονυπετής στον ατέλειωτο ανήφορο προς την Παναγιά της Τήνου) είναι ότι σε τέτοια «tests» η ψυχολογία παίζει τον κυρίαρχο ρόλο. Ένα ακριβό όργανο, ξεκινάει κατ΄αρχήν
αβανταρισμένο, από τη στιγμή που το πιάνεις στα χέρια σου. Αντιθέτως, το σινικό δημιούργημα των τριών κατοστάρικων είναι εξ ορισμού αουτσάϊντερ και πιθανότατα έχει κοπεί στη δοκιμασία, πριν καν αρθρώσει νότα. Είναι η προέκταση του κανόνα «ό,τι πληρώνεις, παίρνεις» : -Ε, αντιστοίχως,
ό,τι πληρώνεις, ακούς. Ωστόσο, το τεκμήριο αυτό, της φυσικής ανωτερότητας της ακριβής κιθάρας κάμπτεται, σε αρκετές περιπτώσεις. Για παράδειγμα, μπαίνει ο άλλος μέσα στο μαγαζί, δίχως την ελαχίστη πρόθεση αγοράς έστω και μίας πένας των 0,99 mm, βουτάει μια
Fender ® Stratocaster®- Master Kung-Fu®- Artificially Battered to Death®- Pre-Historic Jurassic Collection ® (ήτοι τέσσερα-πέντε χιλιάρικα ζημιά πριν καλά-καλά βγεί από το εργοστάσιο), την πλακώνει στα αρπέτζιος και εν τέλει αποφαίνεται με ξυνισμένη μούρη απογοητευμένου ειδήμονος ότι το όργανο «
δε λέει». «‘
Ομφακες εισί», που έλεγε κι η αλεπού του Αισώπου. Που μπορεί, δεν αντιλέγω, να είναι κι η αλήθεια, αλλά μπορεί και να μην είναι, που μάλλον δεν είναι. Η υποψία ότι δεν είναι η αλήθεια, ενισχύεται ακολούθως, όταν το ίδιο όργανο το δοκιμάζει ο ήδη ψημένος να το αγοράσει και φορτωμένος με το ακριβές αντίτιμο τύπος, ο οποίος –ως εκ θαύματος- βρίσκει το ίδιο όργανο καταπληκτικό. Και εξ αυτού του λόγου, το αγοράζει. Άλλωστε, γι’ αυτό ήρθε,
για να το αγοράσει, καθώς μάλιστα το είχε ήδη ερωτευτεί, χαζεύοντάς το στη βιτρίνα, πριν καν το δοκιμάσει. Πιστεύω να γίνομαι κατανοητός.
Τη λογική της απόρριψης των ξύλων, ως κυρίαρχου παράγοντα ηχητικής διαφοροποίησης μεταξύ οργάνων παρόμοιων προδιαγραφών, δεν την κατάλαβα ποτέ. Και δεν χρειάζεται να σπάσω το κεφάλι μου, ώστε να αντιληφθώ το προφανές, ποιός δηλαδή είναι ο πλέον αστάθμητος παράγων στην κατασκευή ενός μουσικού οργάνου. Φρόντισαν να το σπάσουν πριν από μένα, για μένα, τόσοι και τόσοι μαστόροι, αιώνες πιο μπροστά :-Το ξύλο δεν παλεύεται. Το ξύλο είναι απρόβλεπτο. Πιάνανε, λόγου χάρη, οι Αρμένηδες οι οργανοποιοί, τα παλιά τα χρόνια, τα χρόνια του ρεμπέτικου, και κρεμούσαν τα όργανα στον τοίχο, έτοιμα καθ’ όλα, εκτός από μια μικρή «
λεπτομέρεια», που την άφηναν επίτηδες σε εκκρεμότητα, μέχρι τη στιγμή της πώλησης του οργάνου : -Άφηναν το καπάκι άκοπο, δίχως τρύπα. –Γιατί ; -Για να μην έχουν ιστορίες και μανούρες με την πελατεία τους. «
Το δικό μου το μπουζούκι είναι μουγκό, γιατί δεν παίζει σαν του Τσιτσάνη ;». Και όντως, είχε δίκιο ο παίκτης, πράγματι το μπουζούκι του δεν έπαιζε σαν του Τσιτσάνη, κι αυτό δεν το ισχυριζόταν μόνο ο παραπονούμενος παίκτης, αλλά το συνομολογούσε κι ο ίδιος ο Τσιτσάνης, που το είχε παίξει το όργανο και το είχε επίσης βρει μουγκό. Κι όμως, κατασκευαστικά τα δύο όργανα ήταν πανομοιότυπα, ίδιος μάστορας, ίδια παρτίδα ξύλα, ίδιες κόλλες, ίδιος χρόνος κατασκευής, τα πάντα ίδια. Αλλά έτσι το έφερε η τύχη, του Τσιτσάνη να λαλάει και του τάδε παίκτη να βογκάει, άτιμη κοινωνία που άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους κατεβάζεις στα τάρταρα. Επειδή λοιπόν οι μαστόροι το είχαν δει πολλές φορές το ίδιο έργο και δεν γούσταραν μουρμούρες, άφηναν το καπάκι άκοπο κι όταν πλέον διάλεγε ο οργανοπαίκτης το όργανο από τον τοίχο, αφού το γρατζουνούσε λίγο, αφού το χάζευε και θαύμαζε τις κλάρες και τις ντούγιες και τη όλη τέχνη, όταν πλέον περνούσε στο ταμείο και το πλήρωνε (νομίζω ότι τότε δεν έκοβαν απόδειξη, όπως και τώρα δηλαδή, ενίοτε), τότε και μόνον τότε του άνοιγε και την τρύπα, να το πάρει ο άνθρωπος το οργανάκι, καλόπαιχτο, γουρούνι στο σακκί, κι άμα του «έβγαινε» καλώς, άμα πάλι δεν του «έβγαινε», έτσι είν’ η ζωή. Μάλλον κάτι ξέρανε οι παλιοί.
Να μου συγχωρηθεί που δεν θα συμφωνήσω και με το σύνηθες «επιχείρημα», ότι το όργανο το αναδεικνύει ο κιθαρίστας. Ασφαλώς το αναδεικνύει ο κιθαρίστας. -Ποιός άλλος δηλαδή ; Αλλά προφανώς ο ίδιος αυτός κιθαρίστας, ο κορυφαίος λέω εγώ, διακρίνει αμέσως τις έως και τεράστιες διαφορές μεταξύ δύο πανομοιότυπων ως προς τις προδιαγραφές οργάνων και ξεχωρίζει αμέσως το (κατ’ αυτόν) πιο αξιόλογο. Όπερ σημαίνει ότι ναι, δύο «ίδια» όργανα ακούγονται στην πραγματικότητα διαφορετικά, όπερ περαιτέρω οδηγεί αναγκαστικά την όλη συζήτηση στην επαναδιατύπωση του ερωτήματος, για δισεκατομμυριοστή φορά :
-Εάν όχι τα ξύλα, τότε τί ;