- Μηνύματα
- 21,910
- Πόντοι
- 4,208
Είχα γεράσει τριάντα χρόνια σε μια στιγμή.
Τα κουρασμένα αβέβαια βήματά μου, με πήγαν μέχρι το αυτοκίνητο.
Μπήκα μέσα και ξεκίνησα.
Δεν είχα κάπου να πάω, δεν είχα πια ούτε σκοπό.
Οδηγούσα μέσα στην πόλη, περνώντας πολλές φορές από τους ίδιους δρόμους, χωρίς προορισμό.
Κοιτούσα γύρω μου, και τα μέρη που είχα περπατήσει χιλιάδες φορές, φαίνονταν άγνωστα, ξένα.
Αποφάσισα, να πάω στο σπίτι μου, που το είχα αφήσει σε άθλια κατάσταση.
Όταν μπήκα μέσα, αντίκρισα το χάος που υπήρχε την τελευταία φορά που το είδα.
Δεν με ένοιαζε, πήγα στο σαλόνι και πήρα ένα μπουκάλι Jack.
Κάθισα σε μια καρέκλα, άναψα τσιγάρο, και γέμισα ένα ποτήρι.
Δύο ώρες αργότερα, το μπουκάλι τελείωνε, αλλά τα φαντάσματα μέσα μου δεν έλεγαν να με αφήσουν να ησυχάσω.
Πήρα το μπουκάλι, και πήγα μέχρι το δωμάτιο.
Το κρεβάτι ήταν ανάποδα, κάθισα στο στρώμα που ήταν στο πάτωμα, ακούμπησα την πλάτη μου πίσω, και έκλεισα τα μάτια.
Όταν ξύπνησα μερικές ώρες αργότερα, ήμουν περίπου στην ίδια στάση.
Με μια κίνηση άδειασα στο στόμα μου ότι είχε απομείνει στο μπουκάλι, και άνοιξα άλλο ένα.
Οι φωνές στο μυαλό μου δεν σταματούσαν, όσο κι αν προσπαθούσα να τις κάνω να σωπάσουν.
Μου μιλούσαν για αγγέλους.
Κάποιοι λένε, ότι πολλές φορές οι άγγελοι, κατεβαίνουν στην γη, παίρνοντας ανθρώπινη μορφή, και έτσι δεν μπορούμε να τους καταλάβουμε.
Αν όμως κάποιος μπορέσει να ξεχωρίσει έναν άγγελο ανάμεσα στους ανθρώπους, τότε πρέπει να τον κρατήσει, γιατί η μοίρα του είναι δεμένη μ' αυτόν, ο άγγελος αυτός θα είναι για πάντα δίπλα του.
Εγώ είχα βρει τον άγγελό μου, αλλά αντί να τον κρατήσω, τον πρόδωσα.
Τον απογοήτευσα τόσο πολύ, που αποφάσισε να γυρίσει πίσω, εκεί που ανήκε, στον ουρανό, ανάμεσα στους άλλους αγγέλους.
Έκλαιγα πια με λυγμούς.
Δυνατά, όχι βουβά.
Ξέσπαγα.
Δύο μέρες αργότερα, βρέθηκα το απόγευμα στο κοιμητήριο.
Ακούμπησα σε ένα δέντρο, και κοιτούσα τον κόσμο που είχε μαζευτεί να αποχαιρετίσει την Alexa για τελευταία φορά.
Όταν κατέβασαν το φέρετρο, η μητέρα της κατέρρευσε, και την κράτησαν την τελευταία στιγμή για να μην σωριαστεί στο έδαφος.
Δεν έκανα καμία προσπάθεια να συγκρατήσω τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά μου.
Σηκώνοντας το κεφάλι, είδα μια φιγούρα πίσω από ένα δέντρο.
Φορούσε ένα τζάκετ με την κουκούλα κατεβασμένη, αλλά μπόρεσα να διακρίνω τα τατουάζ που είχε στα χέρια.
Κινήθηκα προς τα εκεί, αλλά με είδε και εξαφανίστηκε.
Γύρισα στο σπίτι, και έβαλα ένα ποτό.
Ήξερα ότι θα κουβαλούσα για πάντα μέσα μου την Alexa.
Δεν θα έφευγε ποτέ.
Το επόμενο πρωί σηκώθηκα και κάλεσα ένα συνεργείο, που θα αναλάμβανε να πετάξει τα κατεστραμμένα έπιπλα.
Παρήγγειλα καινούρια.
Κάλεσα και τον τζαμά, να αλλάξει το σπασμένο τζάμι στην πίσω πλευρά του σπιτιού.
Είχα αρχίσει να μαζεύω τα ρούχα που ήταν πεταμένα στο πάτωμα, όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας.
Άνοιξα και είδα δύο άνδρες, που φορούσαν πανομοιότυπα σκούρα κοστούμια, τα οποία φώναζαν από μακριά ότι ήταν αστυνομικοί.
Μου είπαν ότι ήταν από ένα ειδικό πολιτειακό σώμα προστασίας μαρτύρων, και μου πρότειναν να με στείλουν κάπου αλλού με απόλυτη μυστικότητα, αναλαμβάνοντας την προστασία μου, όσο ο Νικ κυκλοφορούσε ελεύθερος.
Αρνήθηκα ευγενικά, λέγοντάς τους ότι δεν πίστευα ότι ήταν τόσο τρελός να εμφανιστεί πάλι εδώ, με όλη την αστυνομία της περιοχής να τον κυνηγάει, αν και από μέσα μου ευχόμουν να το τολμήσει, και να είχα την ευκαιρία να του ανταποδώσω ότι είχε κάνει στην Alexa.
Όταν έφυγαν, πήγα στο νοσοκομείο.
Ο Terry είχε συνέρθει, μπήκα στο δωμάτιο και τον αγκάλιασα.
"Με κοψοχόλιασες παλιόφιλε" του είπα "νόμιζα ότι θα σ' έχανα".
"Και θα με έχανες σίγουρα, αν δεν είχες έρθει εκείνη την στιγμή στο Sunset" απάντησε, "έφυγαν βιαστικά και δεν πρόλαβαν να με αποτελειώσουν. Με έσωσες φίλε".
"Φτάνει που είσαι καλά Terry" του είπα.
"Μπορείς να μου κάνεις μια χάρη?" ρώτησε.
"Τι θέλεις?"
"Πριν κάτι μήνες έγινε μια συνάντηση νοιζάδων και δεν είχες έρθει, θυμάσαι?"
"Φυσικά".
"Λίγο καιρό αργότερα, άρχισαν να κυκλοφορούν κάτι φήμες ότι κάποια όργανα που βρέθηκαν εκεί, είχαν πιάσει σαράκι. Μπορείς να πας το μπάσο μου στον τεχνικό να το δει?"
"Θα το πάω, μην αγχώνεσαι" του είπα καθησυχαστικά.
Την επόμενη μέρα, τηλεφώνησα στον Μάριο, άφησα το μπάσο του Terry στον τεχνικό, και πέρασα από το Depot.
Έπρεπε να κάνω κάτι ακόμα.
"Λυπάμαι πολύ για την φίλη σου Dim" μου είπε, και αρκέστηκα απλά να κουνήσω το κεφάλι.
"Υπάρχει ένας άνθρωπος που μου έσωσε την ζωή Μάριο, του χρωστάω" του είπα, και του μίλησα για τον σουπιά.
Όταν άκουσε την ιστορία, μου έδωσε το όνομα μιας ταβέρνας στο λιμάνι, και μια διεύθυνση, "εδώ θα μπορεί να τρώει κάθε μέρα χωρίς να πληρώνει, θα το κανονίσω, και στην διεύθυνση αυτή, βρίσκεται ένα σπίτι που μου ανήκει και είναι κλειστό χρόνια, μπορεί να μένει εκεί" μου είπε.
"Αν θέλει, υπάρχει και δουλειά γι' αυτόν" συνέχισε.
"Δεν θα ήθελα να μπλέξει και σε τέτοιες δουλειές, έχει φάκελο για μικροκλοπές έτσι κι αλλιώς" του απάντησα.
Γέλασε, "εννοώ δουλειές στην αποθήκη του μαγαζιού, επίσης χρειάζονται και κάποιοι οδηγοί για τα φορτηγά προμηθειών" μου είπε.
Του έσφιξα το χέρι, και ξεκίνησα για το λιμάνι.
Έφτασα στην προκυμαία, κατέβηκα από κάτω, εκεί που έμενε ο σουπιάς.
Ήταν καταμεσήμερο, και κοιμόταν του καλού καιρού.
Η ανάσα του βρωμούσε φθηνό κρασί.
Τον κούνησα και πετάχτηκε με ένα σουγιά στο χέρι.
Τραβήχτηκα πίσω "ήρεμα σουπιά" του είπα, "δεν με θυμάσαι?"
Έτριψε τα τσιμπλιασμένα μάτια του "κάπου σε έχω ξαναδεί εσένα."
"Με είχαν πάει για μπάνιο δεμένο ένα βράδυ, και με είχες σώσει" του είπα.
"Α, ναι, κάτι θυμάμαι" απάντησε, "και τι θέλεις τώρα, μετάνιωσες και θέλεις να σε ξαναρίξω μέσα?", γέλασε και άφησε να φανεί μια σειρά σαπισμένα δόντια.
"Πεινάς?" τον ρώτησα.
"Σαν λύκος" απάντησε.
"Τότε σήκω και πάμε" είπα επιτακτικά, "σου χρωστάω, πρέπει να σου ξεπληρώσω τα χρωστούμενα".
Πήγαμε στην ταβέρνα, και όσο έτρωγε του εξηγούσα αυτά που μου είχε πει ο Μάριο.
Μετά πήγαμε και στο σπίτι που ήταν στην διεύθυνση που μου είχε δώσει.
"Είσαι σπαθί λεβέντη μου" είπε, "όμως για την δουλειά ... πρέπει να το σκεφτώ".
"Κάνε ότι θέλεις" του είπα, κι έφυγα.
Πήγα κατευθείαν στο Sunset, πήρα την κιθάρα να την παραδώσω στην αστυνομία, και καθώς έφευγα, θυμήθηκα το δωμάτιο που είχαμε μείνει με την Alexa.
Άνοιξα την πόρτα διστακτικά και μπήκα.
Όλα ήταν όπως τα είχαμε αφήσει.
Θυμήθηκα το φόρεμά της, τον ενθουσιασμό της όταν μου το έδειχνε, τον θεατρικό τρόπο που μου μιλούσε, το βλέμμα της, τις εκφράσεις της.
Κοίταξα δίπλα στο κρεβάτι, το σακ βουαγιάζ με τα ρούχα της ήταν ακόμα εκεί.
Με κόπο συγκράτησα ένα δάκρυ, πήρα το σακ βουαγιάζ, την σακούλα με την κιθάρα και πήγα στο αυτοκίνητο.
Γύρισα στο σπίτι, δεν υπήρχε πια το ίδιο χάος παντού, είχε αρχίσει ήδη να μοιάζει πάλι με πραγματικό σπίτι.
Μα ήμουν μόνος, πρώτη φορά με ενοχλούσε αυτό, συνήθως μου άρεσε η μοναξιά.
Τώρα ήταν αλλιώς, η μοναξιά σήμαινε σιωπή, και στην ησυχία της σιωπής άρχιζαν πάλι να ακούγονται οι φωνές στο μυαλό μου.
Τα φαντάσματα ήταν εκεί, και θα ήταν εκεί για πάντα.
Πνιγόμουν.
Ανέβηκα στο στούντιο, και βίδωσα το μπράτσο της Μπρεντ Μέισον στο σώμα.
Της πέρασα χορδές και άρχισα να την σκαλίζω.
Άνοιξα το DAW στον υπολογιστή, όπλισα ένα κανάλι, και άρχισα να παίζω.
Δεν ήξερα τι έπαιζα, δεν σκεφτόμουν τίποτα, μόνο έβγαζα σε ήχο αυτό που με έπνιγε εσωτερικά.
Σε λίγο είχε γεννηθεί ένα κομμάτι.
Ο τίτλος του φυσικά ήταν ... "Alexa" ....
Τα κουρασμένα αβέβαια βήματά μου, με πήγαν μέχρι το αυτοκίνητο.
Μπήκα μέσα και ξεκίνησα.
Δεν είχα κάπου να πάω, δεν είχα πια ούτε σκοπό.
Οδηγούσα μέσα στην πόλη, περνώντας πολλές φορές από τους ίδιους δρόμους, χωρίς προορισμό.
Κοιτούσα γύρω μου, και τα μέρη που είχα περπατήσει χιλιάδες φορές, φαίνονταν άγνωστα, ξένα.
Αποφάσισα, να πάω στο σπίτι μου, που το είχα αφήσει σε άθλια κατάσταση.
Όταν μπήκα μέσα, αντίκρισα το χάος που υπήρχε την τελευταία φορά που το είδα.
Δεν με ένοιαζε, πήγα στο σαλόνι και πήρα ένα μπουκάλι Jack.
Κάθισα σε μια καρέκλα, άναψα τσιγάρο, και γέμισα ένα ποτήρι.
Δύο ώρες αργότερα, το μπουκάλι τελείωνε, αλλά τα φαντάσματα μέσα μου δεν έλεγαν να με αφήσουν να ησυχάσω.
Πήρα το μπουκάλι, και πήγα μέχρι το δωμάτιο.
Το κρεβάτι ήταν ανάποδα, κάθισα στο στρώμα που ήταν στο πάτωμα, ακούμπησα την πλάτη μου πίσω, και έκλεισα τα μάτια.
Όταν ξύπνησα μερικές ώρες αργότερα, ήμουν περίπου στην ίδια στάση.
Με μια κίνηση άδειασα στο στόμα μου ότι είχε απομείνει στο μπουκάλι, και άνοιξα άλλο ένα.
Οι φωνές στο μυαλό μου δεν σταματούσαν, όσο κι αν προσπαθούσα να τις κάνω να σωπάσουν.
Μου μιλούσαν για αγγέλους.
Κάποιοι λένε, ότι πολλές φορές οι άγγελοι, κατεβαίνουν στην γη, παίρνοντας ανθρώπινη μορφή, και έτσι δεν μπορούμε να τους καταλάβουμε.
Αν όμως κάποιος μπορέσει να ξεχωρίσει έναν άγγελο ανάμεσα στους ανθρώπους, τότε πρέπει να τον κρατήσει, γιατί η μοίρα του είναι δεμένη μ' αυτόν, ο άγγελος αυτός θα είναι για πάντα δίπλα του.
Εγώ είχα βρει τον άγγελό μου, αλλά αντί να τον κρατήσω, τον πρόδωσα.
Τον απογοήτευσα τόσο πολύ, που αποφάσισε να γυρίσει πίσω, εκεί που ανήκε, στον ουρανό, ανάμεσα στους άλλους αγγέλους.
Έκλαιγα πια με λυγμούς.
Δυνατά, όχι βουβά.
Ξέσπαγα.
Δύο μέρες αργότερα, βρέθηκα το απόγευμα στο κοιμητήριο.
Ακούμπησα σε ένα δέντρο, και κοιτούσα τον κόσμο που είχε μαζευτεί να αποχαιρετίσει την Alexa για τελευταία φορά.
Όταν κατέβασαν το φέρετρο, η μητέρα της κατέρρευσε, και την κράτησαν την τελευταία στιγμή για να μην σωριαστεί στο έδαφος.
Δεν έκανα καμία προσπάθεια να συγκρατήσω τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά μου.
Σηκώνοντας το κεφάλι, είδα μια φιγούρα πίσω από ένα δέντρο.
Φορούσε ένα τζάκετ με την κουκούλα κατεβασμένη, αλλά μπόρεσα να διακρίνω τα τατουάζ που είχε στα χέρια.
Κινήθηκα προς τα εκεί, αλλά με είδε και εξαφανίστηκε.
Γύρισα στο σπίτι, και έβαλα ένα ποτό.
Ήξερα ότι θα κουβαλούσα για πάντα μέσα μου την Alexa.
Δεν θα έφευγε ποτέ.
Το επόμενο πρωί σηκώθηκα και κάλεσα ένα συνεργείο, που θα αναλάμβανε να πετάξει τα κατεστραμμένα έπιπλα.
Παρήγγειλα καινούρια.
Κάλεσα και τον τζαμά, να αλλάξει το σπασμένο τζάμι στην πίσω πλευρά του σπιτιού.
Είχα αρχίσει να μαζεύω τα ρούχα που ήταν πεταμένα στο πάτωμα, όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας.
Άνοιξα και είδα δύο άνδρες, που φορούσαν πανομοιότυπα σκούρα κοστούμια, τα οποία φώναζαν από μακριά ότι ήταν αστυνομικοί.
Μου είπαν ότι ήταν από ένα ειδικό πολιτειακό σώμα προστασίας μαρτύρων, και μου πρότειναν να με στείλουν κάπου αλλού με απόλυτη μυστικότητα, αναλαμβάνοντας την προστασία μου, όσο ο Νικ κυκλοφορούσε ελεύθερος.
Αρνήθηκα ευγενικά, λέγοντάς τους ότι δεν πίστευα ότι ήταν τόσο τρελός να εμφανιστεί πάλι εδώ, με όλη την αστυνομία της περιοχής να τον κυνηγάει, αν και από μέσα μου ευχόμουν να το τολμήσει, και να είχα την ευκαιρία να του ανταποδώσω ότι είχε κάνει στην Alexa.
Όταν έφυγαν, πήγα στο νοσοκομείο.
Ο Terry είχε συνέρθει, μπήκα στο δωμάτιο και τον αγκάλιασα.
"Με κοψοχόλιασες παλιόφιλε" του είπα "νόμιζα ότι θα σ' έχανα".
"Και θα με έχανες σίγουρα, αν δεν είχες έρθει εκείνη την στιγμή στο Sunset" απάντησε, "έφυγαν βιαστικά και δεν πρόλαβαν να με αποτελειώσουν. Με έσωσες φίλε".
"Φτάνει που είσαι καλά Terry" του είπα.
"Μπορείς να μου κάνεις μια χάρη?" ρώτησε.
"Τι θέλεις?"
"Πριν κάτι μήνες έγινε μια συνάντηση νοιζάδων και δεν είχες έρθει, θυμάσαι?"
"Φυσικά".
"Λίγο καιρό αργότερα, άρχισαν να κυκλοφορούν κάτι φήμες ότι κάποια όργανα που βρέθηκαν εκεί, είχαν πιάσει σαράκι. Μπορείς να πας το μπάσο μου στον τεχνικό να το δει?"
"Θα το πάω, μην αγχώνεσαι" του είπα καθησυχαστικά.
Την επόμενη μέρα, τηλεφώνησα στον Μάριο, άφησα το μπάσο του Terry στον τεχνικό, και πέρασα από το Depot.
Έπρεπε να κάνω κάτι ακόμα.
"Λυπάμαι πολύ για την φίλη σου Dim" μου είπε, και αρκέστηκα απλά να κουνήσω το κεφάλι.
"Υπάρχει ένας άνθρωπος που μου έσωσε την ζωή Μάριο, του χρωστάω" του είπα, και του μίλησα για τον σουπιά.
Όταν άκουσε την ιστορία, μου έδωσε το όνομα μιας ταβέρνας στο λιμάνι, και μια διεύθυνση, "εδώ θα μπορεί να τρώει κάθε μέρα χωρίς να πληρώνει, θα το κανονίσω, και στην διεύθυνση αυτή, βρίσκεται ένα σπίτι που μου ανήκει και είναι κλειστό χρόνια, μπορεί να μένει εκεί" μου είπε.
"Αν θέλει, υπάρχει και δουλειά γι' αυτόν" συνέχισε.
"Δεν θα ήθελα να μπλέξει και σε τέτοιες δουλειές, έχει φάκελο για μικροκλοπές έτσι κι αλλιώς" του απάντησα.
Γέλασε, "εννοώ δουλειές στην αποθήκη του μαγαζιού, επίσης χρειάζονται και κάποιοι οδηγοί για τα φορτηγά προμηθειών" μου είπε.
Του έσφιξα το χέρι, και ξεκίνησα για το λιμάνι.
Έφτασα στην προκυμαία, κατέβηκα από κάτω, εκεί που έμενε ο σουπιάς.
Ήταν καταμεσήμερο, και κοιμόταν του καλού καιρού.
Η ανάσα του βρωμούσε φθηνό κρασί.
Τον κούνησα και πετάχτηκε με ένα σουγιά στο χέρι.
Τραβήχτηκα πίσω "ήρεμα σουπιά" του είπα, "δεν με θυμάσαι?"
Έτριψε τα τσιμπλιασμένα μάτια του "κάπου σε έχω ξαναδεί εσένα."
"Με είχαν πάει για μπάνιο δεμένο ένα βράδυ, και με είχες σώσει" του είπα.
"Α, ναι, κάτι θυμάμαι" απάντησε, "και τι θέλεις τώρα, μετάνιωσες και θέλεις να σε ξαναρίξω μέσα?", γέλασε και άφησε να φανεί μια σειρά σαπισμένα δόντια.
"Πεινάς?" τον ρώτησα.
"Σαν λύκος" απάντησε.
"Τότε σήκω και πάμε" είπα επιτακτικά, "σου χρωστάω, πρέπει να σου ξεπληρώσω τα χρωστούμενα".
Πήγαμε στην ταβέρνα, και όσο έτρωγε του εξηγούσα αυτά που μου είχε πει ο Μάριο.
Μετά πήγαμε και στο σπίτι που ήταν στην διεύθυνση που μου είχε δώσει.
"Είσαι σπαθί λεβέντη μου" είπε, "όμως για την δουλειά ... πρέπει να το σκεφτώ".
"Κάνε ότι θέλεις" του είπα, κι έφυγα.
Πήγα κατευθείαν στο Sunset, πήρα την κιθάρα να την παραδώσω στην αστυνομία, και καθώς έφευγα, θυμήθηκα το δωμάτιο που είχαμε μείνει με την Alexa.
Άνοιξα την πόρτα διστακτικά και μπήκα.
Όλα ήταν όπως τα είχαμε αφήσει.
Θυμήθηκα το φόρεμά της, τον ενθουσιασμό της όταν μου το έδειχνε, τον θεατρικό τρόπο που μου μιλούσε, το βλέμμα της, τις εκφράσεις της.
Κοίταξα δίπλα στο κρεβάτι, το σακ βουαγιάζ με τα ρούχα της ήταν ακόμα εκεί.
Με κόπο συγκράτησα ένα δάκρυ, πήρα το σακ βουαγιάζ, την σακούλα με την κιθάρα και πήγα στο αυτοκίνητο.
Γύρισα στο σπίτι, δεν υπήρχε πια το ίδιο χάος παντού, είχε αρχίσει ήδη να μοιάζει πάλι με πραγματικό σπίτι.
Μα ήμουν μόνος, πρώτη φορά με ενοχλούσε αυτό, συνήθως μου άρεσε η μοναξιά.
Τώρα ήταν αλλιώς, η μοναξιά σήμαινε σιωπή, και στην ησυχία της σιωπής άρχιζαν πάλι να ακούγονται οι φωνές στο μυαλό μου.
Τα φαντάσματα ήταν εκεί, και θα ήταν εκεί για πάντα.
Πνιγόμουν.
Ανέβηκα στο στούντιο, και βίδωσα το μπράτσο της Μπρεντ Μέισον στο σώμα.
Της πέρασα χορδές και άρχισα να την σκαλίζω.
Άνοιξα το DAW στον υπολογιστή, όπλισα ένα κανάλι, και άρχισα να παίζω.
Δεν ήξερα τι έπαιζα, δεν σκεφτόμουν τίποτα, μόνο έβγαζα σε ήχο αυτό που με έπνιγε εσωτερικά.
Σε λίγο είχε γεννηθεί ένα κομμάτι.
Ο τίτλος του φυσικά ήταν ... "Alexa" ....
Τελευταία επεξεργασία από moderator: