"The wood conspiracy" το νέο "Polotus"

fusiongtr

Φάσιον ο Παλαιοχορδίτης
Μηνύματα
21,910
Πόντοι
4,208
Αφού είμαι "καρφωμένος" σε μια καρέκλα λόγω μέσης, αποφάσισα να γράψω το νέο μεγάλο best seller του noiz.
Όποτε έχω έμπνευση, θα το συνεχίζω.
Stay tuned.
 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
prd_show_DSC000301.JPG


?

 Περιμένουμε εναγωνίως....

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
καλημέρα με αλλαγές /προσθήκες στον εξοπλισμό...

και για να έχει ενδιαφέρον το απόγευμά μας, καλείσθε να μαντέψετε.

προειδοποίηση : θα χάσετε

βοήθεια του κοινού...: προέκυψε / δεν ήταν προγραμματισμένη.

Προβολή συνημμένου 33015
 
Σήμερα, σηκώθηκα το πρωί να πιω την καφεδιά μου νωρίς.

Αφού ξεσκόνισα όλα τα sites που έγραφαν για την νίκη της ΑΕΚΑΡΑΣ χθες στο Χαριλάου (το έχω πει και στον ΦΑΣΙΟΝ ότι είμαι ΑΕΚ), βγήκα στο μπαλκόνι να απολαύσω τον πρωινό ήλιο.

Και ξαφνικά, βλέπω απέναντι στον δρόμο ένα απίθανο πλάσμα.

Ψηλή, με χυτά πόδια που αναδεικνύονταν από το φόρεμά της, μακριά μαλλιά, και ένα πρόσωπο που δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του.

Την χάζευα να περπατάει στον δρόμο, ρουφούσα κάθε της βήμα.

Κάποια στιγμή, πήγε να περάσει τον δρόμο, και είδα ένα φορτηγό που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα, να πηγαίνει κατά πάνω της.

Το φρενάρισμα ακόμα αντηχεί στα αυτιά μου έντονο, το στρίγκλισμα των φρένων, το ουρλιαχτό της, η μυρωδιά καμένου ελαστικού, το εκκωφαντικό "ΜΠΑΜ" ....

Μετά τα χυμένα λάδια στον δρόμο, τα πλαστικά συντρίμμια των φαναριών.

Παράτησα τον καφέ, και έτρεξα γρήγορα φορώντας ακόμα τις παντόφλες και την ρόμπα μου.

Ευτυχώς το κορίτσι ήταν καλά, είχε τρομάξει πολύ βέβαια, αλλά ήταν καλά.

Την αγκάλιασα και έτρεμε.

Ο οδηγός είχε χτυπήσει το κεφάλι του στο τιμόνι, από την σύγκρουση με τα κάγκελα και το κράσπεδο του πεζοδρομίου.

"Είμαι εντάξει" μου είπε.

Γυρίζοντας να δω την κοπέλα, δεν την βρήκα. Είχε εξαφανιστεί.

Πήγα πάλι στον οδηγό και τον ρώτησα αν χρειάζεται κάτι.

"Όχι, αλλά βιάζομαι πάρα πολύ, έχω αργήσει, πρέπει να φύγω".

Κατέβηκε και έλεγξε την πόρτα της καρότσας που είχε μισανοίξει από τον τράκο, την έκλεισε, έβαλε μπροστά την μηχανή, κατέβασε το φορτηγό από το πεζοδρόμιο, και ενώ είχε αρχίσει να μαζεύεται κόσμος, έφυγε.

Κίνησα για το σπίτι, να πιω το καφεδάκι μου, και τότε .... το είδα.

Ένα κουτί, εκεί στην άκρη του δρόμου.

"Τι στο διάολα ... Λες να έπεσε από το φορτηγό?" αναρωτήθηκα.

Δεν ήταν όμως απλά μια κούτα, ήταν αυτό που έγραφε στο μπροστινό μέρος της που με ταρακούνησε.

FENDER με μεγάλα γράμματα.

Κοίταξα δεξιά - αριστερά, δεν με κοιτούσε κανείς.

"Θα το πάρω στο σπίτι, θα βρω σε ποιον ανήκει και θα του το δώσω" σκέφτηκα.

"Αλλά .... μέχρι τότε ... δεν το ανεβάζω και μια φωτό στο noiz?"

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Αφού λοιπόν έψαξα τον κάτοχο της κούτας, ανακάλυψα ότι ανήκε κατά διαβολική σύμπτωση, στο πανέμορφο πλάσμα που χάζευα στον δρόμο.

Όχι όμως στην ίδια.

Στον αρραβωνιαστικό της, με τον οποίο δεν τα πηγαίνουν ιδιαίτερα καλά τον τελευταίο καιρό.

Έτσι βρήκα το τηλέφωνό της και την κάλεσα στο σπίτι.

Πλύθηκα, έβαλα τα καλά μου, παρφουμαρίστηκα και την περίμενα.

Όταν χτύπησε το κουδούνι και άνοιξα την πόρτα, έμεινα με το στόμα ανοιχτό.

Ήταν ακόμα πιο όμορφη απ' το πρωί.

Φορούσε ένα κολλητό παντελόνι που αναδείκνυε τις υπέροχες αναλογίες της, ενώ τα πρώτα μισάνοιχτα κουμπιά του λευκού της πουκάμισου, άφηναν στην φαντασία το αυθάδικο ράμφισμα του νεανικού της στήθους στο δαντελωτό εσώρουχο.

Έβαλα ένα ουίσκυ και προσπάθησα να συνέρθω, ενώ εκείνη ζήτησε φυσικό χυμό μάνγκο με αγριοσμέουρα, και φρούτα του πάθους.

Έτσι λοιπόν έμαθα, ότι ο αρραβωνιαστικός της, ο οποίος ήταν ντράμερ, είχε κάνει παραγγελία μια κιθάρα για τον μικρό ανηψιό του που ήταν μεταλάς.

Μια telecaster Jim Root.

Αλλά το κουτί είχε μια strat Jimi Hendrix.

"Θα την στείλει πίσω" μου είπε.

"Άμα ακούσει ο μικρός για Hendrix θα νομίζει ότι ήταν κανένας σούπερ ήρωας της Μάρβελ".

"Πιές τον χυμό σου και άσε με να το σκεφτώ κούκλα" της είπα κοφτά, βλέποντας τα υπέροχα χείλη της να αγγίζουν απαλά την άκρη του ποτηριού.

Και τελικά το αποφάσισα.

"Θα την κρατήσω εγώ, και θα σας δώσω τα χρήματα", της είπα.

"Μόνο που δεν τα έχω τώρα επάνω μου, θα σε πάρω τηλέφωνο σε μερικές μέρες, να ξανάρθεις από εδώ να σε ξαναδώ για να στα δώσω, θέλεις?".

Σήκωσε το κινητό της, μίλησε για ένα λεπτό, και μου έγνεψε καταφατικά.

"Εντάξει".

Και σηκώθηκε να φύγει.

"Να προσέχεις τα φορτηγά" της είπα.

"Δεν θα είμαι πάντα εκεί να σε γλιτώνω".

Έσκασε ένα υπέροχο χαμόγελο γυρίζοντας το κεφάλι της.

"Θα το έχω υπ' όψιν μου" είπε και χάθηκε.

Επέστρεψα στο ουίσκυ μου, ονειροπολώντας.

 
Το επόμενο πρωί, αφού αποφάσισα να μην ανοίξω ακόμα την κούτα με την strat, ανέβηκα στο home studio μου, να χαϊδέψω την αγαπημένη μου Μπρεντ Μέισον τελεκάστερ μου.

Και τότε .... δεν είναι δυνατόν ... όχι ...

Ένα σκάσιμο στο βερνίκι.

Μικρό.

Και πιο δίπλα κι άλλο ένα, και παραδίπλα κι άλλο.

Ήταν Σάββατο, τι θα μπορούσα να κάνω?

Στέλνω αμέσως mail στην Fender με αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να ελπίζω σε άμεση απάντηση.

Γύρισα στο σαλόνι σοκαρισμένος, και έβαλα ένα ποτό.

Κάθισα στην πολυθρόνα να σκεφτώ.

Είχα μια καινούρια strat σε μια κλειστή κούτα, αλλά αυτή η σκέψη δεν στάθηκε ικανή να με ηρεμήσει.

Ξανάτρεξα στον υπολογιστή να δω αν είχα απάντηση από την fender, γνωρίζοντας ότι δεν είχα και πολλές ελπίδες για κάτι τέτοιο.

Και όμως, η απάντηση είχε έρθει.

"Μπλα μπλα μπλα ... " διάβαζα λόγια χωρίς νόημα, και εκεί κάπου στο τέλος, είδα τη λέξη "σαράκι".

Αισθάνθηκα όλο το αίμα να φεύγει από το σώμα μου.

Έχασα τον κόσμο.

Σαράκι ...

Η λέξη χτυπούσε σαν καμπάνα στο μυαλό μου.

Έπρεπε να δράσω άμεσα.

Απανωτά mail στα κεντρικά της fender, άλλα τόσα στην fender UK ....

"Θα τους πάρει ο διάολος όλους" φώναξα κι ας μην υπήρχε άλλος στον χώρο.

"θα μου στείλουν άλλη ο κόσμος να χαλάσει".

Έβαλα άλλο ένα ποτό, και περίμενα την τελική τους απάντηση ...

 
Δύο μέρες αργότερα, επιτέλους έφτασε το πολυπόθητο mail, και ξεφύσηξα με ανακούφιση.

Η Fender δέχτηκε να μου αντικαταστήσει την Μπρεντ Μέισον.

Πιο ήρεμος πια, μπήκα στο web banking της τράπεζάς μου, και είδα ότι υπήρχαν τα χρήματα για την αγορά της strat.

Έπρεπε να ξαναδώ το κορίτσι.

Σχημάτισα τον αριθμό της και άκουσα την φωνή της στην άλλη άκρη της γραμμής.

"Καλημέρα, όποτε θέλεις μπορείς να περάσεις για τα χρήματα της κιθάρας".

"Μια χαρά, να περάσω το βραδάκι ή ... έχεις κάτι άλλο να κάνεις?"

"Θα σε περιμένω" της είπα, προσπαθώντας να κρύψω την λαχτάρα μου να την ξαναδώ.

Ακριβώς στις εννιά, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας.

Ήμουν έτοιμος.

Άνοιξα την πόρτα και ήταν εκεί.

"Πέρασε μέσα" της είπα, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω αυτό που έβλεπα.

Κατάμαυρο μίνι φόρεμα με ένα πονηρό ντεκολτέ, όχι πολύ βαθύ, όσο χρειαζόταν να εξάψει την φαντασία, και μαύρες ψηλές μπότες λίγο πάνω από το γόνατο, που άφηναν γυμνό ένα μέρος των υπέροχων ποδιών της μέχρι την άκρη του φορέματος.

"Συγκρατήσου, σύνελθε" σκέφτηκα, "είναι εδώ για δουλειά".

"Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να συστηθούμε" της είπα, "είμαι ο Dim".

Έσκασε ένα ελαφρύ χαμόγελο με ένα ανεπαίσθητο πετάρισμα των βλεφάρων της που με ζάλισε, "Alexa" απάντησε, και βολεύτηκε στον καναπέ.

Έβαλα ένα ποτό, ενώ αυτή ζήτησε πάλι έναν φυσικό χυμό μάνγκο, αγριοσμέουρα, και φρούτα του πάθους.

"Βλέπω προσέχεις πολύ την σιλουέτα σου" της είπα, και χαμογέλασε πάλι.

"Μόνο λίγο" αποκρίθηκε κατεβάζοντας το βλέμμα της.

"Δουλεύει πάντως" της είπα κοιτάζοντας την απίθανη σιλουέτα της.

Μιλήσαμε για τον αρραβωνιαστικό της και την σχέση του με την μουσική.

"Ο Νικ είναι ντράμερ" μου είπε, παίζει σε μια alternative μπάντα, είναι καλός.

Όμως όσο μιλούσε γι' αυτόν, κάτι δεν μου ταίριαζε, σαν να προσπαθούσε να εξωραΐσει τα πράγματα.

Ανέφερα το περιστατικό με το φορτηγό.

"Ήμουν αφηρημένη" σχολίασε.

"Γιατί εξαφανίστηκες αμέσως?" την ρώτησα.

Μαγκώθηκε, και μια ρυτίδα σχηματίστηκε δίπλα στα υπέροχα μελιά της μάτια.

"Έπρεπε" απάντησε, "δεν έπρεπε να βρίσκομαι εκεί, ήταν λάθος μου".

"Τι εννοείς?"

Γύρισε και κοίταξε τον χώρο.

"Ας τα αφήσουμε αυτά τώρα" είπε κοφτά.

Και πάλι κάτι μου φάνηκε παράξενο.

Σαν να φοβόταν κάτι.

Αλλά ... τι θα μπορούσε να φοβάται?

Και τότε ... χτύπησε κάποιο τηλέφωνο ...

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Άνοιξε την τσάντα της με φούρια και έβγαλε το κινητό της.

"Ναι, εντάξει. Θα την δω και θα σε πάρω".

Και γυρνώντας σε μένα "θα ήθελα να σου ζητήσω μια χάρη".

"Θα κάνω ότι μπορώ" της είπα, "για πες ...".

"Θέλω να δω την κιθάρα στην κούτα, είμαι περίεργη".

"Μα ... φυσικά" απάντησα και σηκώθηκα να πάω να ανοίξω την κλειστή κούτα.

"Θέλω να ξέρεις ότι δεν την έχω ανοίξει ακόμα, δεν ξέρω τι έχει μέσα, αν και απ' έξω γράφει Fender Jimi Hendrix Stratocaster".

Άνοιξα ένα συρτάρι, πήρα το κοπίδι και έσκυψα στην κούτα, όταν άκουσα έναν περίεργο θόρυβο σαν θρόισμα έξω από το παράθυρο, ενώ με την άκρη του ματιού μου είδα την Alexa να ξαναβάζει το τηλέφωνο στο αυτί της.

Έκοψα τις ταινίες, και άνοιξα την κούτα.

Και έμεινα με το στόμα ανοιχτό.

Μέσα στην κούτα, υπήρχε μια λευκή strat με ανάποδο headstock, όπως θα έπρεπε να είναι η strat του Jimi, αλλά ....

"Θεέ και Κύριε" αναφώνησα, "η ταστιέρα δεν είναι maple, είναι ..."

"Rοsewood" αναφώνησε η Alexa, με το τηλέφωνο ακόμα κολλημένο στο αυτί της, και μιλώντας σε κάποιον στην άλλη άκρη της γραμμής, "ναι, σου λέω rosewood είναι".

"Κλείσε το τηλέφωνο και μίλα πιο σιγά" της είπα, "είναι πολύ επικίνδυνο να φωνάζεις λέξεις όπως rosewood, είναι προστατευόμενο ξύλο και δεν βλέπω πιστοποιητικό cites".

"Εγώ ξέρω μόνο για το brazilian rosewood" είπε, και τότε ....

Πετάχτηκα και την άρπαξα απ' την μέση, την τράβηξα να κολλήσουμε στον τοίχο, και με την παλάμη της έκλεισα το στόμα, ενώ με το άλλο χέρι έκλεισα το φως από τον διακόπτη.

Ευτυχώς πρόλαβα στο τσακ.

Δύο απανωτοί πυροβολισμοί ακούστηκαν, και οι σφαίρες καρφώθηκαν εκεί που ήταν τα σώματά μας ένα δευτερόλεπτο πριν, ενώ μια σκιά εξαφανίστηκε περνώντας έξω από το παράθυρο, το τζάμι του οποίου είχε γεμίσει γυαλιά το πάτωμα.

"Μην βγάλεις άχνα, με καταλαβαίνεις?" ψιθύρισα, και ένευσε καταφατικά τρέμοντας.

Λίγα λεπτά αργότερα την ένιωσα να χαλαρώνει.

"Όσο κι αν μου αρέσει να σε κρατώ αγκαλιά, πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε" αστειεύτηκα, και σταδιακά καθίσαμε στο πάτωμα αργά, προσπαθώντας να μην κάνουμε θόρυβο.

"Μάλλον την γλιτώσαμε για την ώρα, ηρέμησε" της είπα, "σου είπα να μην λες τέτοιες λέξεις δυνατά, είναι επικίνδυνο".

Σηκώθηκε.

Φαινόταν τόσο ευάλωτη, και αυτό την έκανε ακόμα πιο ελκυστική.

"Θα κρατήσω την κιθάρα, δεν θέλω χρήματα" μου είπε κοφτά.

"Μα τι έγινε, γιατί άλλαξες γνώμη?"

"Όχι εγώ, ο Νικ την θέλει οπωσδήποτε, δεν ξέρω περισσότερα".

Κίνησε για την πόρτα.

"Alexa" φώναξα, "δεύτερη φορά που είμαι εκεί και την γλιτώνεις στο παρά τρίχα".

"Δεν ξέρω αν θα είμαι και τρίτη φορά εκεί, πρόσεχε, δεν θα είσαι ωραίο πτώμα, είσαι πιο όμορφη ζωντανή."

"Ότι χρειαστείς πάρε με τηλέφωνο".

Έκλεισε την πόρτα πίσω της, και άκουγα τα βήματά της να απομακρύνονται στην νύχτα.

Δεν θα ήθελα να της συμβεί τίποτα.

Κατάλαβα ότι ήξερε περισσότερα από όσα μου έλεγε.

Ήμουν γεμάτος ερωτηματικά.

Έπρεπε να μάθω τουλάχιστον γιατί κάποιος ήθελε να γίνω ο τελευταίος πελάτης του νεκροτομείου.

Ήξερα, ότι μόλις άρχισαν όλα .....

 
Λίγες μέρες αργότερα, τσεκάροντας την αλληλογραφία μου, βρήκα μια ειδοποίηση από το ταχυδρομείο.

Η αγαπημένη μου tele είχε φτάσει, και μπορούσα να την παραλάβω.

Πετάχτηκα στα γρήγορα στο ταχυδρομείο, και την έφερα στο σπίτι.

Την έλεγξα από πάνω μέχρι κάτω, ήταν άψογη.

Έκλεισα την θήκη και την έβαλα σε ασφαλές μέρος.

"Κάτι πρέπει να κάνω με την σαρακοφαγωμένη" σκέφτηκα.

"Αν βγούνε έξω αυτοί οι διάολοι την γ%$μησα, θα μου τα φάνε όλα".

Ανέβηκα γρήγορα στο στούντιο, την πήρα και της έβγαλα όλο το hardware.

Ακόμα και τις χορδές έβγαλα.

Τύλιξα πολύ προσεκτικά το μπράτσο και το σώμα με σακούλες, και τα έβαλα ξεχωριστά σε δύο μεταλλικά κουτιά.

Τότε χτύπησε το τηλέφωνο.

"Γεια σου Dim, η Alexa είμαι, με θυμάσαι?"

"Γεια σου, δεν είσαι από τις γυναίκες που ξεχνιούνται εύκολα" απάντησα.

Άκουσα το γάργαρο γέλιο της.

"Το έφτιαξες το τζάμι?" με ρώτησε γελώντας ακόμα.

"Μην μου το θυμίζεις" της είπα, "είμαι κατά 150 ευρώ ελαφρύτερος, αυτή η ρημάδα η ακρίβεια μας έχει γονατίσει".

Κι άλλο γέλιο.

Μου άρεσε που γελούσε.

"Μου αρέσει που σε ακούω να γελάς, ακούγεσαι καλύτερα από την τελευταία φορά που σε είδα και παραλίγο να κάνουμε μόνιμη παντοτινή παρέα στον άλλο κόσμο".

"Ναι, συνήρθα" απάντησε "όμως ... μου χρωστάς κάτι".

"Εννοείς την κιθάρα φαντάζομαι".

"Ακριβώς".

"Πες μου πότε θα περάσεις, για να προσλάβω σωματοφύλακες" αστειεύτηκα.

Ξανά γάργαρο γέλιο, "Αν έρθω πάλι, θα πρέπει να προσλάβω εγώ σωματοφύλακες, θα μπορούσες να έρθεις εσύ από το σπίτι να μου την φέρεις?"

"Αν σου φτάνουν τα χρήματα για τζαμά ... φυσικά".

"Σήμερα το βράδυ είναι καλά?"

"Μια χαρά" απάντησα, "θα τα πούμε το βράδυ".

"Μου έδωσε την διεύθυνσή της, κάτι είναι κι αυτό", σκέφτηκα και χάρηκα.

Θα χαιρόμουν λιγότερο όμως, αν ήξερα τι θα επακολουθήσει ...

 
Λίγο μετά τις οκτώ, ήμουν έτοιμος να φύγω.

Πήρα την κούτα με την κιθάρα, και πριν ξεκινήσω έριξα μια τελευταία ματιά απ' το παράθυρο.

Ένα μαύρο σεντάν, παρκαρισμένο στην απέναντι πλευρά του δρόμου, καμιά πενηνταριά μέτρα μακριά, τράβηξε την προσοχή μου.

Δεν μπορούσα να διακρίνω πολλά, γιατί το μέρος δεν ήταν καλά φωτισμένο, αλλά ήμουν σίγουρος ότι δεν το είχα ξαναδεί στην γειτονιά.

Σκέφτηκα την ξαφνική επιθυμία του Νικ να κρατήσει την κιθάρα, τους πυροβολισμούς λίγο αργότερα, και τώρα το αυτοκίνητο απέναντι ...

Έβγαλα την κιθάρα από την κούτα, και ξεβίδωσα το μπράτσο.

Το τύλιξα προσεκτικά μαζί με το σώμα με ένα μεγάλο κομμάτι πανί, έτσι ώστε να μην γρατζουνιστεί τίποτα, και τα έβαλα σε μια μεγάλη μαύρη σακούλα σκουπιδιών.

Βγήκα από το σπίτι, κρατώντας την άδεια κούτα με το ένα χέρι, ενώ στο άλλο κρατούσα την σακούλα σκουπιδιών.

Πήγα μέχρι τον κάδο, και την πέταξα μέσα ξανακλείνοντας το καπάκι του κάδου.

Συνέχισα μέχρι το αυτοκίνητο αδιάφορα, σαν να είχα πετάξει τα σκουπίδια μου και να έφευγα, άφησα την κούτα στο πίσω κάθισμα και έβαλα μπροστά την μηχανή, κοιτάζοντας το μαύρο σεντάν από το καθρεφτάκι στο παρμπρίζ.

Ξεκίνησα αργά, οδηγούσα με χαμηλή ταχύτητα κάνοντας έναν μεγάλο κύκλο που θα περνούσε από το κέντρο της πόλης πριν φτάσω στο σπίτι της Alexa.

Μπορούσα να διακρίνω το σεντάν να είναι τρία οχήματα πίσω μου.

Σήκωσα το τηλέφωνο και σχημάτισα τον αριθμό της.

"Alexa, ο Dim είμαι, έρχομαι, όμως άκουσέ με προσεκτικά, γιατί δεν έχουμε καιρό για χάσιμο.

Φύγε τώρα, και πήγαινε στο σπίτι μου.

Σχεδόν μπροστά από το σπίτι, θα δεις έναν κάδο σκουπιδιών στον δρόμο.

Άνοιξέ τον, πάνω πάνω θα βρεις μια μαύρη μεγάλη σακούλα σκουπιδιών, που έχει μέσα την κιθάρα αποσυναρμολογημένη.

Πάρε την σακούλα, γύρισε στο σπίτι σου και περίμενέ με, δεν θα αργήσω.

Κλείδωσε, και μην ανοίξεις σε κανένα."

"Τι συμβαίνει Dim? Με τρομάζεις" είπε, και η ανησυχία της ήταν έκδηλη.

"Δεν προλαβαίνω να σου εξηγήσω τώρα, θα τα πούμε από κοντά, πρέπει να με εμπιστευτείς. Φύγε τώρα όμως, αμέσως" είπα με ήρεμο, αλλά και επιτακτικό τρόπο.

Συνέχισα τους κύκλους στο κέντρο οδηγώντας αργά.

Την ήξερα καλά την περιοχή, εδώ κοντά παίζαμε όταν ήμασταν πιτσιρικάδες, χτυπάγαμε κουδούνια και τρέχαμε να κρυφτούμε, καλοί κωλοπαιδαράδες ήμασταν.

Χαμογέλασα και μόνο στην σκέψη αυτής της εποχής, που φάνταζε τόσο μακρινή πια.

Ξαφνικά πάτησα απότομα γκάζι και ανέπτυξα ταχύτητα.

Είχα δώσει αρκετή ώρα στην Alexa, θα έπρεπε να έχει ήδη γυρίσει.

Σε λίγο έστριψα αριστερά, μετά αμέσως δεξιά, σε ένα πολύ στενό δρομάκι, που έβγαζε στην άλλη πλευρά του τετραγώνου.

Ένα αυτοκίνητο μπροστά μου έκλεισε τον δρόμο.

Σταμάτησα και κατέβηκα, πλησιάσα αργά, προσεκτικά.

Μέσα ήταν δύο άνδρες.

Αυτός που καθόταν στην θέση του συνοδηγού, είχε μια ουλή στο μάγουλο δίπλα στο στόμα.

Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, πριν νιώσω κάτι βαρύ και μεταλλικό να με χτυπάει στο κεφάλι.

Και τότε .... μαύρισαν όλα ...

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Υγρασία.

Κρύο.

Πόνος.

Άνοιξα τα μάτια μου, έτσουξαν.

Σκοτάδι, τα ξανάκλεισα.

Νερό έμπαινε στα ρουθούνια μου, πνιγόμουν.

Προσπάθησα να κουνήσω τα χέρια μου, μα στάθηκε αδύνατον.

Δοκίμασα να φωνάξω, μα μόνο ένα μούγκρισμα βγήκε.

"Ηρέμησε" σκέφτηκα, "σκέψου, δεν χρειάζεται πανικός".

"Αν είμαι στην θάλασσα και χαλαρώσω θα επιπλεύσω, θα κερδίσω χρόνο."

Χρόνο για ποιο πράγμα?

Προσπάθησα να κουνήσω τα πόδια μου, αδύνατον.

Ξανάνοιξα τα μάτια μου, αχνά φώτα, πέρα μακριά.

Όσο δοκίμαζα να κινηθώ, τόσο πιο πολύ νερό έμπαινε στα ρουθούνια μου.

Δεν μπορούσα να αναπνεύσω από το στόμα.

Αφέθηκα ...

Φάνηκε να με τραβάει το ρεύμα. Προς τα ανοιχτά? Δεν ήξερα.

Το ρεύμα δυνάμωσε απότομα, με τραβούσε σαν γιγάντιο χέρι.

Κάτι σκληρό με χτύπησε στην πλάτη, βράχος?

Αισθάνθηκα στέρεο έδαφος, κάποιος με τράβηξε κάτω απ' την προκυμαία.

Ρούφηξα λαίμαργα τον αέρα.

Ένα πρόσωπο σκυμμένο πάνω μου.

Αξύριστο, σκαμμένο.

Βρωμούσε η ανάσα, ουίσκυ, φτηνό καπνό και σάπια δόντια.

Μάτια θολά, σπασμένη μύτη.

Ένα χέρι ψαχούλεψε τις τσέπες μου.

"Διάολε, με πρόλαβαν άλλοι .." είπε φτύνοντας μια βρισιά.

Μούγκρισα.

Έλαμψε μια λεπίδα στο φως του φεγγαριού.

Μούγκρισα πάλι.

Σακατεμένο γέλιο, "καλά, καλά, ηρέμησε", είπε, και έκοψε την ταινία που μου σφράγιζε το στόμα.

Του έδειξα τα χέρια και τα πόδια μου που ήταν δεμένα.

"Σε παρακαλώ, κόψε και αυτά τα σκοινιά".

"Εδώ δεν είναι μέρος για έναν καλοντυμένο κύριο σαν εσένα" είπε κόβοντας τα σκοινιά.

"Αν δεν ήταν αυτοί, μπορεί να ήμουν εγώ που θα σου έπαιρνα το πορτοφόλι".

Τέντωσα τα χέρια και τα πόδια μου που είχαν μουδιάσει.

"Τα ρεύματα εδώ είναι πολύ δυνατά, σε μια-δύο ώρες θα ήσουν στ' ανοιχτά" συνέχισε, "καλά που άκουσα το σπλατς όταν σε πέταξαν".

Ανασηκώθηκα, το κεφάλι μου έκαιγε.

Ήμουν μούσκεμα, έτρεμα.

"Σ' ευχαριστώ" του είπα, "σου χρωστάω".

"Να με πάρει ο διάολος, και βέβαια μου χρωστάς".

Κοίταξα τον χώρο.

Σκόρπια άδεια μπουκάλια, αποτσίγαρα, υπολείμματα από συσκευασίες φαγητού, μια σκισμένη κουβέρτα και παλιές εφημερίδες.

"Εδώ μένεις?" τον ρώτησα.

"Από τότε που πέθανε η γυναίκα μου ... εδώ" απάντησε "η κόρη μου με έδιωξε απ' το σπίτι και έφερε έναν ανεπρόκοπο, δεν θέλει ούτε να με δει πια".

Του έτεινα το χέρι "είμαι ο Dim".

"Εγώ είμαι ο σουπιάς, το άλλο όνομα που είχα παλιά δεν το θυμάμαι πια".

Μια σκέψη με χτύπησε σαν κεραυνός "Θεέ μου η Alexa".

Σηκώθηκα να φύγω, μα τα πόδια μου μάλλον δεν συμφωνούσαν.

Σύρθηκα, ανέβηκα πάνω στην προκυμαία.

Ένα εστιατόριο απέναντι, μάζευε τις καρέκλες, έκλεινε.

Φώναξα, προσπάθησα να τρέξω, έπεσα.

Η σκέψη της Alexa μου έδινε δύναμη, ξανασηκώθηκα, έφτασα.

"Ένα τηλέφωνο θέλω, σας παρακαλώ, είναι επείγον".

Έκανα στα γρήγορα δύο τηλεφωνήματα.

Με το πρώτο κάλεσα ταξί.

Το δεύτερο τηλεφώνημα ήταν στην Alexa ....

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Την κάλεσα, περίμενα, δεν το σήκωνε.

"Έλα Alexa, απάντησε σε παρακαλώ, απάντησε" μουρμούρισα.

Ακούστηκε ένα νυσταγμένο "εμπρός" και ξεφύσηξα με ανακούφιση.

"Alexa, ο Dim είμαι ..." αλλά με διέκοψε απότομα.

"Ποιος Dim? Αυτός που μ' έστησε τόσες ώρες και δεν ήρθε ποτέ? Και θυμήθηκε να με πάρει χαράματα να με ξυπνήσει? Ρε άντε στο διάολο ...", είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.

"Τουλάχιστον είναι καλά" σκέφτηκα και ξαναπήρα αμέσως.

Δεν το σήκωνε, περίμενα.

Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα άκουσα πάλι την φωνή της "τι θέλεις επιτέλους? Την πήρα την κιθάρα, τελείωσε η δουλειά σου".

"Μην κλείνεις Alexa, δώσε μου μόνο ένα λεπτό.

Κινδυνεύεις, πρέπει να φύγεις το συντομότερο από εκεί.

Άκουσέ με προσεκτικά.

Ρίξε λίγα πρόχειρα ρούχα σε ένα σακ βουαγιάζ, και βάλε την σακούλα με την κιθάρα ανάμεσά τους, να μην φαίνεται.

Πάρε μια μεγάλη μαύρη σακούλα σκουπιδιών, βάλε μέσα ότι σκουπίδια έχεις, και πέταξέ την στον κάδο φεύγοντας.

Πάρε τον περιφερειακό, δύο-τρία χιλιόμετρα μετά το βενζινάδικο της Mobil, θα δεις ένα μικρό ξενοδοχείο αριστερά, το Sunset."

"Το ξέρω το Sunset" είπε, "πηγαίναμε παλιά εκεί με τον Νικ, όταν θέλαμε να μείνουμε μόνοι".

"Ωραία" απάντησα, "πήγαινε εκεί, βρες τον Terry στην ρεσεψιόν, πες του ότι περιμένεις τον Dim με την deluxe και την Μπρεντ Μέισον, θα καταλάβει, κλείσε ένα δωμάτιο και περίμενέ με. Πρόσεξε μην σε ακολουθήσουν".

"Μην ανησυχείς, για να μην μας πετύχουν οι γονείς μου τότε, έμαθα έναν δρόμο που τον ξέρουν λίγοι, και βγαίνει ακριβώς πίσω από το Sunset", απάντησε.

"Βιάσου, δεν υπάρχει στιγμή για χάσιμο, και .... Alexa ... " δίστασα, "πρόσεχε...".

Άναψα ένα τσιγάρο και περίμενα υπομονετικά να έρθει το ταξί που είχα καλέσει.

 
Αρκετή ώρα αργότερα, έβλεπα μπροστά μου μια φωτεινή επιγραφή από neon, με πορτοκαλί και μπλέ φώτα να εναλλάσσονται.

SUNSET HOTEL.

Κατέβηκα απ' το ταξί, και έκανα νόημα στον οδηγό να περιμένει.

Το γνωστό πλατύ, εγκάρδιο χαμόγελο του Terry με περίμενε στην είσοδο.

"Που είσαι ρε φίλε, χρόνια και ζαμάνια".

"Ο καλύτερος μπασίστας" είπα προσπαθώντας να χαμογελάσω, "παίζει τα πάντα και γουστάρει, εκτός από ..."

"...Blues" συμπλήρωσε χαρωπά.

Ήταν ένα inside joke από παλιά.

Μετά με είδε καλύτερα.

"Πάλι λιώμα ήσουν και σε βάλανε στο ντους με τα ρούχα να συνέρθεις?" ρώτησε γελώντας.

"Terry, δεν έχω επάνω μου χρήματα, μπορείς σε παρακαλώ να πληρώσεις το ταξί που περιμένει έξω? Θα στα δώσω το συντομότερο."

Βγήκε τρέχοντας, και ξαναμπήκε σε ένα λεπτό συνοφρυωμένος.

"Τι έγινε φίλε, σε λήστεψαν?"

"Είναι μεγάλη ιστορία, αλλά τώρα βιάζομαι" απάντησα, "με περιμένουν".

"Σωστά" είπε και μου έκλεισε το μάτι πονηρά, "στο 27, είναι στον δεύτερο, αριστερά δίπλα στην σκάλα".

"Ευχαριστώ" είπα και κίνησα ν' ανέβω.

"Dim, να σου πω ..."

"Τι είναι Terry?"

"Κατά καιρούς κυκλοφορούσες με πολύ όμορφες γυναίκες, όλοι στην μπάντα σε ζηλεύαμε.

Αλλά αυτή αδερφέ είναι άλλο πράγμα, πραγματική νεράιδα".

"Είναι ξεχωριστή Terry μου" απάντησα και άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλιά, ακούγοντας πίσω μου τον Terry να μουρμουρίζει "τυχεράκια ...".

Χτύπησα την πόρτα, "Alexa, ο Dim είμαι, άνοιξε".

"Επιτέλους" είπε και άνοιξε.

Ήταν ένα μικρό δωμάτιο με ένα διπλό κρεβάτι, και ένα μεγάλο παράθυρο στον ένα τοίχο.

Κάθισα αποκαμωμένος στην άκρη του κρεβατιού.

Το κεφάλι μου με πέθαινε, το ψηλάφισα και έπιασα ένα τεράστιο καρούμπαλο που είχε ήδη σχηματιστεί.

Στάθηκε όρθια μπροστά μου.

Είχε πιάσει τα μακριά καστανά μαλλιά της, αφήνοντας εντελώς ακάλυπτο να λάμπει το όμορφο πρόσωπό της.

Ένα γκρίζο casual κολάν εφάρμοζε τέλεια στο υπέροχο κορμί της, και ένα λευκό t-shirt μπορούσε να ζαλίσει οποιονδήποτε εστίαζε στο μπροστινό του μέρος.

Αλλά ήμουν πολύ χάλια για να επηρεαστώ από την αδιαφιλονίκητη γοητεία της.

"Dim είσαι μούσκεμα, τι συνέβη?"

"Εκεί που ερχόμουν, συνάντησα δύο φίλους και πήγαμε για νυχτερινό μπάνιο, αλλά ξέχασα ότι δεν είχα μαγιό μαζί μου" απάντησα.

"Και το καλύτερο ξέρεις ποιο είναι? Ότι έκανα μια βουτιά και χτύπησα το κεφάλι μου σ' έναν βράχο στο νερό", συνέχισα χαϊδεύοντας το καρούμπαλο.

"Ω Dim ... πες μου τι έγινε".

"Έχουμε πολλά να πούμε σήμερα το βράδυ κούκλα. Θα σου πω εγώ, αλλά θα μου πεις κι εσύ μετά. Έτσι κι αλλιώς είμαστε μαζί σε όλο αυτό, κινδυνεύουμε και οι δύο το ίδιο.

Πρώτα όμως θέλω να κάνω ένα μπάνιο και να φορέσω ζεστά και στεγνά ρούχα".

Κάλεσα τον Terry, και ζήτησα κάποιον να πάρει τα ρούχα μου για στέγνωμα, και να μου φέρει ένα καθαρό μπουρνούζι.

Αισθανόμουν το καυτό νερό να πέφτει επάνω μου, να με εξαγνίζει.

Όταν βγήκα, εκείνη στεκόταν στην άκρη του κρεβατιού, σαν ντροπαλό κοριτσάκι.

"Αισθάνομαι πολύ άσχημα που σου έκλεισα το τηλέφωνο στην μούρη, αλλά ήμουν έξαλλη".

Την κοίταξα και ξανακατέβασε το βλέμμα.

"Δεν είμαι όμορφη σήμερα, τα ρούχα μου είναι πολύ πρόχειρα, φόρεσα ότι βρήκα μπροστά μου".

Χαμογέλασα.

"Είσαι όμορφη με όλων των ειδών τα ρούχα, αν και προσωπικά πιστεύω ότι χωρίς καθόλου ρούχα θα είσαι ακόμα πιο όμορφη", σχολίασα μεταξύ σοβαρού και αστείου, και είδα ένα ελαφρό κοκκίνισμα στα μάγουλά της.

Της διηγήθηκα τι είχε συμβεί, και όλη αυτή την ώρα, με κοιτούσε με μεγάλη προσοχή, χωρίς να τρεμοπαίξει ούτε βλέφαρο.

"Κι αναρωτιόμουν πώς το ήξερες όταν μου είπες να πετάξω τα σκουπίδια φεύγοντας" είπε όταν τελείωσα.

"Ποιο ήξερα?"

"Όταν πέταξα τα σκουπίδια και μπήκα στο αυτοκίνητο, είδα έναν άνδρα να ανοίγει τον κάδο και να βγάζει την σακούλα. Μετά πάτησα γκάζι, και σ' όλη την διαδρομή αναρωτιόμουν πώς μάντεψες ότι θα έψαχναν εκεί".

"Το ξέχασαν την πρώτη φορά γλυκιά μου, και τους έχει γίνει εμμονή να ψάχνουν τα σκουπίδια έκτοτε".

Ήρθαν επιτέλους τα ρούχα μου, στεγνά και σιδερωμένα, και ένιωσα άνθρωπος πάλι.

"Ήρθε η σειρά σου να μιλήσεις Alexa, ήρθε η ώρα να μάθω τι πραγματικά συμβαίνει, να μάθω που έχω μπλέξει. Γιατί το θέμα έγινε προσωπικό πλέον".

"Εντάξει Dim, θα σου πω ότι ξέρω, αν και δεν ξέρω όσα νομίζεις" είπε.

Κοίταξε έξω απ' το παράθυρο και άρχισε να μιλάει ....

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
"Με τον Νικ, έχουμε μεγαλώσει μαζί από παιδιά.

Μέναμε στην ίδια γειτονιά, οι μανάδες μας ήταν φίλες, πήγαινε για φαγητό η μια στην άλλη.

Λέγαμε ότι θα είμαστε για πάντα μαζί, ότι όταν μεγαλώσουμε θα παντρευτούμε.

Είναι καλό παιδί, αν και λίγο ιδιόρρυθμο.

Ξέρεις πώς είναι όταν δύο άνθρωποι μεγαλώνουν μαζί, δημιουργείται μια δυνατή σχέση.

Όταν μεγαλώσαμε, αρχίσαμε να βγαίνουμε, όλα ήρθαν φυσιολογικά.

Αρραβωνιαστήκαμε, παρ' όλο που οι γονείς μου είχαν τις αντιρρήσεις τους, γιατί ήμασταν πολύ νέοι ακόμα, ήταν υπερπροστατευτικοί.

Όταν θέλαμε να μείνουμε μόνοι μας ερχόμασταν εδώ, στο Sunset, και οι γονείς μου μας παρακολουθούσαν, φοβούμενοι μη τυχόν και ...." γέλασε, "αν είναι δυνατόν..." συμπλήρωσε.

"Τον τελευταίο καιρό όμως, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν σταδιακά.

Ο Νικ παίζει πολύ καλά τύμπανα και μπήκε σε μια μπάντα.

Πήγαινα σε κάθε live, ήταν καλοί, μέχρι και στις πρόβες πήγαινα.

Απολάμβανα να τον βλέπω πάνω στην σκηνή, και τον κόσμο κάτω, να χορεύει στον ρυθμό που αυτός έδινε.

Σταδιακά άρχισε να γίνεται απόμακρος. Βρισκόμασταν όλο και πιο σπάνια, όλο είχε πρόβες, στούντιο, συναντήσεις με managers, συναυλίες.

Δεν ήθελε να πηγαίνω πια στις πρόβες, του φαινόταν σαν να τον ελέγχω μου είχε πει, και στα live δεν μπορούσα πια να τον δω, κλεινόταν στα καμαρίνια μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, και έφευγαν μετά όλοι μαζί.

Όποτε βγαίναμε, ήταν μόνιμα αφηρημένος και νευρικός, κοιτούσε συνέχεια το τηλέφωνό του, μιλούσε αδιάφορα και τυπικά.

Τον ρώτησα τι συμβαίνει και αλλάζει η συμπεριφορά του, και μου είχε πει ότι δεν συμβαίνει τίποτα απολύτως, ότι δεν άλλαξε τίποτα, και ότι αυτά είναι δικές μου ιδεοληψίες.

Όταν μιλούσε στο τηλέφωνο απομακρυνόταν, σαν να μην ήθελε να ακούσω τι έλεγε.

Έπιανα μόνο κάτι μισόλογα από εδώ και από εκεί.

Μετά μου είπε ότι έπιασε δουλειά σε μια αποθήκη, παράλληλα με την μουσική, γιατί η μπάντα δεν είχε συχνά live, και χρειαζόταν τα χρήματα.

Τον ρώτησα τι είδους αποθήκη, και μου είχε πει ότι ήταν αποθήκη με μουσικά όργανα, και ότι την δουλειά την είχε βρει μέσω του manager της μπάντας, κάποιον τύπο ονόματι Τζακ.

Δεν άντεχα αυτή την κατάσταση και άρχισα να ψάχνω μόνη μου.

Ο manager λέγεται Τζακ Κρόου, και δεν μου φαίνεται ο τύπος που θα ήθελες για φίλο.

Την ημέρα του περιστατικού με το φορτηγό, είχα ακούσει ότι τον φώναξαν για φόρτωμα στην αποθήκη, και τον ακολούθησα κρυφά.

Ο Νικ κι άλλος ένας φόρτωσαν κάτι κούτες στο φορτηγό, σαν κούτες κιθάρας έμοιαζαν.

Μιλούσαν, έλεγαν κάτι για μια κιθάρα στο φορτίο με ανάποδα specs ή κάτι τέτοιο, δεν κατάλαβα.

Μετά έφυγα, και ... την συνέχεια την ξέρεις."

Σώπασε, συνεχίζοντας να κοιτάει με άδειο βλέμμα έξω απ' το παράθυρο.

"Και μετά, όταν ήσουν σπίτι μου τι έγινε?" την ρώτησα.

"Α ναι, είναι κι αυτό" είπε.

"Μου είχε πει ότι στο φορτίο, υπήρχε μια δική του κιθάρα, που την είχε παραγγείλει για τον ανηψιό του και χάθηκε.

Όταν έμαθε ότι αυτή βρέθηκε, ότι θα την κρατούσες, και ότι ερχόμουν στο σπίτι σου να μου δώσεις τα χρήματα, μου ζήτησε επιτακτικά να την δω και να τον πάρω επί τόπου τηλέφωνο.

Ήθελε λέει να μάθει από τι είδους ξύλο ήταν η ταστιέρα.

Μου έδειξε ένα σωρό φωτογραφίες από maple και ..." χαμήλωσε την φωνή της και ψιθύρισε, "rosewood, για να μπορώ να τα ξεχωρίσω.

Για κάποιο λόγο που δεν ξέρω, όταν άκουσε όταν ήταν rosewood την ήθελε οπωσδήποτε."

"Ήξερε τι κιθάρα ήταν?" ρώτησα σκεφτικός.

"Ναι, του είχα πει, γιατί νόμιζα πώς περίμενε κάποια άλλη" είπε με φανερή κούραση στην φωνή της.

Έγειρε αποκαμωμένη στο κρεβάτι, έμοιαζε σχεδόν σαν είχε αδειάσει.

Για μερικά λεπτά η σιωπή ήταν απόλυτη.

Μόνο οι ανάσες μας ακούγονταν, βαριές, κουρασμένες.

Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει, αλλά το μυαλό μου δούλευε πυρετωδώς.

Κάπου μέσα στα λόγια της είχε ανάψει ένα λαμπάκι, αλλά δεν μπορούσα να το δω καθαρά.

Κάλεσα τον Terry, και ζήτησα ένα μπουκάλι Jack Daniels, το οποίο ήταν πάνω στο τραπεζάκι του δωματίου πέντε λεπτά αργότερα.

Γέμισα στα γρήγορα ένα ποτήρι και το ήπια μονορούφι.

Η γλυκιά ζέστη του με τύλιξε ολόκληρο.

Έβαλα άλλο ένα ποτήρι και ήπια μια γουλιά, έγειρα στην καρέκλα, άναψα ένα τσιγάρο, και ξεφύσηξα αργά ένα μικρό σύννεφο καπνού προς το ταβάνι.

Η άκρη του νήματος ήταν εκεί, και έπρεπε απλά να την πιάσω.

Όλα γύριζαν γύρω από κάτι.

Και αυτό ήταν η κιθάρα.

Ανακάθισα στην καρέκλα, "δώσε μου την σακούλα με την κιθάρα" της είπα κοφτά.

Άνοιξε το σακ βουαγιάζ, έβγαλε την μαύρη σακούλα και μου την έδωσε.

Έβγαλα την κιθάρα και περιεργάστηκα προσεκτικά κάθε της λεπτομέρεια.

Πρώτα το μπράτσο, το οποίο ήταν και ο λόγος που την ήθελε ο Νικ.

Τίποτα το ιδιαίτερο, εκτός από το ότι δεν ταίριαζε η rosewood ταστιέρα σε αυτό το μοντέλο.

Μετά το σώμα.

Κοιτούσα αργά, προσεκτικά, έψαξα στο tremolo cavity, τίποτα, "διάολε, χρειάζομαι κατσαβίδι για να βγάλω το pickguard" σκέφτηκα, και πήγα να καλέσω πάλι την ρεσεψιόν.

Τότε παρατήρησα κάτι, που μου φάνηκε περίεργο.

Το ξύλο μέσα στο neck pocket, ήταν σαν γρατζουνισμένο.

Το ψηλάφισα με τα δάχτυλα αλλά δεν έβγαλα άκρη.

Ήπια άλλη μια γουλιά, και άναψα δεύτερο τσιγάρο.

Να είναι τυχαίες οι γρατζουνιές?

Γύρισα στην Alexa "σου έχω πει πόσο υπέροχο είναι το κραγιόν σου?"

"Τα κομπλιμέντα σου είναι εκτός τόπου και χρόνου" μου είπε με φανερή έκφραση αποδοκιμασίας.

"Μα ... σοβαρά μιλάω" της είπα, "θα σε πείραζε να μου το δανείσεις για λίγο?"

Έσκυψε στην τσάντα της, έβγαλε το κραγιόν και μου το έδωσε, φανερά μπερδεμένη, λέγοντας ... "Τι έγινε? Με δύο ποτήρια ουίσκυ βγαίνουν τα βίτσια σου στην φόρα?"

"Μήπως σου βρίσκεται κι ένα κομμάτι χαρτί?" συνέχισα.

Έβγαλε ένα μικρό μπλοκ, έσκισε μια σελίδα και μου την έδωσε.

Κράτησα το χαρτί κολλημένο στο neck pocket, και πέρασα μια δύο φορές το κραγιόν από πάνω.

Πάνω στο χαρτί είχε σχηματιστεί ένα περίεργο "σχέδιο".

Κάτι που έμοιαζε με χημικό τύπο, γεμάτο σύμβολα, αλλά ... φαινόταν ημιτελές, το "σχέδιο" κοβόταν στην αρχή και στο τέλος.

Σαν να υπήρχε κάτι άλλο πριν και κάτι άλλο μετά που έλειπε.

Γύρισα στην Alexa, "σου λέει τίποτα αυτό?"

Γούρλωσε τα μάτια "'όχι, τι είναι αυτό?"

"Δεν ξέρω, αλλά ήταν χαραγμένο στο neck pocket της κιθάρας.

Θα μπορούσε να είναι η αιτία για όλα αυτά που μας συμβαίνουν.

Γι' αυτό θέλουν την κιθάρα."

Ξανάβαλα τα πάντα στην σακούλα.

"Θα γυρίσω αμέσως" είπα, και βγήκα απ' το δωμάτιο με την σακούλα στο χέρι.

"Terry" είπα φτάνοντας στην ρεσεψιόν, "θέλω να κρύψεις αυτή την σακούλα κάπου που να είναι ασφαλής μέχρι να την ξαναπάρω".

"Μην ανησυχείς, έχουμε κάτι ντουλάπια για τα πολύτιμα αντικείμενα των πελατών. Κάποια από αυτά είναι σχεδόν αδύνατον να βρεθούν, ακόμα κι αν ξέρεις που είναι" είπε με χαμόγελο.

"Πως πάει με την μικρή?" συμπλήρωσε με πονηρό ύφος.

"Δεν θα μπορούσε να πηγαίνει καλύτερα" του απάντησα και τον είδα ικανοποιημένο.

Ανέβηκα στο δωμάτιο και εξήγησα στην Alexa.

Έβαλα ακόμα ένα ποτήρι, "νομίζω ότι πρέπει να κοιμηθείς λίγο" της είπα, "πρέπει να είσαι ψόφια στην κούραση, και αύριο θα είναι μεγάλη και δύσκολη μέρα".

"Θα προτιμούσα να πιω κάτι" αποκρίθηκε.

"Να παραγγείλω φυσικό χυμό από μάνγκο, αγριοσμέουρα και φρούτα του πάθους?" ρώτησα χαμογελώντας.

Κάθισε δίπλα μου "μπα, βάλε μου ένα ουίσκυ".

"Και ... η σιλουέτα σου?" είπα γελώντας.

Γέλασε κι αυτή, και ήπιε μια γουλιά, λέγοντας "αν σου περισσεύει και ένα τσιγάρο δεν θα έλεγα όχι."

Της έδωσα, και τράβηξε μια γενναία ρουφηξιά, ξεφυσώντας δαχτυλίδια καπνού στο ταβάνι.

Αλλά δεν πρόλαβε να πάρει δεύτερη τζούρα.

Το τηλέφωνο του δωματίου χτύπησε, χτύπησε ξανά, χτύπησε και τρίτη φορά.

Πετάχτηκα από την καρέκλα με όλες τις αισθήσεις μου σ' επιφυλακή, και τράβηξα όρθια την Alexa από το χέρι.

Της έκανα νόημα να πάει προς τον τοίχο που δεν είχε παράθυρο και τότε ....

Μπαμ ....

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Ακούστηκε ένας τεράστιος κρότος σαν κάποιος να προσπαθούσε να σπάσει την πόρτα.

"Alexa γρήγορα στο μπάνιο" ούρλιαξα.

Πάλι μπαμ, μπαμ.

Η πόρτα υποχώρησε και δύο άνδρες όρμηξαν στο δωμάτιο, ενώ η Alexa κλειδωνόταν στο μπάνιο.

Ο ένας με πλησίασε, ενώ ο άλλος άρπαξε το σακ βουαγιάζ της, και πέταξε έξω όλο του το περιεχόμενο.

Έτρεξα στο κρεβάτι και άρπαξα το σεντόνι.

Το έστριβα γυρίζοντάς το, ώστε να γίνει σαν κορδόνι.

Στα χέρια του πρώτου εμφανίστηκε ένα μαχαίρι.

Με πλησίασε κι άλλο.

Με μια κλωτσιά αναποδογύρισε το τραπεζάκι, το μπουκάλι με το μπέρμπον έπεσε στο πάτωμα και έγινε θρύψαλα.

"Όχι το Jack μου μπάσταρδε" φώναξα, "αυτό θα το πληρώσεις".

Πλησίασα το παράθυρο, και τότε έκανε την κίνησή του, με το μαχαίρι να κατευθύνεται στην κοιλιά μου, ενώ ο άλλος χτυπούσε με μανία την πόρτα του μπάνιου, προσπαθώντας να την σπάσει.

Αυτό περίμενα.

Τίναξα το στριμμένο σεντόνι, στο προτεταμένο χέρι του, αστραπιαία το τύλιξα δύο βόλτες και τον τράβηξα απότομα.

Δεν το περίμενε.

Έφυγε κατευθείαν έξω από το ανοιχτό παράθυρο, και έσκασε στο έδαφος δύο ορόφους πιο κάτω, με έναν υπόκωφο γδούπο.

Ο άλλος όμως είχε προλάβει να σπάσει την πόρτα και να ορμήξει στο μπάνιο, με ένα τεράστιο στιλέτο στο χέρι.

Έτρεξα αν και ήξερα ότι δεν θα τον προλάβω.

Ένα ουρλιαχτό ακούστηκε, κι ύστερα άλλο ένα ... αλλά ήταν από ανδρικό λαρύγγι.

Πριν προλάβω να φτάσω στο μπάνιο, πετάχτηκε έξω ουρλιάζοντας ακόμα, και έφυγε κρατώντας το πρόσωπό του, κουτρουβαλώντας από τις σκάλες.

"Alexa" φώναξα, "Alexa".

Ήταν εκεί, μέσ' στην μπανιέρα, κρατώντας το "τηλέφωνο" του ντους ακόμα στο χέρι της.

Το άφησε να πέσει και να σκάσει με κρότο στο λευκό σμάλτο.

Την αγκάλιασα.

Έτρεμε, κοίταξα για τραύματα, δεν είχε.

"Τον έκαψα τον μπάσταρδο" είπε, "γύρισα το νερό τέρμα στο καυτό, και του το έριξα στο πρόσωπο".

"Μπράβο κορίτσι μου" είπα και την έσφιξα πάνω μου ακόμα περισσότερο, "μπράβο".

"Ο άλλος?" ρώτησε.

"Μάλλον τον πιάνει εύκολα το ποτό. Ήπιε ένα ουίσκυ, ζαλίστηκε και βγήκε να πάρει λίγο αέρα, αλλά ξέχασε ότι το δωμάτιο δεν έχει μπαλκόνι" απάντησα, "ησύχασε τώρα".

Ένα λεπτό αργότερα, ο Terry ήταν έξω από την πόρτα.

"Ελπίζω να ακούσατε το συνθηματικό μου τηλεφώνημα. Τρεις φορές, θυμάσαι Dim?"

"Και βέβαια θυμάμαι Terry, αλλά τώρα πρέπει να μας καλύψεις" του είπα.

"Μαζέψτε γρήγορα τα πράγματά σας, και θα σας πάω σε ένα δωμάτιο που είναι μόνο για το προσωπικό. Μην ανησυχείς Dim, δεν ήσασταν ποτέ εδώ, θα σβήσω την καταχώρηση για την κράτηση του δωματίου" απάντησε με νόημα.

"Υπάρχει κι αυτός κάτω στον δρόμο, σε λίγο θα έρθουν οι μπάτσοι" πρόσθεσα.

"Θα το τακτοποιήσω κι αυτό, κλασσικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ο ένας έκανε check in πριν μια ώρα, και ήρθε κάποιος να τον καθαρίσει" απάντησε και μου έκλεισε το μάτι με νόημα, "στέλνω αμέσως καθαρίστρια να τακτοποιήσει το δωμάτιο και να εξαφανίσει τα αποτυπώματα".

Η Alexa μάζεψε τα πράγματά της, και ο Terry μας πήγε σε ένα πίσω δωμάτιο, που δεν το έπιανε το μάτι σου.

"Εδώ θα είστε ασφαλείς" είπε, και κοίταξε την Alexa "ξέρεις κοπέλα μου, αυτός εδώ ο τύπος είναι φοβερός κιθαρίστας, και πολύ καλός φίλος, κάποτε παίζαμε μαζί".

"Άστα αυτά Terry μου, η κοπέλα έχει μάλλον κακές εμπειρίες από μουσικούς" του απάντησα, "αλλά ... είσαι αδερφός, δεν έχω λόγια να σ' ευχαριστήσω".

Κούνησε το κεφάλι "βολευτείτε τώρα" είπε και απομακρύνθηκε.

Το δωμάτιο ήταν λιτό, ένα διπλό κρεβάτι, ένας μικρός καναπές στην άλλη γωνία, ένα παράθυρο, ένα τραπεζάκι και δύο καρέκλες.

"Νομίζω πώς ήρθε πια η ώρα να κοιμηθούμε, είμαστε και οι δύο κουρασμένοι, και η αυριανή μέρα θα είναι δύσκολη" είπα, "εσύ στο κρεβάτι εγώ στον καναπέ".

"Ούτε να το συζητάς" απάντησε, "εγώ στον καναπέ, που είμαι πιο μικρόσωμη, και εσύ στο κρεβάτι".

"Δεν θα παίξουμε τους κινέζους τώρα" είπα νευρικά, "εσύ στο κρεβάτι, τέρμα και τελείωσε", και ξάπλωσα στον καναπέ, με τα πόδια μου να εξέχουν καμιά τριανταριά πόντους από την άκρη του.

"Άκουσέ με Dim, εντάξει, αλλά στο κρεβάτι υπάρχει πολύς χώρος για δύο, θα πιάσουμε από μια άκρη, δεν θα στριμωχτούμε, κρίμα είναι να κοιμηθείς στον καναπέ".

"Αδύνατον, είσαι μεγάλος πειρασμός, και δεν είμαι σίγουρος ότι θα καταφέρω να είμαι φρόνιμος όλη την νύχτα" της απάντησα γελώντας.

Γέλασε κι αυτή.

Άκουγα την ανάσα της να γίνεται όλο και πιο αργή και χαλαρή, ώσπου στο τέλος κοιμήθηκε.

Έξω ήδη ξημέρωνε.

Ούτε κατάλαβα πώς με πήρε ο ύπνος.

 
Άνοιξα τα μάτια, ανακάθισα στον καναπέ, και κοίταξα το ρολόι.

Κοιμόμουν περίπου τρεις ώρες.

"Διάολε, κοντεύει μεσημέρι" σκέφτηκα, "πρέπει να βιαστώ".

Άκουσα την αναπνοή της, ήταν ήρεμη, κοιμόταν βαθιά.

Ντύθηκα στα γρήγορα, προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο, και έκανα αυτό που θα έπρεπε να είχα κάνει το προηγούμενο βράδυ.

Πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου της, και το πήγα στο πίσω μέρος του ξενοδοχείου, σ' ένα κλειστό γκαράζ.

Δεν ήταν ανάγκη να ξέρουν όλοι ότι είναι ακόμα εδώ.

Ξαναγύρισα στο δωμάτιο, έβαλα τα κλειδιά στην θέση τους, και έγραψα ένα σημείωμα.

"Έχω πολλές εκκρεμότητες να τακτοποιήσω, θα είμαι πίσω μέχρι το βράδυ, μην το κουνήσεις από εδώ, και μην ανοίξεις σε κανένα. Προσπάθησε να ξεκουραστείς. DIM."

Πλησίασα στο κρεβάτι, και την κοίταξα.

Κοιμόταν γαλήνια, σαν μωρό, ενώ το λιγοστό φως του ήλιου που έμπαινε απ' τις γρίλιες φώτιζε απαλά το γλυκό της πρόσωπο.

"Δεν της αξίζουν όλα αυτά που περνάει" σκέφτηκα, και κάθισα δίπλα της στο κρεβάτι.

Πέρασα απαλά τα χέρια μου στα μαλλιά της που έπεφταν στον ώμο, και τα τράβηξα μ' ένα χάδι προς τα πίσω.

Άγγιξα τον βελούδινο ώμο της, και τα δάχτυλά μου έκαναν όλη την διαδρομή μέχρι τον αγκώνα της.

Έσκυψα στο πρόσωπό της και την φίλησα τρυφερά στο μάγουλο, ενώ το άρωμά της με ζάλιζε.

"Κοιμήσου γλυκιά μου" μουρμούρισα ψιθυριστά "κοιμήσου".

Σηκώθηκα, βγήκα από το δωμάτιο, και έκλεισα πίσω μου την πόρτα.

Είχα πολλά να κάνω, και δεν είχα καιρό για χάσιμο.

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Κάλεσα ταξί από την ρεσεψιόν, και μετά από μερικά τσιγάρα, άκουσα το κορνάρισμα απ' έξω.

Λίγα λεπτά αργότερα, ήμουν σε μια εταιρεία ενοικιάσεως αυτοκινήτων στην οποία ήξερα ότι δεν χρειάζεται προπληρωμή.

Μετά τα διαδικαστικά και τις απαραίτητες υπογραφές, έφυγα με το νέο μου αυτοκίνητο σφαίρα για το σπίτι.

Δεν περίμενα να το βρω όπως το είχα αφήσει, αλλά αυτό που αντίκρισα ήταν ακόμα χειρότερο από αυτό που φανταζόμουν.

Ένα σπασμένο τζάμι σ' ένα παράθυρο στο πίσω μέρος, και μέσα ....

Σπασμένα γυαλιά παντού, ο καναπές ανάποδα ξεσκισμένος, οι πολυθρόνες το ίδιο, η βιβλιοθήκη στο πάτωμα σπασμένη, τα βιβλία σκορπισμένα, η ντουλάπα και τα συρτάρια στο δωμάτιο ανοιχτά, και το πάτωμα γεμάτο με όλο τους το περιεχόμενο, σπασμένα ντουλάπια στην κουζίνα, το ψυγείο ανοιχτό.

Έτρεξα στο στούντιο.

Η καινούρια μου Μπρεντ Μέισον αποσυναρμολογημένη, αλλού το μπράτσο, αλλού το σώμα, και γρατζουνισμένη.

Βλαστήμησα δυνατά.

Το laptop ζούσε ακόμα, ήταν ανοιχτό πάνω στο γραφείο, και στην οθόνη υπήρχε η απάντηση της Fender στο πρώτο μου mail, αυτή που αναφερόταν στο σαράκι.

"Ρε συ" σκέφτηκα, "ο Superfunk στο noiz είχε πάρει μια tele, και του ήρθε με λάθος ταστιέρα, λες να ...."

Αμέσως του έστειλα pm.

"Ρε παλικάρι, μπορείς να μου κάνεις μια χάρη?

Πήρες πρόσφατα μια AO 70s Telecaster, και σου ήρθε με rosewood ταστιέρα αντί για maple.

Ξεβίδωσε αν μπορείς το μανίκι, και πες μου αν είναι γρατζουνισμένο ή χαραγμένο το ξύλο στο neck pocket".

Σηκώθηκα και έψαξα να βρω την ταυτότητά μου μέσα στο χάος που επικρατούσε στον χώρο.

Μου έφαγε αρκετή ώρα αλλά ευτυχώς την βρήκα.

Γύρισα στο laptop και βρήκα απάντηση στο pm.

"Το ξύλο στο neck pocket είναι πιο απαλό και από μωρουδιακό κωλαράκι".

"Τζίφος" σκέφτηκα, και του έστειλα ευχαριστήριο pm για τον κόπο του.

Επόμενος σταθμός, τράπεζα.

Ευτυχώς πρόλαβα στο τσακ, θα έκλεινε.

Μια περίπου ώρα αργότερα βγήκα με καινούριες κάρτες, κάποια μετρητά, και έχοντας τακτοποιήσει τα θέματα διαγραφής για τις παλιές.

Κατευθύνθηκα προς το κέντρο, να περάσω από εκεί που με χτύπησαν το προηγούμενο βράδυ, αν και ήξερα ότι οι πιθανότητες να βρω το αυτοκίνητό μου εκεί, ήταν μηδαμινές.

Πραγματικά ο δρόμος ήταν άδειος.

Αγόρασα καινούριο κινητό, και πήγα στο αστυνομικό τμήμα να καταγγείλω κλοπή αυτοκινήτου.

"Ποτέ δεν ξέρεις" σκέφτηκα, "μπορεί".

Γύρισα στο σπίτι, σήκωσα μια αναποδογυρισμένη καρέκλα, και κάθισα ανάβοντας τσιγάρο.

Αισθανόμουν σαν να με είχε πατήσει τραίνο.

"Με τόσα χρήματα που μου έχουν φύγει γι' αυτή την κωλοστρατοκάστερ, θα είχα αγοράσει πέντε custom shop, δύο vintage κιθάρες, καναδύο L-5, και ποιος ξέρει τι άλλο" σκέφτηκα.

Αλλά μετά θυμήθηκα την Alexa, αισθάνθηκα ντροπή να σκέφτομαι τα χρήματα ενώ αυτή κινδύνευε χωρίς να φταίει σε τίποτα.

Η μορφή της τύλιξε τις σκέψεις μου σαν σύννεφο, τα μάτια της, τα μαλλιά της, ο τρόπος που μιλούσε.

"Τι στο διάολο μου συμβαίνει?" αναρωτήθηκα "εντάξει, είναι κούκλα, και τι έγινε?"

Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό.

Ήταν θαρραλέα, άμεση, ευαίσθητη, έξυπνη, πνευματώδης, με χιούμορ, άνετη, ότι ήθελε στο έλεγε κατάμουτρα χωρίς περιστροφές, δεν μάσαγε από τα υπονοούμενα που της πετούσα.

"Είναι πραγματικά ξεχωριστή" μουρμούρισα, "και κινδυνεύει".

Άναψα δεύτερο τσιγάρο.

Κάτι έπρεπε να κάνω.

Μετά από πολλή σκέψη, αποφάσισα να παίξω το πιο δυνατό μου χαρτί.

Που ίσως να ήταν και το τελευταίο.

Τον Μάριο ...

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Από μικρός είχα τρέλα με την μουσική και τον ήχο.

Το βασικό μου όργανο ήταν η κιθάρα.

Έπαιζα κάποτε λοιπόν σε μια μπάντα με κάποιους φίλους, όλοι νεαροί τότε.

Ο Terry ήταν στο μπάσο, πραγματικός ογκόλιθος, μπασισταράς.

Παίζαμε ένα αμάλγαμα από jazz, fusion, funk, rock, με αρκετές διασκευές, αλλά και κάποια δικά μας κομμάτια.

Εκείνη την εποχή υπήρχε μεγάλο ρεύμα για τέτοιες μουσικές, και πολλές γνωστές μπάντες, που μάζευαν αρκετό κόσμο σε κάθε live.

Το μεγάλο μας πρόβλημα ήταν το που θα κάνουμε πρόβα.

Τα στούντιο ακριβά, δεν είχαμε χρήματα τότε, όταν βρίσκαμε κάποιον ανεκτό ηχητικά χώρο που να έχει έστω και τον ελάχιστο εξοπλισμό, κάναμε μεγάλη χαρά.

Μας είχε πέσει η μέση από το κουβάλημα των ενισχυτών από εδώ και από εκεί.

Εγώ πάλι, τριγυρνούσα σαν τον ποντικό από στούντιο σε στούντιο, έστω για να κουβαλάω καφέδες.

Μου άρεσε όλο αυτό το νταλαβέρι των τεχνικών ήχου με τους μουσικούς, το καλωδιομάνι και τα μηχανήματα, αισθανόμουν ότι ήμουν στην καρδιά του ήχου και της μουσικής, μέχρι και η μυρωδιά του στούντιο μου άρεσε, κι ας βρωμούσαν στην πραγματικότητα οι χώροι, για μένα ήταν η μυρωδιά του ήχου.

Εκεί πρωτάκουσα για κάποιον τύπο, τον Μάριο, που ήθελε να στήσει ένα μαγαζί σε μια άδεια, παλιά αποθήκη.

Κάποιοι έλεγαν ότι είναι Ιταλός, κάποιοι άλλοι Ισπανός, και κάποιοι έλεγαν ότι είναι Πορτορικανός, κανείς όμως δεν ήξερε με σιγουριά.

Ήθελε να στήσει μαγαζί για live άκουσα, και έψαχνε ανθρώπους να τον βοηθήσουν.

Πήγα και τον βρήκα, μου έκανε καλή εντύπωση.

Είχε τον χώρο, και ήθελε να τον διαμορφώσει κατάλληλα, "για να γίνονται live, και να έρχεται ο κόσμος να βλέπει, να ακούει και να πίνει και κανένα ποτό" όπως μου είπε, αλλά δεν είχε σοβαρό κεφάλαιο να διαθέσει εκείνη την εποχή.

Το πήρα επάνω μου το εγχείρημα.

Έχοντας τις κατάλληλες γνωριμίες μέσα στα στούντιο, εξασφάλισα παροπλισμένο εξοπλισμό, νοίκιασα πολύ φθηνά κάποια μηχανήματα, κονσόλα, μικροφωνική, ηχεία, κλπ, και ρίξαμε πολλή δουλειά με τα παιδιά από την μπάντα, στο να στήσουμε και να διαμορφώσουμε κατάλληλα τον χώρο.

Βρήκα επίσης και τα απαραίτητα για τον φωτισμό, από κάποιους που τα είχαν στις αποθήκες τους, έχοντας πάρει καινούριο, τεχνολογικά νεώτερο εξοπλισμό.

Τίποτα φανταχτερό φυσικά, μόνο τα απολύτως απαραίτητα, ίσα να ξεκινήσει το πράγμα.

Και έτσι ξεκίνησε το Depot.

Παίζαμε κάθε βράδυ, δεν υπήρχε άλλος να γεμίσει το πρόγραμμα.

Φέρναμε κόσμο, τους φίλους μας στην αρχή, και τους φίλους των φίλων μας, αλλά πρέπει να ήμασταν καλοί, γιατί ο κόσμος γινόταν περισσότερος σταδιακά.

Ακούστηκε ότι στο μαγαζί παιζόταν τέτοια μουσική ζωντανά, και άρχισαν δειλά να εμφανίζονται και άλλες μπάντες σχετικές.

Εμείς βέβαια, ήμασταν τρισευτυχισμένοι.

Είχαμε έναν δικό μας χώρο για πρόβες, όποτε θέλαμε και όσο θέλαμε, δωρεάν, είχαμε εμφανίσεις, και παίρναμε και κάποια χρήματα απ' τις εισπράξεις.

Ο Μάριο ήταν πολύ ανοιχτοχέρης, μας πλήρωνε καλά.

Η φήμη του μαγαζιού μεγάλωνε, το Depot φιλοξενούσε όλο και περισσότερους μουσικούς, είχε φέρει μάλιστα και κάποια μεγάλα ονόματα του χώρου.

Αλλά μεγαλώναμε κι εμείς, και άλλαζαν οι συνθήκες της ζωής μας, ο ένας παντρεύτηκε, ο άλλος ξενιτεύτηκε.

Προσπαθούσαμε να κρατήσουμε την μπάντα λιγότεροι, και οι εμφανίσεις έγιναν πια αραιές.

Ο Μάριο ανέβαινε, άρχισα να βλέπω κάποιες περίεργες φάτσες, αλλά και περίεργες συμπεριφορές στο μαγαζί.

Γυναίκες, ντρόγκα, και κάποιες φορές όπλα.

Η φήμη του Μάριο είχε ξεπεράσει τα στενά όρια του μαγαζιού, σταδιακά εξαγόραζε μπάτσους, έκανε "θελήματα" σε μαφιόζους, επέκτεινε τα δίχτυα του πολύ μακριά.

Ένα βράδυ του είπα ότι σταματάω.

Δεν με ρώτησε γιατί.

Μου είπε μόνο ....

"Dim κοίταξε γύρω σου, όλο αυτό το έστησες εσύ. Χωρίς εσένα θα ήμουν ακόμα ένας φτωχός Μεξικανός λαθρομετανάστης, κυνηγημένος, με πλαστά χαρτιά, δεν θα είχα στον ήλιο μοίρα.

Ότι έχω, το χρωστάω σε σένα.

Θέλω λοιπόν, όποτε χρειαστείς κάτι, ότι κι είναι αυτό, να μην διστάσεις ...

Όποτε με χρειαστείς, εγώ θα είμαι εδώ, χωρίς να σε ρωτήσω τίποτα."

Με χτύπησε στον ώμο συμπληρώνοντας "έφτιαξες την ζωή μου, πήγαινε να συναντήσεις τώρα την δική σου ζωή".

Ο καιρός πέρασε, και ο Μάριο έγινε πια μεγάλος και τρανός.

Η φήμη του εξαπλώθηκε, είχε στο χέρι δικαστές, στελέχη της αστυνομίας, ανθρώπους στο δημαρχείο.

Αλλά είχε και "μάτια" παντού, μέσα και έξω απ' την χώρα.

Το Depot όμως έφθινε.

Η μουσική άλλαξε, έπαιζε ότι πουλάει στον κόσμο, κι αυτοί που πήγαιναν δεν ενδιαφέρονταν καν.

Όποιος έψαχνε για φρέσκια και σχετικά καθαρή κόκα, ήξερε ότι θα την βρει εκεί.

Όπως εκεί θα έβρισκε οτιδήποτε παράνομο και λαθραίο, από όπλα, γυναίκες, μέχρι μπράβους, που πήγαιναν εκεί για να βρουν "δουλειά" για το βράδυ.

Αυτός ήταν ο Μάριο, στον οποίο ήδη τηλεφωνούσα.

Γιατί τώρα, χρειαζόμουν όλη την βοήθεια που μπορούσα να βρω.

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Το σήκωσε στο δεύτερο χτύπημα.

"Καλησπέρα Μάριο, με θυμάσαι?"

"Ωωωω, ο μικρός μου Dim" είπε χαρωπά με την χαρακτηριστική προφορά του, "είναι δυνατόν να σε ξεχάσω? Τι κάνεις?"

"Χρειάζομαι βοήθεια Μάριο, έχω μπλέξει άσχημα".

"Τι σου συμβαίνει Dim? Τα έμπλεξες με καμιά παντρεμένη και σε κυνηγάει ο σύζυγος?" είπε γελώντας.

"Δεν μπορώ να σου εξηγήσω απ' το τηλέφωνο, είναι σοβαρό και επείγον" απάντησα κοφτά, "πότε μπορώ να σε δω?"

"Και τώρα αμέσως, αν έρθεις απ' το μαγαζί".

"Είμαι ήδη στον δρόμο" του είπα, "θα τα πούμε σε λίγο."

Μισή ώρα αργότερα, πάρκαρα ακριβώς απέναντι από την φωτεινή επιγραφή DEPOT.

Ένας μπράβος στην πόρτα με ρώτησε "ο κύριος?"

"Είμαι ο Dim, με περιμένει ο Μάριο".

"Παρακαλώ περιμένετε ένα λεπτό" είπε και εξαφανίστηκε στο μαγαζί, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.

Δύο λεπτά αργότερα εμφανίστηκε πάλι, "παρακαλώ περάστε" μου είπε.

Μπήκα και ξανάκλεισε την πόρτα.

Με οδήγησε στο εσωτερικό του μαγαζιού, μου έδειξε ένα τραπέζι, και μου είπε "καθίστε παρακαλώ, όπου να 'ναι θα έρθει ο κύριος Μάριο, τι θα πιείτε?"

"Ένα Jack Daniels σκέτο, ευχαριστώ", απάντησα.

Έριξα μια ματιά τριγύρω, τα πάντα είχαν αλλάξει.

Από τα θηριώδη ηχεία, ακουγόταν ένα μονότονο συνεχές beat, με συνθετικό μπάσο και ακόμα πιο συνθετικά τύμπανα, που σε χτυπούσαν κατευθείαν στο στήθος.

Πάνω στην σκηνή ήταν ένας μαύρος, φορτωμένος χρυσαφικά, με λευκό κολλητό φανελάκι και το σώμα γεμάτο τατουάζ, που απήγγειλε ρίμες, και σίγουρα τον είχαν βρει σε γυμναστήριο, και όχι σε μουσική σχολή.

Δεξιά και αριστερά, δύο ημίγυμνες κοπέλες, με τα στήθη τους σε κοινή θέα, λικνίζονταν γύρω από έναν στύλο η κάθε μια, παίρνοντας sexy πόζες, με εκφράσεις γεμάτες υποσχέσεις.

Pole dancing στο Depot .... μου χτύπησε άσχημα.

Τρία τραπέζια πιο πέρα, μια παρέα είχε στρώσει μερικές λευκές γραμμές στο τραπέζι, και ο ένας τις χώριζε προσεκτικά με πιστωτική κάρτα.

Ήρθε το Jack Daniels, και ρούφηξα μια γερή γουλιά, προσπαθώντας να καταπιώ ότι έβλεπα και άκουγα τριγύρω.

Ένα χέρι με χτύπησε στον ώμο, γύρισα και είδα τον Μάριο με έναν άλλο τύπο δίπλα.

Σηκώθηκα, και του έσφιξα το χέρι εγκάρδια.

"Ξέρω ότι δεν σου αρέσει αυτό που βλέπεις" είπε γελώντας, "αλλά αυτά θέλει ο κόσμος σήμερα, πρέπει κι εμείς να ζήσουμε κάπως, από εδώ ο πιο στενός μου συνεργάτης, ο Roberto".

Του έδωσα το χέρι και το έσφιξε δυνατά με ένα πλατύ χαμόγελο.

"Αυτός εδώ που βλέπεις Roberto, τα έφτιαξε όλα αυτά" του είπε ο Μάριο, "αν δεν ήταν αυτός δεν θα ήμασταν τώρα εδώ".

"Θα μπορούσαμε να πάμε κάπου ... ιδιαίτερα, χωρίς φασαρία?" τον ρώτησα.

Έκανε ένα νεύμα και τον ακολούθησα σ' ένα μεγάλο γραφείο με δερμάτινες πολυθρόνες.

Έκλεισε πίσω του την πόρτα.

"Και τώρα πες μου τι συμβαίνει Dim" ρώτησε με σοβαρό ύφος, "δεν σε έχω ξανακούσει έτσι".

"Πήγαν να με σκοτώσουν τρεις φορές τις τελευταίες μέρες" αποκρίθηκα, και είδα τα μάτια του να γίνονται δύο μικρές σχισμές στο πρόσωπο.

"Γιατί? Ξέρεις ποιος?"

"Έχει σχέση με μια κιθάρα, κάποιος την θέλει πολύ, και δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα. Δεν ξέρω ποιος", απάντησα.

"Δώσε μου κάτι πιο χειροπιαστό, σκέψου" επέμεινε.

"Ο ένας έχει μια μεγάλη ουλή στο μάγουλο δίπλα στο στόμα".

Ξάπλωσε πίσω και χώθηκε βαθιά στην πολυθρόνα του.

Σταύρωσε τα χέρια του και κοίταξε το ταβάνι.

"Dim, πρέπει να προσέξεις τις παρέες σου, αυτός είναι μαχαιροβγάλτης προς ενοικίαση".

"Έχω κι ένα όνομα" συνέχισα, "ένας manager που λέγεται Τζακ Κρόου".

Ανακάθισε απότομα "αυτή η νυφίτσα, τι δουλειά έχεις εσύ μ' αυτόν?"

"Δεν είμαι μόνος μου σ' αυτό Μάριο" είπα, και με  δύο λόγια του ανέφερα αυτά που μου είχε πει η Alexa.

Για λίγο επικράτησε απόλυτη σιωπή.

Την έσπασε πρώτος ο Μάριο, "έχεις ιδέα σε τι έχεις μπλέξει?"

"Τη παραμικρή" απάντησα.

Ξανά σιωπή.

"Έχεις ακούσει ποτέ για την επιχείρηση σαράκι?" ξαναρώτησε.

Τινάχτηκα όρθιος, "τι είπες? Η μια κιθάρα μου έχει σαράκι, είναι fender telecaster, και πολύ καλό μοντέλο μάλιστα" απάντησα και του διηγήθηκα τι έγινε.

"Κι εγώ ξέρω ελάχιστα" μου είπε, "απλά κυκλοφορούν κάποιες φήμες στην πιάτσα σχετικά με τον Κρόου. Έχει μια αποθήκη με μουσικά όργανα, συνεργάζεται με κάποιες courier, παραλαμβάνει τις αποστολές, και τις πηγαίνει σε δικό του κέντρο διαλογής πριν τις στείλει πίσω στην courier για παράδοση.

Κάποιοι κάνουν λόγο για κάποια επιχείρηση σαράκι που έχει στήσει, αλλά δεν ξέρω τι είναι.

Προσπαθεί επίσης να αποκτήσει επιρροή στην πόλη.

Είναι κακό σπυρί στον κώλο μου Dim.

Για αρχή, μπορώ να σου πω ότι ο σημαδεμένος συχνάζει σ΄ένα μπαρ κοντά στο κέντρο, το Regal, πολλές φορές βρίσκει και δουλειά εκεί", είπε τελειώνοντας και μου έδωσε την διεύθυνση.

"Δεν θα σε συμβούλευα όμως να πας μόνος, είναι πολύ επικίνδυνο".

"Σ' ευχαριστώ Μάριο, ειλικρινά σ' ευχαριστώ" είπα και σηκώθηκα να φύγω.

"Dim" είπε καθώς σηκωνόταν κι αυτός, "θα είμαστε σε επαφή, κράτα με ενήμερο".

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι, του 'σφιξα το χέρι, και πήγα στο αυτοκίνητο.

Έπρεπε να γυρίσω στο Sunset, έλειπα πολλές ώρες, ανησυχούσα για την Alexa.

Αυτή την φορά όμως, είχα κάτι στα χέρια μου.

Ήξερα από που να αρχίσω.

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:

Απαντήσεις

Trending...

Νέα θέματα

Back
Top