"The wood conspiracy" το νέο "Polotus"

Είχε κίνηση, και μου πήρε πάνω από μισή ώρα να φτάσω στο ξενοδοχείο.

Ο Terry ήταν όπως πάντα στην ρεσεψιόν.

Πλησίασα, και άφησα κάποια χαρτονομίσματα μπροστά του.

"Σου χρωστάω πολλά" του είπα, "και είναι καιρός να αρχίσω να στα επιστρέφω".

Πήγε να αρνηθεί, αλλά τον κοίταξα με μια έκφραση που έλεγε ότι δεν θα δεχόμουν αντιρρήσεις.

Χτύπησα την πόρτα του δωματίου.

Καμιά απάντηση.

Ξαναχτύπησα, "Alexa" είπα.

"Dim εσύ είσαι?" άκουσα την φωνή της από μέσα.

"Είσαι έξυπνο κορίτσι" είπα γελώντας, "θα μου ανοίξεις?".

"Μισό λεπτό να ρίξω κάτι επάνω μου" απάντησε.

"Δεν χρειάζεται να μπεις σ' αυτό τον κόπο για μένα κούκλα" της είπα εύθυμα, και άκουσα το γέλιο της.

Άνοιξε την πόρτα.

Φορούσε το ίδιο κολάν και το ίδιο μπλουζάκι.

"Δεν τα βαρέθηκες ακόμα αυτά τα ρούχα?" σχολίασα.

"Τα σιχάθηκα" μου απάντησε, "σου δίνω τον λόγο μου, ότι μόλις τελειώσουν όλα αυτά, θα τα κάψω".

Κάθισε στο κρεβάτι, "κοιμόμουν σχεδόν όλη μέρα" είπε και συμπλήρωσε, "που ήσουν? Ανησύχησα".

"Είχα πολλά να τακτοποιήσω" της απάντησα.

Κάθισα στην καρέκλα, και άναψα τσιγάρο.

"Σου λέει κάτι η λέξη σαράκι?" την ρώτησα.

"Από όσο ξέρω, είναι ένα έντομο που τρώει το ξύλο" απάντησε, "αλλά πώς σου ήρθε τώρα να τεστάρεις τις γνώσεις μου για την φυσική ιστορία?".

"Άκουσες ποτέ τον Νικ να λέει αυτή την λέξη στο τηλέφωνο?"

"Δεν νομίζω Dim, μα τι συμβαίνει?"

"Απλά κάνω κάποιες σκέψεις, προσπαθώ να βρω κάποιον συνδετικό κρίκο" απάντησα, "υπάρχει κάτι άλλο, οτιδήποτε, ας είναι και ασήμαντο, που να θυμάσαι από τις τηλεφωνικές συνομιλίες του Νικ?"

Έσκυψε το κεφάλι.

Σιωπή.

"Όλο για εμφανίσεις, δισκογραφικές, πρόβες, album και τέτοια μιλούσε, αλλά απομακρυνόταν, δεν ήθελε να ακούω".

Πάλι σιωπή.

Σήκωσε το κεφάλι, "τώρα που το σκέφτομαι, υπάρχει κάτι που μου είχε φανεί λίγο περίεργο".

Με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια και έστρεψα αλλού το βλέμμα, μην αντέχοντας την λάμψη των ματιών της.

"Ήταν στην κουζίνα και μιλούσε στο τηλέφωνο, νομίζοντας ότι είμαι στο δωμάτιο και δεν ακούω, αλλά εγώ ήμουν στο σαλόνι ακριβώς δίπλα.

Είπε κάτι για χρήματα που περίμεναν από κάποιους Κινέζους, και ότι αν δεν τα έπαιρναν εγκαίρως θα υπήρχε πρόβλημα με το υλικό, ή κάτι τέτοιο.

Επίσης ρώτησε αν θα μπορούσε να γίνει καλύτερη συμφωνία, και να πάρουν περισσότερα χρήματα.

Τον ρώτησα τι σήμαιναν όλα αυτά, και μου είπε κάτι για δικαιώματα τραγουδιών στο νέο τους album, και διανομή από δισκογραφική με Κινέζους μεγαλομετόχους.

Δεν έδωσα μεγάλη σημασία τότε, και το ξέχασα γρήγορα.

Λες να έχει κάποια σημασία?"

"Δεν έχω ιδέα" απάντησα, "πες μου δύο λόγια για τον Νικ, τι τύπος είναι?".

"Όμορφος, ψηλός, και ελκυστικός" απάντησε γελώντας.

"Alexa, μιλάω σοβαρά, πες μου λίγο για τον χαρακτήρα του, τι άνθρωπος είναι".

"Ιδιόρρυθμος, περίεργος, φιλόδοξος, τολμηρός, του αρέσει η δημοφιλία και η καλή ζωή".

"Τι εννοείς όταν λες ιδιόρρυθμος?" ρώτησα, ξέροντας ότι δεν θα μπορούσε να είναι αντικειμενική.

"Για παράδειγμα έχει παράξενη συμπεριφορά στις σχέσεις του.

Μπορεί να μην μου δίνει σημασία, αλλά ταυτόχρονα να ζηλεύει παθολογικά, και είναι αλήθεια, δεν προσποιείται.

Ας πούμε ότι αγαπάει με τον δικό του τρόπο".

"Ώστε ζηλεύει?" ρώτησα χαμογελώντας.

"Όσο δεν φαντάζεσαι".

"Δεν τον αδικώ" αποκρίθηκα.

"Τι εννοείς?" ρώτησε θυμωμένα έτοιμη να αρπαχτεί.

"Δεν εννοώ τίποτα για σένα, αλλά γι' αυτούς που σε βλέπουν".

Χαλάρωσε μ' ένα χαμόγελο, και είδα πάλι ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλά της.

Κοίταξα την ώρα, είχε πάει αργά και είχα δουλειά.

Έπρεπε να πάω στο Regal.

"Alexa πρέπει να βγω σήμερα το βράδυ, έχω να πάω κάπου, μην με περιμένεις, μπορεί να αργήσω" της είπα.

"Ώστε έτσι" απάντησε παίρνοντας ένα απίστευτα θεατρικό ύφος, "κλασσικός άνδρας, κοιμάσαι για πρώτη φορά στο ίδιο δωμάτιο με μια κοπέλα, το πρωί που ξυπνάει είσαι εξαφανισμένος χωρίς να ξέρει που είσαι, γυρνάς αργά το απόγευμα, και ετοιμάζεσαι να ξαναβγείς για βραδινή έξοδο, λέγοντάς της να μην σε περιμένει γιατί θα αργήσεις.

Δεν ξεκινάει καλά η σχέση μας να ξέρεις".

Τελείωσε την μικρή της παράσταση και έβαλα τα γέλια, αλλά δεν μπορούσα να μην θαυμάσω για μια ακόμα φορά, την απίστευτη γοητεία της.

Αυτή την γοητεία που έδινε ξεχωριστό νόημα σε οτιδήποτε έλεγε.

Της είπα για το Regal, τον Κρόου, και τον σημαδεμένο.

"Υπέροχα" είπε, "θα πάμε μαζί, έχω πολύ καιρό να βγω σε μπαρ".

"Ούτε να το σκέφτεσαι" της είπα, "είναι πολύ επικίνδυνο, το μέρος είναι σφηκοφωλιά, θα καθίσεις εδώ, τελεία και παύλα".

"Και θα με αφήσεις εδώ μόνη μου Dim? Αν πάθεις κάτι, τι θα γίνει? Θα με βρουν εδώ μόνη μου, θα είμαι πολύ εύκολη λεία γι' αυτούς.

Εξάλλου ... μπορεί να σε βοηθήσω, μπορώ να αναγνωρίσω κάποιες φάτσες."

Ήξερα ότι είχε δίκιο, και δεν άντεχα στην σκέψη του τι θα μπορούσε να της συμβεί αν την έβρισκαν μόνη.

"Εντάξει, θα πάμε μαζί, αλλά θα κάνεις ότι σου λέω" της είπα.

Έχω πολλά χρόνια να δω τέτοια λάμψη σε πρόσωπο, σαν αυτήν που είχα τώρα μπροστά μου.

"Ευχαριστώ" είπε, "αλλά πρέπει να φύγεις για λίγο, έχω να ετοιμαστώ".

"Μην μου πεις ότι ανάμεσα στα ελάχιστα ρούχα που έβαλες στο σακ βουαγιάζ, έβαλες και βραδινά ..." σχολίασα χαμογελαστά.

"Όχι κάτι το ιδιαίτερο, απλά έβαλα ότι δεν έπιανε πολύ χώρο" απάντησε χαρωπά, "και τώρα δρόμο, έλα πίσω σε καμιά ώρα".

Με έσπρωξε προς την πόρτα με υπερβολικές κινήσεις, και πάλι επιστρατεύοντας όλη της την θεατρικότητα.

Βολεύτηκα στο σαλονάκι της ρεσεψιόν και πήρα ένα Jack Daniels.

Τηλεφώνησα στον Μάριο, και του είπα για τους Κινέζους και τα χρήματα, εξηγώντας του ότι μπορεί αυτό να μην σημαίνει τίποτα.

Μετά από τρία ουίσκυ, χτύπησε το τηλέφωνο στην ρεσεψιόν, και ο Terry μου έκανε νόημα.

"Μπορείς να πας στο δωμάτιο" είπε πονηρά.

"Alexa" είπα χτυπώντας την πόρτα.

"Πέρασε μέσα Dim, είμαι έτοιμη".

Μπήκα, την είδα, και έμεινα με το στόμα ανοιχτό.

Φορούσε ένα στράπλες κοντό φόρεμα σε αποχρώσεις του κόκκινου και του μωβ, που αγκάλιαζε κάθε καμπύλη του υπέροχου νεανικού κορμιού της, με ένα άνοιγμα στο πίσω μέρος του, που άφηνε γυμνό ένα μεγάλο μέρος της πλάτης της, και τα μαλλιά της έπεφταν ελεύθερα τυλίγοντας τους ώμους της.

Έκανε μια πιρουέτα στρίβοντας μια φορά γύρω από τον εαυτό της, και με κοίταξε με τον ενθουσιασμό που θα είχε ένα κοριτσάκι φορώντας τα καινούρια του ρούχα.

"Κλείσε το στόμα Dim, θα μπει καμιά μύγα" είπε γελώντας φωναχτά, "λοιπόν .... πώς σου φαίνομαι?"

"Σαν ζωντανό όνειρο" της απάντησα ζαλισμένος, και ήξερα ότι ακόμα και αυτή η έκφραση, δεν μπορούσε να περιγράψει επαρκώς την λάμψη και την γοητεία που εξέπεμπε.

Έσκυψε το κεφάλι "ευχαριστώ" είπε ντροπαλά, "νομίζω όμως ότι είσαι λίγο υπερβολικός".

Κούνησα το κεφάλι.

"Πάμε λοιπόν?" την ρώτησα.

"Φύγαμε" απάντησε με ενθουσιασμό και έτρεξε πρώτη στην πόρτα.

Προσπάθησα να κρύψω την ανησυχία μου για την συνέχεια της βραδιάς, δεν ήθελα να την επηρεάσω.

Αν όμως ήξερα τι θα συνέβαινε ... θα ανησυχούσα ακόμα περισσότερο ....

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Η φωτεινή ταμπέλα που έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα Regal, και αναβόσβηνε, ήταν ορατή από μακριά.

Προτίμησα να μην αφήσω το αυτοκίνητο στο πάρκιν του μαγαζιού, για την περίπτωση που θα χρειαζόταν να φύγουμε γρήγορα, χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί.

Το άφησα σ' ένα πλαϊνό δρομάκι, μακριά από την είσοδο.

Ουρά στην πόρτα, πήραμε θέση και περιμέναμε υπομονετικά να έρθει η σειρά μας.

Όσο πλησιάζαμε, έβλεπα την ουρά του κόσμου να μεγαλώνει πίσω μας.

Η Alexa ήταν αμίλητη, αλλά χαμογελούσε, "πολύς κόσμος Dim" είπε κάποια στιγμή.

Ένευσα καταφατικά.

"Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά" συνέχισε, και μου έπιασε σφιχτά το χέρι.

Της χαμογέλασα.

Φτάσαμε επιτέλους μπροστά, προχώρησα πρώτος αφήνοντας λίγο πίσω την Alexa, και ένας σωματώδης νεαρός άνδρας μου έκλεισε το δρόμο, ενώ υπήρχε κι άλλος ένας λίγο πιο πίσω.

Δεν θα ήταν πάνω από 25 χρονών.

"Καλησπέρα σας" μου είπε με άχρωμη φωνή που θύμιζε προηχογραφημένο μήνυμα, "μπορώ να δω την πρόσκληση παρακαλώ?"

Δαγκώθηκα, αυτό δεν το είχα σκεφτεί.

Έκανα ότι ψάχνω τις τσέπες μου, "μα ήμουν σίγουρος ότι εδώ την είχα .... δεν την βρίσκω τώρα".

"Με συγχωρείτε κύριε, δεν μπορείτε να περάσετε χωρίς πρόσκληση" είπε πάλι με την ίδια άχρωμη σταθερή φωνή.

Κοίταξα πίσω μου, ο κόσμος ήταν πάρα πολύς, η ουρά μεγάλωνε συνέχεια.

Ζύγισα τις πιθανότητες, "δεν θα ήθελε να γίνει φασαρία στην είσοδο" σκέφτηκα, "ειδικά μπροστά σε τόσο κόσμο, που βιάζεται να μπει".

Έκανα την κίνησή μου, τον έσπρωξα στο πλάι, "μα αφού σου λέω ότι την έχω και δεν την βρίσκω" είπα προχωρώντας προς τα μέσα.

"Σας είπα κύριε, δεν μπορείτε να μπείτε χωρίς πρόσκληση" απάντησε ο άνθρωπος-ρομπότ και μου έκοψε πάλι τον δρόμο.

Αποφάσισα να τα παίξω όλα για όλα.

"Ξέρεις τι ώρα είναι?" τον ρώτησα.

"Αργά" απάντησε.

"Και σε αφήνει η μαμάκα σου να τριγυρνάς έξω από το σπίτι τέτοια ώρα?"

Με κοίταξε έντονα, και πρόσεξα τα μάτια του.

Μάτια ψυχρά, μάτια σκληρά, μάτια κενά, μάτια μπράβου.

Με μια κίνηση έσπρωξε ελαφρά το σακάκι του, αφήνοντας να φανεί η λαβή ενός όπλου από μέσα.

Ο άλλος ήταν ήδη δίπλα του, είχα χάσει το παιχνίδι.

"Dim, τι κάνεις? Πάλι τα ίδια άρχισες? Γιατί πρέπει να γίνεσαι κάθε φορά τόσο αγενής και να προσβάλλεις τον κόσμο?" είπε ξαφνικά η Alexa και ήρθε δίπλα μου.

"Έχουμε μήνες να βγούμε, μου είχες υποσχεθεί αυτή την έξοδο ένα μήνα πριν, έκανα τόσα σχέδια για σήμερα.

Κι εσύ πάλι τα ίδια? Τσαμπουκάδες και ψευτομαγκιές?" συνέχισε υψώνοντας τον τόνο της φωνής της.

Ο κόσμος πίσω δυσανασχετούσε, άρχισε να διαμαρτύρεται και να φωνάζει.

Η Alexa όμως συνέχιζε απτόητη, "πότε θα μάθεις επιτέλους να κρατάς τον λόγο σου? Και να ζητήσεις αμέσως συγγνώμη από τον κύριο".

Γύρισε στον άνθρωπο ρομπότ "τι σας είπε κύριε? Σας ζητώ κι εγώ συγγνώμη. Τι άλλο να κάνω?"

Ξαναγύρισε σ' εμένα "Πώς περιμένεις να μας αφήσουν να μπούμε με αυτά που κάνεις? Εμπρός, ζήτησε τώρα συγγνώμη από τον κύριο".

Είδα μια υποψία χαμόγελου και στο ρομπότ και στον άλλο πίσω του.

Του έτεινα το χέρι "σας ζητώ συγγνώμη κύριε, παραφέρθηκα, δεν ήθελα να σας προσβάλλω, αλλά ... τώρα νομίζω ότι καταλάβατε ..."

"Σας ζήτησε συγγνώμη κύριε, ελπίζω να μην μας κρατήσετε κακία" είπε η Alexa, "μπορούμε τώρα να μπούμε?" συνέχισε παίρνοντας μια συνωμοτική έκφραση σχεδόν παιδική.

Ο μπράβος ρομπότ, κοίταξε τον άλλο πίσω του, και αυτός του έκανε ένα νεύμα αποδοχής.

"Περάστε" είπε φορώντας μια μάσκα χαμόγελου.

"Ευχαριστώ πολύ κύριε" απάντησε με νάζι η Alexa.

Προχωρήσαμε, και μπορούσα να αισθανθώ τους μπράβους πίσω μας να την γδύνουν με τα μάτια.

Ο θαυμασμός μου γι' αυτό το κορίτσι μεγάλωνε συνέχεια.

Είχε καταφέρει αυτό που δεν μπορούσα εγώ, και μάλιστα ... ανώδυνα, χωρίς προηγουμένως να έχουμε συνεννοηθεί τίποτα.

Πλήρης αυτοσχεδιασμός.

Η φαντασία, η εξυπνάδα και η τόλμη της, δεν είχαν όρια.

"Είναι πραγματικά ξεχωριστή" σκέφτηκα, και αναρωτήθηκα πόσες φορές έχω σκεφτεί το ίδιο πράγμα τις τελευταίες μέρες.

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Καθίσαμε σε μια μεριά στην άκρη του μπαρ, από όπου είχαμε καλή θέα σε όλο το εσωτερικό του μαγαζιού.

Εκείνη παρήγγειλε μια μαργαρίτα, και εγώ πήρα .... νομίζω ότι πρέπει να ξέρετε πια.

Η μουσική ήταν αδιάφορη, αλλά δεν είχε καμία σχέση με το χάλι του Depot.

"Είσαι απίθανη" της είπα χαμογελώντας, "με ξελάσπωσες, ευχαριστώ".

Σούφρωσε την μύτη της παιχνιδιάρικα, "αυτά να τα βλέπεις εσύ, που δεν ήθελες να με πάρεις μαζί".

Χτένισα τον χώρο με ένα γρήγορο βλέμμα, ψάχνοντας για τον σημαδεμένο.

Τον εντόπισα γρήγορα, ήταν εκεί.

Καθόταν σ' ένα τραπέζι με άλλους δύο άντρες και δύο κοπέλες.

Ο ένας τους είχε ένα μάλλον ατημέλητο χτένισμα, με μαλλιά γεμάτα ουρές.

Ο άλλος είχε ένα επίσης μοντέρνο κούρεμα, και αρκετά τατουάζ στα χέρια.

"Είναι εδώ? Τον βλέπεις?" ρώτησε η Alexa, και της έδειξα το τραπέζι που καθόταν.

"Είναι αυτός που κάθεται αριστερά" της είπα.

Μου έπιασε το χέρι.

Τότε είδα αυτόν με τα τατουάζ, να βγάζει κάτι από την τσέπη του και να το ακουμπάει επάνω στο τραπέζι.

Μετά πήρε μια κάρτα, την έσυρε μερικές φορές στην επιφάνεια του τραπεζιού, δίπλωσε ένα χαρτονόμισμα σαν καλαμάκι, και έσκυψε την μύτη του στην άκρη του.

Ένιωσα το χέρι της Alexa να σφίγγει την παλάμη μου.

Η κοπέλα που καθόταν αριστερά του, πήρε το καλαμάκι, και έκανε την ίδια διαδικασία.

Και μετά η κοπέλα που καθόταν στα δεξιά του.

Όταν τελείωσαν, μια από τις κοπέλες κάθισε στα πόδια του, τον αγκάλιασε και άρχισαν να φιλιούνται παθιασμένα και ξεδιάντροπα.

Γύρισε το κεφάλι και φίλησε και την άλλη, που ήδη τον χάιδευε, με τον ίδιο τρόπο.

Αισθάνθηκα το χέρι της Alexa να με σφίγγει απίστευτα δυνατά, έμπηξε τα νύχια της στην παλάμη μου.

Με το ζόρι κράτησα μια κραυγή.

"Τι συμβαίνει?" την ρώτησα και γύρισα να την κοιτάξω.

Τρόμαξα, ήταν κάτασπρη σαν χαρτί, κατάχλωμη.

Της έπιασα την παλάμη και με τα δύο χέρια, ήταν παγωμένη, και άκαμπτη σαν νεκρού.

"Τι συμβαίνει?" ξαναρώτησα, "Alexa, μίλησέ μου".

"Αυτός εκεί" ψέλλισε.

"Ποιος? Αυτός με τα τατουάζ? Τον ξέρεις?" την ρώτησα προσπαθώντας να την συνεφέρω.

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι, "πολύ καλά" μουρμούρισε, "είναι ο Νικ".

 
Δεν είπα τίποτα.

Δεν μίλησε κι αυτή.

Μετά από κάποια ώρα, αισθάνθηκα την παλάμη της να χαλαρώνει στα χέρια μου.

"Το υποπτευόμουν ότι κάτι δεν πάει καλά" είπε ξεψυχισμένα, "τον έβλεπα να κατρακυλάει".

Όσο κι αν έψαξα, δεν βρήκα τίποτα να της πω, κάτι να την παρηγορήσω, και έτσι έμεινα σιωπηλός.

Κοίταξα τα μάτια της, ήταν υγρά, διάβαζα μέσα τους την απελπισία, την απόγνωση.

Μπορούσα να αισθανθώ τον κόσμο μέσα της να διαλύεται.

Δεν το άντεχα να κάθομαι εκεί χωρίς να κάνω τίποτα, όταν αυτή πονούσε τόσο.

Ένας θεός ξέρει πόσο πολύ ήθελα να την αγκαλιάσω, να την κρατήσω σφιχτά, να της πω ότι όλα θα πάνε καλά.

Αλλά δεν βρήκα το κουράγιο να κάνω τίποτα ο ηλίθιος.

Πέρασε λίγη ώρα, και έβλεπα το χρώμα να γυρίζει σιγά σιγά στα μάγουλά της.

"Ο άλλος είναι ο ένας κιθαρίστας της μπάντας" είπε, "Νέστορα τον λένε, αλλά όλοι τον αποκαλούν sir, δεν ξέρω γιατί".

Τελείωσε την μαργαρίτα της.

"Εγώ θα πάρω άλλο ένα ποτό" της είπα "θέλεις μια μαργαρίτα ακόμα?".

Ένευσε καταφατικά.

Παρήγγειλα, και ρώτησα που είναι η τουαλέτα.

Αυτό που στην πραγματικότητα με ενδιέφερε όμως, ήταν να βρω που είναι η έξοδος κινδύνου, την οποία βρήκα εύκολα με μια μικρή βόλτα.

Το μυαλό μου δούλευε σαν τρελό, ενώ έπινα το δεύτερο Jack.

"Τι στο καλό μπορεί να θέλει ο Νικ μ' αυτούς που πήγαν να με σκοτώσουν?" αναρωτήθηκα.

Μετά θυμήθηκα τι μου είχε πει ο Μάριο για τον σημαδεμένο, "μαχαιροβγάλτης προς ενοικίαση".

Να δούλευε για τον Νικ ή να είχε αναλάβει μια "δουλειά" για κάποιον άλλο?

Φαινόταν να έχουν οικειότητα, σαν να γνωρίζονται καιρό.

Και γιατί ο Νικ να θέλει να με σκοτώσει για μια κιθάρα, που η Alexa θα του έδινε έτσι κι αλλιώς?

Δεν μπορούσα να βρω απαντήσεις, και αυτό με τρέλαινε.

Ένιωσα πάλι το χέρι της Alexa να με σφίγγει.

Μου έδειξε προς την πόρτα με ένα νόημα.

Κοίταξα και είδα δύο τύπους να μπαίνουν και να κατευθύνονται προς το τραπέζι του σημαδεμένου και του Νικ.

"Αυτός ο χοντρός είναι ο Κρόου, ο manager" μου είπε, "και είναι μαζί με τον άλλο κιθαρίστα της μπάντας, δεν ξέρω το όνομά του, αλλά όλοι τον αποκαλούν cigaret".

Είδα τον Κρόου να απευθύνεται στον Νικ με έντονες χειρονομίες, έμοιαζε σαν να τον επέπληττε.

Φαινόταν να του μιλάει σε πολύ έντονο ύφος.

Ο Νικ ήταν χωμένος αναπαυτικά μέσα στην πολυθρόνα του, και δεν φαίνεται να του έδινε ιδιαίτερη σημασία, αν και κάποια στιγμή κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

Μόνο τότε φάνηκε να ηρεμεί ο Κρόου, και κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα.

Σε λίγο οι δύο κιθαρίστες, σηκώθηκαν και χαιρέτησαν, σηκώθηκε κι ο Κρόου.

Και οι τρεις κατευθύνθηκαν προς την έξοδο.

Ο Νικ έσκυψε και κάτι είπε στον σημαδεμένο, μετά σηκώθηκε, έπιασε τις δύο κοπέλες από την μέση, τις οδήγησε δίνοντάς τους παθιασμένα φιλιά, στην σκάλα που οδηγούσε στο πάνω μέρος του μαγαζιού, που χρησιμοποιούσαν όσοι ήθελαν να μείνουν μόνοι.

Δύο λεπτά αργότερα, ο σημαδεμένος σηκώθηκε και πήγε προς τη πόρτα.

Έπρεπε να βρω για ποιον δουλεύει.

"Alexa σήκω, πρέπει να φύγουμε" είπα επιτακτικά.

Την οδήγησα στην έξοδο κινδύνου, και δοκίμασα να την ανοίξω.

Ήταν κλειδωμένη, "κατάρα, θα τον χάσουμε", είπα.

Είδα την Alexa να φεύγει σφαίρα προς το εσωτερικό του μαγαζιού.

Επέστρεψε σε δευτερόλεπτα με κάποιον που φορούσε κοστούμι.

"Σας παρακαλώ κύριε, είναι επείγον" του είπε με πανικό, "ήρθαμε με τον φίλο μου, αλλά μόλις μπήκε ο άντρας μου, δεν πρέπει να μας δει, ανοίξτε μας να φύγουμε από εδώ, από την μπροστινή πόρτα αποκλείεται να τον αποφύγουμε".

Την κοιτούσα και δεν πίστευα αυτό που έβλεπα.

Ήταν τόσο αληθοφανής ο τρόπος της, που θα μπορούσε να πείσει ακόμα κι εμένα που ξέρω.

Και φυσικά τον έπεισε.

Εύκολα.

Μας άνοιξε αμέσως.

Βγήκαμε με γρήγορο βήμα, και πήγαμε προς την είσοδο.

"Είσαι ο πιο γλυκός διάβολος που έχω γνωρίσει ποτέ μου" της είπα.

"Δεν έχεις δει τίποτα ακόμα" απάντησε, και επιταχύναμε τον βηματισμό μας.

Ξαφνικά αισθάνθηκα να με αρπάζουν απ' τα χέρια.

Γυρνώντας είδα δύο άνδρες, ο ένας μου κράτησε τα χέρια πίσω, και ο άλλος μου έριξε μπουνιά στο στομάχι.

Διπλώθηκα στα δύο.

Άκουσα την Alexa να ουρλιάζει "Dim βοήθεια", και είδα δύο άλλους άνδρες να την κρατάνε.

Ο ένας κόλλησε ένα πανί στο πρόσωπό της.

Δεν ξαναφώναξε, έπεσε σαν σακί στα χέρια του, αυτός την σήκωσε σαν να μην είχε βάρος, και την έβαλε στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου.

Πρόλαβα να δω το πρόσωπο του άλλου.

Ήταν ο σημαδεμένος.

Μετά αισθάνθηκα κάτι σκληρό να με χτυπάει στο κεφάλι, και όλα σκοτείνιασαν.

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Ήχοι.

Ακαθόριστοι στην αρχή, μετά μπόρεσα να ξεχωρίσω ομιλίες.

Αχνές, παραμορφωμένες, μακρινές, σαν να έβγαιναν μέσα από σπηλιά.

Σιγά σιγά καθάριζαν, ήρθαν κοντά, συνερχόμουν.

Κράτησα τα μάτια μου κλειστά, και έμεινα ακίνητος.

"Αυτός εδώ το έχει ρίξει στον ύπνο για τα καλά" είπε μια φωνή, "να τον ξυπνήσω?"

"Τον χτύπησες πολύ δυνατά ηλίθιε" άκουσα να λέει μια άλλη φωνή, "ελπίζω να μην έχει πάθει τίποτα και δεν μπορεί να μας μιλήσει".

"Μην ανησυχείς, σε λίγο θα κελαηδήσει σαν καρδερίνα" είπε η πρώτη φωνή.

"Ελπίζω να έχεις δίκιο, το αφεντικό είπε να μην πάθει τίποτα, αν δεν ξυπνήσει δεν θα ήθελα να είμαι στην θέση σου" είπε η δεύτερη φωνή, και συμπλήρωσε "όπου να 'ναι έρχεται, άφησέ τον έτσι μέχρι να φτάσει".

Βήματα που απομακρύνονταν, ήχος πόρτας που κλείνει.

Δεν κούνησα ούτε βλέφαρο, προσπαθούσα να σκεφτώ.

Είχα πέσει σαν τον ποντικό στην φάκα.

Δεν έβλεπα πώς θα μπορούσα να γλιτώσω αυτή την φορά.

Θυμήθηκα την Alexa, και ένα ρίγος διαπέρασε την σπονδυλική μου στήλη.

"Είμαστε καταδικασμένοι, δεν έχουμε ελπίδα" σκέφτηκα και για πρώτη φορά αισθάνθηκα πανικό.

Λίγο αργότερα άκουσα την πόρτα να ανοίγει.

Βήματα στο δωμάτιο.

"Ακόμα κοιμάται?" είπε μια άγνωστη φωνή, "ξυπνήστε τον επιτέλους".

Ένιωσα ένα χαστούκι στο μάγουλο.

Κι άλλο ένα, δεν κουνήθηκα καθόλου.

"Αν δεν ξυπνήσει είσαστε ξοφλημένοι" είπε η ίδια φωνή.

Αισθάνθηκα παγωμένο νερό στο πρόσωπο, άνοιξα τα μάτια.

Ήμουν δεμένος χειροπόδαρα σε μια καρέκλα.

Τρεις άνδρες ήταν γύρω μου, ο ένας τους ήταν ακριβώς μπροστά μου σε μια καρέκλα.

Ήταν ο Κρόου.

Χαμογέλασε, "επιτέλους ξύπνησε το αγόρι μου, πώς αισθάνεσαι?"

"Είχα και καλύτερες μέρες" απάντησα, "το κεφάλι μου με πεθαίνει, φαίνεται ότι το έχετε βάλει στο σημάδι αυτές τις μέρες".

Γέλασε, "θέλαμε να δούμε πόσο ξεροκέφαλος είσαι" είπε και συνέχισε να γελάει.

Κοίταξα τριγύρω.

Ήταν ένα μικρό δωμάτιο, που αν κρίνω από το χαρτομάνι και τους υπολογιστές στο τραπέζι, μάλλον έπαιζε τον ρόλο του γραφείου.

Πίσω από ένα μεγάλο παράθυρο μπορούσα να δω στοιβαγμένες κούτες πάνω σε παλέτες.

"Πρέπει να είμαι στην αποθήκη του" σκέφτηκα.

"Που είναι η Alexa καταραμένε?" ρώτησα.

"Η Alexa ..." με κοίταξε με απορία, "τι εννοείς?"

"Που την έχετε, τι της κάνατε?" συνέχισα.

"Η κοπέλα είναι μια χαρά, είναι με τον αρραβωνιαστικό της στο σπίτι του" απάντησε, "αν ποτέ πείραζα έστω και μια τρίχα της, ο Νικ θα με έκοβε κομματάκια. Αλλά εσύ γιατί νοιάζεσαι? Μην μου πεις ότι ..." με κοίταξε πονηρά, "σου αρέσει πολύ έτσι?"

"Λες ψέμματα" του είπα, "την απήγαγαν μπροστά μου".

"Όχι δα, απλά έκανε πολύ φασαρία και έπρεπε να ησυχάσει. Τώρα το ζευγαράκι είναι μαζί στο σπίτι, και ... απ' ότι μου έλεγε ο Νικ, πρέπει να περνάνε καλά" απάντησε.

Ανατρίχιασα.

Ξαφνικά σηκώθηκε απ' την καρέκλα του και με πλησίασε κι άλλο. 

"Και τώρα πες μου σε παρακαλώ που είναι η κιθάρα?"

"Ποια κιθάρα?"

Χαστούκι.

"Μια stratocaster Jimi Hendrix" μου είπε, "μην κάνεις πώς δεν καταλαβαίνεις".

"Το ήξερα ότι ο Jimi έχει φανατικούς οπαδούς, αλλά δεν περίμενα ότι θα είναι τόσο παθιασμένοι" απάντησα.

Γέλασε με ένα ψυχρό, απειλητικό γέλιο αφήνοντας να φανούν τα μπροστινά του δόντια.

"Τελικά ... είσαι ξεροκέφαλος" μου είπε, "αλλά σε συμπαθώ".

"Λοιπόν, άκουσε πώς έχουν τα πράγματα, δεν θα φύγεις από εδώ αν δεν πάρω την κιθάρα στα χέρια μου" συνέχισε, "και αυτό μπορεί να γίνει είτε με τον καλό τρόπο, είτε με τον άγριο, η επιλογή είναι δική σου. Σε συμβουλεύω να διαλέξεις τον καλό τρόπο, πίστεψέ με, δεν θέλεις να με δεις να θυμώνω".

Έπαιξα ένα πρώτο χαρτί, "γιατί έχεις κολλήσει με την strat? Θα σου έδινα μια telecaster Μπρεντ Μέισον που έχω, αλλά έχει πιάσει σαράκι" του είπα, και σκυθρώπιασε απότομα.

Είχα χτυπήσει φλέβα.

Με κοίταξε συνοφρυωμένος.

"Τέρμα τα παιχνίδια" είπε, "που είναι η κιθάρα?"

"Σε ασφαλές μέρος" απάντησα.

Γύρισε στους άλλους δύο και έκανε ένα νεύμα.

Ο ένας με πλησίασε και ένα στιλέτο εμφανίστηκε στο χέρι του.

Έσκισε τα κουμπιά του πουκαμίσου μου, και ακούμπησε την μύτη της λάμας στο στήθος μου.

"Δεν πρέπει να παίζεις μ' αυτά" του είπα, "μπορεί να κόψεις κανένα δάχτυλο".

Πέρασε την γλώσσα από τα χείλη του υγραίνοντάς τα, και με μια έξαψη που έδειχνε ότι διασκέδαζε, πίεσε το στιλέτο κάνοντας μια πληγή.

Ούρλιαξα.

Άρχιζε να κατεβάζει την λάμα προς την κοιλιά μου σκίζοντας την σάρκα σε όλη την διαδρομή, και δημιουργώντας ένα κόκκινο αυλάκι.

Ούρλιαξα πάλι.

"Μήπως θυμήθηκες που είναι η κιθάρα?" ρώτησε ο Κρόου.

Δεν απάντησα, και το στιλέτο συνέχισε την αιματηρή διαδρομή του προς την ηβική μου χώρα.

Ξαφνικά ακούστηκε φασαρία απ' έξω ....

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Το στιλέτο απομακρύνθηκε απ' το σώμα μου.

Η φασαρία έξω μεγάλωνε.

Μια σειρήνα ήχησε.

"Γρήγορα όλοι έξω" φώναξε ο Κρόου.

Βγήκαν και οι τρεις από το δωμάτιο τρέχοντας, ενώ η πόρτα της αποθήκης έσπαγε.

Ακούστηκαν πυροβολισμοί.

Κι άλλοι πυροβολισμοί, φωνές, ουρλιαχτά, ήχοι τζαμιών που σπάνε.

Ξαφνικά επικράτησε σιωπή.

Δύο άγνωστοι άνδρες μπήκαν στο δωμάτιο.

"Είσαι εντάξει?" ρώτησε ο ένας κοιτάζοντας το αίμα στο στήθος και την κοιλιά μου, ενώ ο άλλος είχε ήδη κόψει το σκοινιά που με κρατούσαν δεμένο στην καρέκλα.

Ένευσα καταφατικά.

Με σήκωσαν και βγήκαμε απ' το δωμάτιο.

Είδα άλλους τρεις άνδρες, ο ένας ήταν ο Ρομπέρτο.

Μου χαμογέλασε πλατιά.

Λίγο πιο πέρα, δύο ένστολοι αστυνομικοί, κρατούσαν τον Κρόου.

"Οι άλλοι δύο?" ρώτησα.

"Δεν θα σε ενοχλήσουν ποτέ ξανά" απάντησε και μου έδειξε ένα σώμα στο πάτωμα με ένα κόκκινο σημάδι στο μέτωπο που θύμιζε Ινδό, και άλλο ένα δίπλα σε κάτι κούτες.

"Πάμε", είπε, και βγήκαμε όλοι από την αποθήκη.

Μπήκα στο ένα αυτοκίνητο μαζί με τον Ρομπέρτο και άλλους τρεις.

Οι αστυνομικοί έβαλαν τον Κρόου στο περιπολικό, και οι υπόλοιποι μπήκαν στο πίσω κάθισμα.

"Που πάμε?" ρώτησα, μα ένα νεύμα του Ρομπέρτο με έκανε να σωπάσω.

Φτάσαμε σε ένα κτίριο πίσω από το Depot, και μπήκαμε από μια πλαϊνή πόρτα.

Κατεβήκαμε κάτι σκαλιά που οδηγούσαν σε ένα υπόγειο.

Οι δύο αστυνομικοί, μπήκαν σε ένα δωμάτιο μαζί με τον Κρόου.

Ένα τραπέζι και λίγες καρέκλες ήταν η μοναδική του επίπλωση.

Υπήρχε όμως κι ένα μεγάλο τζάμι σαν καθρέφτης.

"Εμείς πάμε δίπλα" μου είπε ο Ρομπέρτο, και πήγαμε σε ένα διπλανό δωμάτιο με ένα μεγάλο τζάμι που ήταν ο καθρέφτης του άλλου δωματίου.

Βλέπαμε τα πάντα χωρίς να μας βλέπουν.

"Τι έχετε στήσει εδώ Ρομπέρτο? Αίθουσα ανακρίσεων?" ρώτησα.

"Και όχι μόνο" μου απάντησε, "υπάρχει εξοπλισμός που καταγράφει τα πάντα εκεί μέσα, και έχουμε πρόσβαση από εδώ", είπε δείχνοντάς μου δύο μεγάλους υπολογιστές πάνω σ' ένα γραφείο.

"Δεν είναι μόνο οι κάμερες, σ' αυτούς τους υπολογιστές υπάρχει ειδικό λογισμικό που αναλύει κινήσεις, εκφράσεις, αναπνοές, τα πάντα", συνέχισε, "εγώ τα έχω στήσει όλα αυτά."

"Γιατί Ρομπέρτο?" τον ρώτησα.

"Για τον Μάριο" μου είπε, "με πήρε από τον δρόμο και με έκανε άνθρωπο, χωρίς αυτόν θα είχα πεθάνει σίγουρα. Θα έκανα τα πάντα για να τον προστατεύσω. Ζει επικίνδυνα Dim".

"Και αυτοί πώς και είναι εδώ?" είπα και του έδειξα τους αστυνομικούς.

"Έχουμε ανθρώπους παντού, αλλιώς δεν θα είχαμε επιβιώσει. Αυτοί εδώ πάνε για προαγωγή αν βοηθήσουν", απάντησε.

Πήρα μια βαθειά ανάσα, και γύρισα προς το μέρος του.

"Σ' ευχαριστώ πολύ Ρομπέρτο, μου έσωσες την ζωή" του είπα δίνοντάς του το χέρι, "δεν είχα πια καμιά ελπίδα".

Μου έσφιξε το χέρι δυνατά, "τον Μάριο να ευχαριστείς" απάντησε, "αυτός έδωσε εντολή να σε προσέχουμε, μόλις έφυγες από το μαγαζί".

Οι αστυνομικοί στο δωμάτιο έκαναν ερωτήσεις στον Κρόου, αλλά αυτός δεν συνεργαζόταν.

Δεν μπορούσαν να του πάρουν λέξη.

Τότε η πόρτα άνοιξε, και ένας άνδρας μπήκε στην αίθουσα ανάκρισης.

Ήταν ο Μάριο.

Κάθισε αργά στην καρέκλα και κοίταξε τον Κρόου.

"Εμπρός λοιπόν ξεκίνα να μιλάς" του είπε.

"Κι αν δεν μιλήσω?" απάντησε ο Κρόου, "θα με στείλεις φυλακή? Δεν έχεις τίποτα εκτός από την φιλοξενία που πρόσφερα στον φίλο σου".

"Όχι" είπε κοφτά και με εντελώς σοβαρό ύφος ο Μάριο, "αν δεν μιλήσεις θα σε αφήσω να φύγεις".

"Αν μιλήσεις, θα σου δώσω την επιλογή της φυλακής" συνέχισε.

Ο Κρόου γέλασε, "ε, λοιπόν δεν έχω να πω τίποτα, θα με αφήσεις να φύγω?"

"Είσαι σίγουρος?" ρώτησε ο Μάριο, "πρόσεξε, γιατί σε λίγο μπορεί να με παρακαλάς να σε στείλω φυλακή".

Ο Κρόου σηκώθηκε "δεν τρελάθηκα ακόμα" είπε, και πήγε προς την πόρτα.

Είχα γουρλώσει τα μάτια από την έκπληξη.

Θα τον άφηνε ο Μάριο να φύγει?

"Ώστε είσαι σίγουρος λοιπόν" είπε ο Μάριο, ενώ ο Κρόου είχε ήδη ανοίξει την πόρτα.

"Προτιμάς τους Κινέζους από την φυλακή?" συνέχισε.

Ο Κρόου κοντοστάθηκε, "τι εννοείς?"

"Μα είναι απλό" είπε ο Μάριο, "μόλις φύγεις από εδώ, θα κυκλοφορήσει μια φήμη ότι πούλησες τους Κινέζους. Αθέτησες την συμφωνία και κράτησες την κιθάρα, την οποία σκοπεύεις να δώσεις αλλού. Να σε ρωτήσω από περιέργεια, πόσες ώρες λες να χρειαστούν, μέχρι να φτάσουν οι φήμες στα αυτιά τους? Και μετά? Δεν νομίζω να περιμένεις έναν απλό και γρήγορο θάνατο. Έχουν χίλιους τρόπους να σε κάνουν να παρακαλάς να πεθάνεις".

Ο Κρόου είχε γίνει κάτασπρος, ξανακάθισε στην καρέκλα.

"Μήπως τώρα η φυλακή σου φαίνεται προτιμότερη?" ρώτησε ατάραχος ο Μάριο.

"Μα πώς .... έμαθες?" ψέλλισε ο Κρόου.

"Έχω αυτιά παντού, ακόμα και σε δωμάτια που περνούν τις ιδιαίτερες στιγμές τους οι μουσικοί με διάφορες κοπέλες" απάντησε ήρεμα ο Μάριο, "και τώρα μίλα, πάρ' τα από την αρχή".

Ο Κρόου είχε πέσει "παραδομένος" πια, στην πλάτη της καρέκλας.

Έμοιαζε σαν κάποιος να του είχε ρουφήξει την ζωή σε δευτερόλεπτα.

Κοιτάζοντας με άδειο βλέμμα στο κενό, ξεκίνησε να μιλάει ....

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
"Όλα ξεκίνησαν όταν δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από έναν παλιό μου φίλο, τον Γιαν, Πολωνικής καταγωγής.

Είναι βιοχημικός, από τους καλύτερους.

Είχα πολλά χρόνια να τον ακούσω, την τελευταία φορά που είχαμε μιλήσει δούλευε στην fender, σε καλή θέση.

Με ρώτησε αν ενδιαφερόμουν για μια δουλειά με καλά χρήματα, και του είπα ότι έχω το γραφείο μου, που εξειδικεύεται στο μανατζάρισμα νέων καλλιτεχνών.

Μου επισήμανε ότι η δουλειά που μου πρότεινε, δεν θα επηρέαζε καθόλου το γραφείο, και ότι θα έτρεχε παράλληλα.

Έπρεπε όμως να μιλήσουμε από κοντά, γιατί όπως μου είπε, ήταν δύσκολο να μου εξηγήσει απ' το τηλέφωνο.

Όταν συναντηθήκαμε, μου διηγήθηκε την ιστορία του.

Δούλευε κάποτε στην fender, στο τμήμα έρευνας και ανάπτυξης.

Ξύλα, υλικά, χρώματα, βερνίκια, όλα σε μια συνεχή διαδικασία επανεξέτασης και βελτίωσης.

Έκανε κάποιες έρευνες για την προστασία του ξύλου από παράγοντες που μπορούν να το βλάψουν, υγρασία, έντομα, κλπ.

Έφτασε να κατασκευάσει μια χημική ένωση, που με κάποια διαδικασία εμποτισμού του ξύλου και των πόρων του σ' αυτήν, γινόταν άτρωτο από υγρασία και σαράκι.

Εισέπραξε τα εύσημα από την fender, πήρε προαγωγή και αύξηση.

Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που έμαθε, ότι η fender κατοχύρωσε την πατέντα στο όνομά της (την διοίκηση του τμήματος έρευνας και ανάπτυξης δηλαδή), χωρίς αυτός να φαίνεται πουθενά.

Και δεν ήταν μόνο αυτό.

Κάποιους μήνες αργότερα τον απέλυσαν, με την αιτιολογία ότι μια δημοσίευσή του στα social media, είχε κρυφορατσιστικές προεκτάσεις.

Απλά ήθελαν να τον ξεφορτωθούν, και ως Πολωνός ήταν εύκολο θύμα".

"Έκλεψαν την δουλειά μου, και με πέταξαν σαν το σκυλί" μου είχε πει τότε, "αλλά θα μου το πληρώσουν".

"Δυσκολεύτηκε πάρα πολύ να βρει δουλειά μετά από αυτό.

Κανείς δεν έπαιρνε κάποιον που είχε στιγματιστεί σαν ρατσιστής από μια τόσο μεγάλη εταιρεία.

Με τα πολλά, κατάφερε να βρει δουλειά σαν υπάλληλος σε ένα τεράστιο μουσικό πολυκατάστημα, ένα cyberstore, όπως μου είπε χαρακτηριστικά.

Ο μισθός του βέβαια, ήταν πολύ χαμηλός, και δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα.

Αλλά δεν ξέχασε ποτέ την fender, είχε ορκιστεί να της κάνει μεγάλη ζημιά.

Στόχος του ήταν, να καταστρέψει, αυτό που προστάτευε η χημική ένωση που είχε κατασκευάσει.

Το ξύλο.

Φανταζόταν τις τεράστιες ποσότητες ξυλείας να αχρηστεύονται στις αποθήκες.

Χρόνια ολόκληρα δούλευε μόνος κάνοντας βιοχημικά πειράματα, πάνω στο σαράκι, έτσι ώστε να το κάνει ανθεκτικό στα ειδικά εντομοκτόνα, αλλά και στην ουσία που ο ίδιος είχε φτιάξει για την fender.

Και τα κατάφερε.

Έφτιαξε ένα είδος μεταλλαγμένου σαρακιού, το οποίο άντεχε σε όλα, δεν θα μπορούσε να το καταστρέψει καμιά από τις ουσίες που κυκλοφορούν.

Όμως έπρεπε να έχει και ένα αντίδοτο σ' αυτό, μια ουσία που να μπορεί να το καταστρέψει, μια ουσία δική του, που να μην την έχει κανείς άλλος.

Του πήρε επίσης πολλά χρόνια, αλλά έφτιαξε μια φόρμουλα, που κατάφερνε να σταματήσει το μεταλλαγμένο σαράκι του.

Άρχισε να δοκιμάζει το σαράκι και την φόρμουλα σε πραγματικές συνθήκες.

Είχε κάνει κάποιους έμπιστους φίλους όσο εργαζόταν στην fender.

Ανάμεσα σ' αυτούς, ένας Μεξικανός επιστάτης, που δέχτηκε να διοχετεύσει το σαράκι σε μια από τις αποθήκες, με το αζημίωτο.

Φύτεψε το σαράκι σε μια αποθήκη ξυλείας, και ψέκασε προσεκτικά μια μεγάλη ντάνα ξύλων με το αντίδοτο

Τα μόνα ξύλα που δεν μολύνθηκαν ήταν σ' αυτή την ντάνα.

Η fender δεν το πήρε χαμπάρι, και έφυγαν αρκετές μολυσμένες κιθάρες με ξύλα από αυτή την αποθήκη.

Ο Γιαν στην αρχή σκέφτηκε να τους εκβιάσει, να πάρει πίσω όσα του είχαν κλέψει, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε αυτή την ιδέα.

Η fender έχει δύναμη, θα τον έλιωνε σαν κουνούπι.

Αποφάσισε να μείνει ο ίδιος στα παρασκήνιο.

Προσέγγισε μια μεγάλη πολυεθνική χημικών και εντομοκτόνων και βρήκε πρόσφορο έδαφος.

Της πούλησε την φόρμουλα-αντίδοτο, και τον τρόπο αναπαραγωγής του μεταλλαγμένου σαρακιού, με τον όρο να αρχίσει την χρήση τους από την fender.

Φρόντισε όμως να μην φαίνεται ο ίδιος πουθενά.

Λίγους μήνες μετά έμαθε για κρούσματα σαρακιού σε κιθάρες, και ήταν σίγουρος ότι η εταιρεία στην οποία πούλησε τις φόρμουλες είχε ήδη αρχίσει τις δοκιμές.

Αλλά η βιομηχανική κατασκοπεία δεν γνωρίζει όρια.

Τον πλησίασε ένα Κινεζικό τράστ, και του ζήτησε να αγοράσει και αυτό την φόρμουλα, προσφέροντας ένα τεράστιο ποσό.

Ο ίδιος δεν ήθελε να ανακατευτεί.

Μου έκανε λοιπόν την πρόταση, να αναλάβω εγώ την συνδιαλλαγή με τους Κινέζους.

Αν δεχόμουν, θα μοιραζόμασταν τα χρήματα.

Του είπα ότι πρέπει να το σκεφτώ πρώτα.

Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη στους Κινέζους, οπότε όσο δελεαστική και αν ήταν η πρόταση, έπρεπε να βρω έναν τρόπο να είμαι σχετικά διασφαλισμένος.

Και τον βρήκα τον τρόπο ..."

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
"Πρότεινα στον Γιαν, να σπάσουμε την φόρμουλα σε κομμάτια, και να δίνουμε στους Κινέζους ένα από αυτά κάθε φορά.

Να δίνουμε το επόμενο κομμάτι, μόνο όταν μας έχουν πληρώσει για το προηγούμενο.

Έτσι, στην χειρότερη περίπτωση, θα χάναμε μόνο ένα μικρό μέρος των χρημάτων σε περίπτωση που δεν μας πλήρωναν.

Αυτό του τελευταίου κομματιού της φόρμουλας.

Μέχρι τότε θα πλήρωναν κανονικά, αν ήθελαν ολόκληρο τον χημικό της τύπο".

"Εγώ θα σου δώσω τον τύπο, κι εσύ κάνε ότι θέλεις μ' αυτούς" μου είχε πει.

"Αποκλείεται" του είχα απαντήσει τότε, "δεν θέλω για κανένα λόγο να έχω τον τύπο της φόρμουλας, δεν θέλω καν να τον ξέρω. Θέλω να είμαι απλά ο μεσάζοντας, άσχετα με το αν θα φαίνομαι σαν μπροστινός".

"Δεν ήθελα να έχω πρόσβαση στην φόρμουλα από φόβο μήπως κάποιος δοκίμαζε να μου την κλέψει.

Κάτι τέτοιοι τύποι δεν διστάζουν μπροστά σε τίποτα.

Το θέμα ήταν με ποιον τρόπο θα μου έστελνε κάθε φορά ένα κομμάτι του χημικού τύπου, έτσι ώστε να μην αφήνουμε το παραμικρό ίχνος πίσω μας, και να μην υπάρχει κίνδυνος να αποκαλυφτούμε.

Τότε ήταν που σκέφτηκα τις κιθάρες.

Ο Γιαν δούλευε σε μουσικό cyberstore, κι εγώ ήμουν manager σε αρκετές μπάντες, ήταν η τέλεια κάλυψη.

Οι κιθαρίστες αλλάζουν τις κιθάρες σαν τα πουκάμισα, αγορές, πωλήσεις, ανταλλαγές.

Ποιος θα με υποπτευόταν αν έκανα παραγγελίες με κιθάρες για τους κιθαρίστες στις μπάντες που είχα?

Του πρότεινα λοιπόν, να μου στέλνει με κάποιον τρόπο τα μέρη της φόρμουλας κρυμμένα μέσα σε κιθάρες, από το κατάστημα.

Ψάξαμε να βρούμε τρόπο, τα σκεφτήκαμε όλα, γραμμένο στην πίσω πλευρά του pickguard, χαρτάκι κολλημένο στην πίσω πλευρά των μαγνητών, και ένα σωρό άλλες εναλλακτικές, αλλά όλες είχαν ένα βασικό μειονέκτημα.

Αν η κιθάρα έπεφτε σε χέρια κάποιου άλλου που ήθελε τον τύπο, θα ήταν εύκολο να τον βρει με ένα σχολαστικό ψάξιμο.

Τότε ο Γιαν σκέφτηκε κάτι άλλο πολύ πιο έξυπνο.

Θα έβγαζε το μπράτσο της κιθάρας, και με κάποιο πολύ λεπτό εργαλείο θα χάραζε το κομμάτι της φόρμουλας στο neck pocket.

Θα ήταν σχεδόν αόρατο.

Έτσι θα ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί από κάποιον, όσο κι αν έψαχνε.

Μου είπε επίσης ότι θα φρόντιζε να αλλάζει στο κατάστημα τα μπράτσα σε όσες κιθάρες είχαν χαραγμένο τύπο, έτσι ώστε να ξέρω ποιες είναι κατά την παραλαβή.

Έτσι κι αλλιώς ήξερε από την εμπειρία του στην fender, ότι οι εταιρείες κάνουν μερικές φορές τέτοια λάθη στην συναρμολόγηση, και κάποιες κιθάρες φεύγουν με μπράτσο που δεν ανήκει στο συγκεκριμένο σώμα.

Θα χρειάζονταν είκοσι κιθάρες για να ολοκληρωθεί ο τύπος της φόρμουλας.

Μου είπε μέσω ποιας courier θα τις έστελνε, η οποία δεν είχε γραφείο στην πόλη.

Φρόντισα λοιπόν να κάνω μια συμφωνία μαζί της, με όρους που την συνέφεραν οικονομικά, να παραλαμβάνω εγώ τα φορτία, να κάνω την πρώτη διαλογή, και να της δίνω πίσω τις κούτες για παράδοση.

Αφού τα κανονίσαμε, μίλησα με τους Κινέζους, τους ανέλυσα την διαδικασία, και κλείσαμε την συμφωνία.

Δεν ανακάτεψα καθόλου τον Γιαν."

"Γιατί ήθελαν οι Κινέζοι την φόρμουλα, αφού την είχε ήδη η πολυεθνική?" τον ρώτησε ο Μάριο.

"Ήθελαν να φτιάξουν μια νέα μετάλλαξη του σαρακιού που να αντέχει και σε αυτή την ουσία" απάντησε ο Κρόου.

Και συνέχισε ...

"Είχαν ήδη στοκάρει τεράστιες ποσότητες ξυλείας.

Μια εκτεταμένη καταστροφή στην ξυλεία της Αμερικής και της Ευρώπης, αυτόματα θα ανέβαζε την τιμή του ξύλου, όλων των ξύλινων κατασκευών όπως τα έπιπλα και τα πατώματα, και φυσικά της κιθάρας.

Τα εργοστάσιά τους λειτουργούν με την λογική του φασόν για άλλες εταιρίες, Ευρωπαϊκές, Αμερικανικές, και Ιαπωνικές.

Η τιμή του φασόν θα υπερτριπλασιαζόταν.

Σκέφτονταν επίσης να προωθήσουν τα δικά τους brands, που σήμερα κατασκευάζονται για λογαριασμό κάποιων cyberstores.

Θα τα έπαιρναν όλα στα χέρια τους, οδηγώντας όποιον δεν ήθελε να ακολουθήσει, σε οικονομική καταστροφή."

"Σαν να λέμε ότι μια Harley Benton θα κόστιζε όσο μια Gibson Les Paul Standard?" είπα ανοίγοντας το μικρόφωνο έτσι ώστε να με ακούσει στο διπλανό δωμάτιο.

Κούνησε το κεφάλι καταφατικά, "κάτι τέτοιο" απάντησε.

"Και ο Νικ?" ξαναρώτησα.

"Πώς μπλέχτηκε ο Νικ σε όλα αυτά?" ...

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
"Ο Νικ είναι περίεργη περίπτωση" είπε ο Κρόου.

Και συνέχισε ...

"Όταν ξεκίνησε αυτή η ιστορία, ήξερα ότι θα χρειαζόμουν την συμμετοχή κάποιων μουσικών από τις μπάντες που διαχειριζόμουν, χωρίς όμως να τους πω περί τίνος πρόκειται.

Έπρεπε να γίνονται παραγγελίες για κιθάρες, και να υπάρξει κινητικότητα στις συναλλαγές οργάνων μεταξύ των μουσικών, για να μην δίνω στόχο.

Μετά τις πρώτες πωλήσεις στους Κινέζους, αυτό έγινε πιο επιτακτικό.

Έπρεπε να βρω συνεργάτες μέσα από τον χώρο των μουσικών.

Πλησίασα πολλούς, πρώτα τους κιθαρίστες φυσικά, λέγοντάς τους ένα ωραίο παραμυθάκι και αφήνοντας κάποιες υποσχέσεις να κρέμονται στον αέρα, αλλά δεν βρήκα την απαιτούμενη ανταπόκριση.

Όταν μίλησα στον Νικ, έδειξε αμέσως προθυμία να βοηθήσει συμμετέχοντας ενεργά, παρ' όλο που ήταν ντράμερ.

Μπήκε αμέσως στο παιχνίδι, βοηθούσε στις συναλλαγές, στην αποθήκη, στην διαλογή, και στις παραγγελίες.

Παντού.

Είχα αφήσει να εννοηθεί ότι αυτό θα βοηθούσε την καριέρα του, και έδειχνε μεγάλο ζήλο.

Είχα καταλάβει ότι είναι πολύ φιλόδοξος, και πάτησα πάνω σ' αυτό.

Όσο περνούσε ο καιρός όμως, και όσο περισσότερο χωνόταν σε όλο αυτό, είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται περισσότερα πράγματα.

Ήθελε ακόμα πιο ενεργό ρόλο στην επιχείρηση.

Μια μέρα μου είπε, πώς ήξερε ότι κάτι συνέβαινε με τις περίεργες συναλλαγές με τους Κινέζους, και ότι ήθελε να αποκτήσει πλέον ενεργό ρόλο.

Ήθελε να γίνει το δεξί μου χέρι στην επιχείρηση.

Δεν ήθελα να το διακινδυνεύσω, και έτσι δέχτηκα.

Από τότε ήταν πάντα παρών στις παραλαβές, κανόνιζε την αποθήκευση και την διαλογή."

"Με ποια ανταμοιβή τα έκανε όλα αυτά?" ρώτησα από την διπλανή αίθουσα, "ζήτησε μερίδιο από τα κέρδη?"

Ο Κρόου γέλασε.

"Ο Νικ ήταν εύκολη περίπτωση" απάντησε.

"Πάντα ήταν καλοπερασάκιας.

Επιρρεπής στα ναρκωτικά και τις γυναίκες.

Φρόντιζα να έχει όση κόκα χρειαζόταν, και όσες γυναίκες ήθελε κάθε βράδυ.

Τον κρατούσα ικανοποιημένο, και είχα τον έλεγχο.

Έκανε την μεγάλη ζωή που πάντα ήθελε, την ζωή του ροκ σταρ, είχε προσλάβει και μερικούς μπράβους μάλιστα."

Θυμήθηκα τον σημαδεμένο που ήταν δίπλα του στο Regal.

"Και με την συγκεκριμένη κιθάρα που ψάχνεις τι συνέβη?" ρώτησα πάλι.

"Ήταν η δωδέκατη παραλαβή" είπε ο Κρόου.

"Ο Νικ ήταν εκεί, παρέλαβε το φορτίο και το πήγε στην αποθήκη.

Όταν ήρθε το φορτηγό που θα πήγαινε στο κέντρο διαλογής, έλεγξε το φορτίο και ανέλαβε το φόρτωμα.

Λίγο αργότερα όμως με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι υπήρξε ένα απρόοπτο ατύχημα, και ότι η συγκεκριμένη κιθάρα χάθηκε.

Μόνο αυτή, όλες οι άλλες που ήταν απλή κάλυψη ήταν εκεί.

Φοβήθηκα ότι προσπάθησε να μου την φέρει, είχε αρχίσει να γίνεται άπληστος, και το μυαλό του ήταν ήδη καμένο από την κόκα.

Δεν μπορεί να χάθηκε μόνο αυτή, κάτι δεν πάει καλά του είχα πει, και τον απείλησα.

Έπρεπε να κόψει τον λαιμό του να την βρει και να την φέρει πίσω.

Λίγες ώρες αργότερα μου τηλεφώνησε πάλι, και μου είπε ότι την βρήκε, την είχε κάποιος Dim, και θα φρόντιζε να την πάρει πίσω.

Μου είπε να μην ανησυχώ, θα χρησιμοποιούσε τον πιο αποτελεσματικό τρόπο που είχε.

Θα έστελνε την αρραβωνιαστικιά του να την πάρει.

Μου είπε ότι δεν έχει γεννηθεί ακόμα άνδρας που να της αντισταθεί."

Με χτύπησε κεραυνός.

"Ώστε αυτό έκανε η Alexa" σκέφτηκα, "με χρησιμοποίησε".

Σηκώθηκα και μπήκα σε έξαλλη κατάσταση στο δωμάτιο που ήταν ο Κρόου.

"Γιατί προσπάθησες να με σκοτώσεις?" του είπα και είχα γίνει κατακόκκινος.

Με κοίταξε με απορία, και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

"Εγώ?" με ρώτησε, "γιατί να κάνω κάτι τέτοιο? Σε ήθελα ζωντανό να μου πεις που είναι η κιθάρα, αν σε σκότωνα πώς θα την έβρισκα? Εξάλλου, αν ήθελα να σε σκοτώσω, θα μπορούσα να το είχα κάνει στην αποθήκη, όταν σε είχα στα χέρια μου."

"Και τότε ποιος?" ούρλιαξα, "ποιος?"

"Δεν ξέρω" απάντησε "αλλά υποπτεύομαι τον Νικ και την αρραβωνιάρα του. Ο Νικ όπως σου είπα, είχε γίνει άπληστος. Μυρίζομαι ότι ήθελε να συνεχίσει μόνος του την δουλειά. Έμαθα ότι σε πήγε για μπάνιο δεμένο, και χθες το βράδυ του τα είπα ένα χεράκι, ήσουν κι εσύ εκεί, πρέπει να το είδες".

"Δεν μπορεί να είναι κι αυτή στο κόλπο" του είπα, "πήγαν να σκοτώσουν κι αυτήν."

"Αν πέθαινες πρώτος, δεν θα μπορούσες να δεις τι θα συνέβαινε μετά, έτσι δεν είναι?" μου απάντησε με ένα σκληρό χαμόγελο, "πάντως απ' ότι βλέπω .... μια χαρά τα κατάφερε η μικρή μαζί σου. Σε τύλιξε για τα καλά."

Καιγόμουν μέσα μου, δεν ήθελα να τον πιστέψω,.

"Και τώρα?" ρώτησα πάλι, "που είναι αυτή τώρα?"

"Μα σου είπα, με τον Νικ στο σπίτι του", απάντησε, "πήγαινε να δεις και μόνος σου".

Μου έδωσε την διεύθυνσή του Νικ.

Τους άφησα να τελειώσουν την υπόλοιπη ανάκριση, και να καταγράψουν τα στοιχεία, ονόματα, διευθύνσεις, τα πάντα.

Έφυγα μόνος.

Ο κρύος φθινοπωρινός αέρας της νύχτας με χτύπησε στο πρόσωπο.

Δεν ήξερα πια τι μου γίνεται.

Ήμουν τόσο ηλίθιος?

Μου είχαν στα αλήθεια στήσει παγίδα?

Η Alexa ήταν αυτή που γνώρισα, ή αυτή που περιέγραψε ο Κρόου?

Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει.

Έπρεπε να μάθω την αλήθεια.

Κάλεσα ταξί να με πάει στο Regal για να πάρω το αυτοκίνητό μου.

Και τότε μια σκέψη με χτύπησε σαν κεραυνός.

"Στρίψε" είπα απότομα στον ταξιτζή, "δεν θα πάμε στο Regal".

Γύρισε και με κοίταξε με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.

"Πάμε στο ξενοδοχείο Sunset" του είπα, "όσο πιο γρήγορα μπορείς, σανίδωσέ το".

Και το σανίδωσε ....

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Δεν ήθελα να πιστέψω τις υποψίες του Κρόου, κάτι μέσα μου κλωτσούσε.

Αλλά αν ήταν σωστές?

Αν η Alexa δούλευε για τον Νικ?

Μόνο τρεις άνθρωποι γνώριζαν που ήταν η κιθάρα.

Εγώ, ο Terry που την έκρυψε, και .... η Alexa.

Πράγμα που σημαίνει ότι αν οι υποψίες του Κρόου ήταν σωστές, θα το είχε ήδη μάθει και ο Νικ.

Και θα φρόντιζε να την πάρει.

Τρόμαξα και μόνο στην σκέψη ...

Τα φρένα του ταξί στρίγγλισαν καθώς σταματούσε στο πάρκιν του Sunset.

Πετάχτηκα έξω και έτρεξα προς την είσοδο.

"Δεν θα με πληρώσεις φίλε?" άκουσα πίσω μου την φωνή του ταξιτζή.

"Έλα μαζί μου" του φώναξα επιτακτικά, "είναι ανάγκη".

Έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου και έτρεξε πίσω μου.

Άνοιξα με φούρια την πόρτα του ξενοδοχείου.

Φωνές, φασαρία, ακαθόριστα λόγια, κάποιος χτυπούσε κάτι δυνατά.

"Terry" ούρλιαξα τρέχοντας, "Terry".

Ακούστηκε μια κραυγή, και βήματα που κατευθύνονταν τρέχοντας προς την πίσω πόρτα του Sunset.

Έφτασα στην ρεσεψιόν.

"Terry" φώναξα πάλι, ενώ άκουγα ήδη ένα αυτοκίνητο να απομακρύνεται.

Ένα μούγκρισμα πόνου μου απάντησε "μμμ, ααα, Dim, εεεδώ".

Έσκυψα πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν.

Ο Terry ήταν στο πάτωμα, και κρατούσε με τα δύο χέρια την κοιλιά του, ενώ το αίμα έτρεχε ανάμεσα στα δάχτυλά του.

Το πρόσωπό του ήταν πρησμένο, μελανιασμένα μάτια, σπασμένη μύτη από την οποία ξεκινούσε ένα κόκκινο ρυάκι.

Έσκυψα πάνω του, "κουράγιο, κράτα γερά φίλε" του είπα, και γυρίζοντας προς τον ταξιτζή "γρήγορα, κάλεσε ασθενοφόρο".

Κάποιοι πελάτες που ξύπνησαν από την φασαρία είχαν κατέβει απ' τα δωμάτιά τους να δουν τι συμβαίνει.

"Δεν τους είπα ... δεν την βρήκαν ... δεν ... την έδωσα, τους είπα ... ότι .... την πήρες .... χθες το βράδυ" ψέλλισε ο Terry.

Του έπιασα το χέρι και το κράτησα σφιχτά, προσπαθώντας να του χαμογελάσω.

Το τραύμα από μαχαίρι που είχε στην κοιλιά, φαινόταν αρκετά σοβαρό.

"Δεν τους είπα ... που είναι" ψέλλισε πάλι ο Terry, και καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια έδειξε με το χέρι του ένα μεγάλο ράφι στο έπιπλο απέναντι, που είχε επάνω ένα σημαιάκι με το σήμα του Sunset.

"Κούνησε το .... σημαιάκι" συνέχισε.

Το ασθενοφόρο έφτασε και τον πήρε, ο Terry ήταν πια σε καλά χέρια.

Αν άντεχε ...

Κούνησα το σημαιάκι στο ράφι, ακούστηκε ο θόρυβος ενός μηχανισμού, και εμφανίστηκε ένα άνοιγμα πίσω από το έπιπλο.

Η μαύρη σακούλα ήταν εκεί.

Μετακίνησα το σημαιάκι στην προηγούμενη θέση του, και το άνοιγμα έκλεισε πάλι.

Γονάτισα, και κοιτάζοντας τον μεγάλο κόκκινο λεκέ στο πάτωμα ούρλιαξα με όλη την δύναμη της ψυχής μου, "καταραμένη να 'σαι. Καταραμένη."

Αλλά ήξερα ότι εγώ έφταιγα.

Την πίστεψα, της είπα ότι ήθελε να μάθει, της είχα δώσει τον Terry στο πιάτο.

Αν πέθαινε ο φίλος μου, εγώ θα ήμουν υπαίτιος.

Δεν θα μπορούσα να το ξεπεράσω ποτέ αυτό.

Ποτέ ....

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Όταν βγήκαμε από το Sunset, είχε ήδη ξημερώσει.

Μπήκα στο ταξί, "στο νοσοκομείο γρήγορα" είπα στον ταξιτζή.

Φύγαμε σφαίρα.

"Τι σου χρωστάω?" τον ρώτησα μόλις φτάσαμε.

"Τι να σου ζητήσω ρε παλικάρι με αυτά που είδα, δώσε ότι θέλεις" μου απάντησε.

Έβγαλα ένα μάτσο χαρτονομίσματα από την τσέπη μου και του τα έδωσα χωρίς να τα μετρήσω.

"Φτάνουν αυτά?" ρώτησα και με κοίταξε έκπληκτος.

"Είναι πάρα πολλά" μου είπε, "κάτσε να σου δώσω ρέστα".

"Κράτησέ τα" του είπα, "τα κέρδισες, τα αξίζεις".

Με ευχαρίστησε, μπήκε στο ταξί, έκανε επιτόπου στροφή και έφυγε.

Μπαίνοντας στο νοσοκομείο, έτρεξα στην ρεσεψιόν.

"Μεσόκοπος άνδρας με τραύμα από μαχαίρι, ήρθε πριν λίγο" είπα σε μια νοστιμούλα νεαρή πίσω από τον γκισέ.

Με κοίταξε, "όνομα παρακαλώ".

"Το δικό μου ή το δικό του?" την ρώτησα.

Μου χαμογέλασε, "και τα δύο, αλλά ας αρχίσουμε από το δικό του".

"Terry" είπα, "Terry Rosco".

Κοίταξε στα χαρτιά της, μετά στον υπολογιστή που είχε μπροστά της.

"Ήρθε πριν τρία τέταρτα περίπου" μονολόγησε, "είναι σοβαρά, μισό λεπτό παρακαλώ να ειδοποιήσω κάποιον γιατρό."

Σήκωσε το τηλέφωνο και μίλησε για ένα λεπτό.

Γύρισε σε μένα, "θα πάτε στον τρίτο όροφο, και θα ζητήσετε τον δόκτορα Henderson".

"Και το δικό σας όνομα?" άκουσα πίσω μου την φωνή της, ενώ ήδη έτρεχα προς τις σκάλες.

"Δύσκολα τα πράγματα" μου είπε ο Henderson, "έχει χάσει πολύ αίμα. Είστε συγγενής?"

"Φίλος" του είπα, "ή μάλλον ... κάτι ανάμεσα σε φίλος και αδερφός."

Κούνησε το κεφάλι, "είναι πολύ νωρίς ακόμα για να έχουμε εικόνα, σε μερικές μέρες θα ξέρουμε περισσότερα".

Τον έπιασα απ' τον ώμο, "πες μου την αλήθεια γιατρέ, θα την βγάλει την μέρα?"

"Αυτό θα το ξέρουμε αύριο" αποκρίθηκε.

Κατέβασα το κεφάλι, και κινήθηκα προς τις σκάλες.

Εκατοντάδες τόνοι ενοχής κρέμονταν απ' τον λαιμό μου και πνιγόμουν.

Κατέβηκα αργά τα σκαλιά, και πήγα πάλι στην ρεσεψιόν.

"Θα περιμένω στο σαλόνι" είπα στην ίδια νόστιμη πιτσιρίκα, "θα σας αφήσω το τηλέφωνό μου, και θα σας παρακαλέσω να με καλέσετε αμέσως αν έχουμε κάποια εξέλιξη."

Κατευθύνθηκα προς το σαλόνι της ρεσεψιόν και άκουσα πάλι την φωνή της πίσω μου "είστε ο κύριος ...."

"Dim" είπα κουρασμένα.

Με κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο "Dim τι?"

"Σκέτο Dim", απάντησα, και πήγα στο σαλόνι.

Κάθισα δίπλα στο παράθυρο, και κοίταξα έξω, στον δρόμο.

Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά πια, η υγρασία της νύχτας είχε διαλυθεί, και η ψύχρα είχε δώσει την θέση της σε μια λαμπερή μέρα..

Μα εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να βοηθήσω τον Terry.

Δεν ήξερα πια πώς να κινηθώ, τι να κάνω.

Το ζευγαράκι δεν κατάφερε να πάρει την κιθάρα, ήξερε όμως ότι την είχα εγώ.

Ίσως ήμουν πια κινούμενος στόχος.

Και όμως υπήρχε κάτι ακόμα που με έτρωγε.

Αφού είχα πει στην Alexa ότι θα της δώσω την κιθάρα, και αυτή θα την έδινε στον Νικ, γιατί να θέλουν να με σκοτώσουν για να την πάρουν?

Δεν έβγαζα άκρη, τα βλέφαρά μου βάραιναν, έγειρα στην καρέκλα, και ο Μορφέας με πήρε στην αγκαλιά του ....

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Ξύπνησα από ένα σκούντημα στον ώμο.

Ένας παππούς καθόταν δίπλα μου, "συγγνώμη" μου είπε, "δεν ήθελα να σας ενοχλήσω."

Του χαμογέλασα λέγοντας, "ούτε κατάλαβα πώς με πήρε ο ύπνος".

Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν ήδη απόγευμα, ο ήλιος έφευγε, αφήνοντας τον ουρανό βαμμένο με άπειρες αποχρώσεις του ροζ και του μωβ.

Έτρεξα στην ρεσεψιόν.

Αυτή την φορά πίσω απ' τον γκισέ ήταν μια παχουλή μαύρη γυναίκα.

"Terry Rosco, ήρθε τα ξημερώματα με τραύμα από μαχαίρι" της είπα, "έχουμε κανένα νέο?"

Κοίταξε στον υπολογιστή και κούνησε το κεφάλι, "δεν βλέπω κάτι".

"Είναι εδώ ο δόκτωρ Henderson?" ρώτησα.

"Τελείωσε την βάρδια του και έφυγε, θα είναι εδώ το βράδυ" μου απάντησε.

"Τουλάχιστον είναι ακόμα ζωντανός" σκέφτηκα, και ξαναγύρισα στο σαλόνι.

Τηλεφώνησα στον Μάριο, "πρέπει να μιλήσουμε Μάριο, πότε μπορώ να σε δω?".

"Έλα το βράδυ από το μαγαζί Dim" μου απάντησε.

Το στομάχι μου διαμαρτυρόταν έντονα, και αφού είχα αρκετό χρόνο μπροστά μου μέχρι το βράδυ, πέρασα από την αγαπημένη μου καντίνα που ήταν κοντά, για ένα μεγάλο σάντουιτς με ψητές μελιτζάνες, φαλάφελ, χούμους, τυρί και πίκλες.

Αργότερα ξαναπέρασα απ' το νοσοκομείο, αλλά δεν υπήρχε καμιά εξέλιξη.

Κάλεσα ένα ταξί να με πάει στο Regal, πήρα το αυτοκίνητό μου, και πήγα στο Depot.

Κάθισα, πήρα ένα Jack Daniels, και περίμενα να φωνάξουν τον Μάριο.

Η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη από την προηγούμενη φορά που είχα πάει.

Πάνω στην σκηνή, ένας χοντρός μαύρος με ξυρισμένο κεφάλι, και κάτι σαν υφασμάτινη σακούλα για παντελόνι, στην γνωστή κακόγουστη απαγγελία λέξεων χωρίς νόημα.

Η τεράστια αλυσίδα στον λαιμό του θα μπορούσε κάλλιστα να έχει κλαπεί από το πόδι κάποιου θανατοποινίτη στο Sing Sing, και τα δαχτυλίδια στα χέρια του ήταν περισσότερα από όσα υπήρχαν στην βιτρίνα κοσμηματοπωλείου.

Πρέπει να ήταν πάνω από 200 κιλά, όταν περπατούσε στην σκηνή η κοιλιά του πήγαινε πάνω κάνω τρεμουλιάζοντας σαν ζελέ, και το στήθος του μισοκρεμόταν έξω από το πλαϊνό άνοιγμα στην φανέλα του.

Αυτόν αποκλείεται να τον είχαν βρει σε γυμναστήριο όπως τον προηγούμενο.

"Πάμε μέσα Dim", άκουσα τον Μάριο πίσω μου, και πήγαμε στο γραφείο του.

"Που τους βρίσκεις όλους αυτούς Μάριο?" τον ρώτησα.

Γέλασε, "καμιά φορά μου φαίνεται ότι ζεις σε άλλο κόσμο Dim" απάντησε "ρίξε μια ματιά τριγύρω σου βγαίνοντας, αυτός είναι ο κόσμος, όχι αυτός που έχεις στο μυαλό σου."

"Έμαθα για τον φίλο σου" συνέχισε συνοφρυωμένος, "τον θυμάμαι από παλιά που παίζατε εδώ, ελπίζω να τα καταφέρει."

Κούνησα το κεφάλι "κι εγώ Μάριο, προσεύχομαι γι' αυτόν."

"Τώρα όμως θέλω να μου πεις τι έγινε με τον Κρόου αφότου έφυγα χθες το βράδυ" συνέχισα.

Βυθίστηκε στην πολυθρόνα του ...

"Τα έχουμε όλα Dim, ονόματα, διευθύνσεις, στοιχεία, τα πάντα.

Σε λίγες μέρες έρχεται νέο φορτίο με κιθάρες, θα είμαστε εκεί.

Αφήσαμε τον Κρόου ελεύθερο, να μην υποπτευτεί κανείς ότι κάτι πάει στραβά.

Ξέρει ότι τα μάτια μας θα είναι πάνω του, τον προειδοποιήσαμε, αν κάνει το παραμικρό λάθος είναι ξοφλημένος.

Θα συνεχίσει την δουλειά όπως την έκανε, μέχρι να έρθει το φορτίο.

Θα τους τσακώσουμε στα πράσα, εκεί θα τελειώσει η επιχείρησή του, και όλα θα πάρουν τον δρόμο τους.

Θα στείλουμε τα στοιχεία παντού, στην fender, στις αρχές, στην επιτροπή ανταγωνισμού, παντού.

Η αστυνομία θα κάνει μια "ένδοξη" επιχείρηση παίρνοντας τα εύσημα, κι εγώ θα τον ξεφορτωθώ για πάντα."

"Πότε περιμένουμε το φορτίο?" ρώτησα.

Ανασηκώθηκε λέγοντας "εσύ δεν περιμένεις τίποτα Dim, μείνε έξω απ' αυτό."

"Είμαι βουτηγμένος στα σκατά μέχρι τον λαιμό Μάριο, δεν μπορώ να κάθομαι να βλέπω από μακριά τα γεγονότα. Θα το πάω μέχρι το τέλος. Κάποιοι μου χρωστάνε, και θα φροντίσω να πληρώσουν" του απάντησα.

Σηκώθηκα, "και κάτι ακόμα" του είπα, "δεν έχω που να μείνω, το σπίτι μου και το Sunset είναι στόχοι, υπάρχει κάπου να βολευτώ για λίγες μέρες, μέχρι να ξεμπερδέψουμε?"

"Θα το φροντίσω, περίμενε εδώ" απάντησε και βγήκε απ' το γραφείο.

Σε πέντε λεπτά ήταν πίσω με μια διεύθυνση.

"Πήγαινε στο ξενοδοχείο Urban, σε περιμένουν ήδη. Τους είπα να σε προσέχουν, κινδυνεύεις" μου είπε, και του έσφιξα το χέρι.

"Ευχαριστώ για όλα Μάριο".

Στο Urban, με περίμεναν, όλα ήταν έτοιμα, όπως ακριβώς μου είπε ο Μάριο.

Τακτοποιήθηκα, και ξανάφυγα για το νοσοκομείο.

Ο Henderson ήταν εκεί.

"Η κατάστασή του είναι κρίσιμη, αλλά τουλάχιστον έχει σταθεροποιηθεί", μου είπε, "η πρώτη μέρα είναι η πιο δύσκολη και φαίνεται να την γλιτώνει μέχρι στιγμής".

"Όπως σας είπα και χθες, είναι πολύ νωρίς ακόμα. Πρέπει να δούμε αν τραυματίστηκαν ζωτικά όργανα, και πώς θα ανταποκριθεί ο οργανισμός του, αν και φαίνεται μαχητής."

Του έδωσα το τηλέφωνό μου, τον παρακάλεσα να με ειδοποιήσει αμέσως αν υπήρχε οποιαδήποτε εξέλιξη και έφυγα.

Άναψα ένα τσιγάρο και περπάτησα, κάνοντας μια μικρή βόλτα.

Κάτι μέσα μου δεν με άφηνε να ησυχάσω.

Μια παρόρμηση, μια τρέλα, δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω.

Αισθανόμουν ένα μεγάλο κενό.

Έπρεπε να πάω.

Έπρεπε να το δω, να το διαπιστώσω με τα μάτια μου.

Άλλα μου έλεγε η λογική και άλλα το συναίσθημα.

Και τελικά το συναίσθημα επικράτησε, μπήκα στο αυτοκίνητο, έβαλα μπροστά και έφυγα.

Είχα αποφασίσει να πάω ....

 
Έβγαλα από την τσέπη μου το χαρτί που μου είχε δώσει ο Κρόου με την διεύθυνση του Νικ.

Ήταν κάπου στην ανατολική μεριά της πόλης.

Την πλούσια γειτονιά.

Δεν ήξερα γιατί πήγαινα εκεί.

Μια παρόρμηση με καθοδηγούσε.

Μετά το κέντρο, ο δρόμος άρχισε να φαρδαίνει, και όσο κατευθυνόμουν ανατολικά, άρχισα να βλέπω δενδροστοιχίες δεξιά και αριστερά του δρόμου.

Όλα ήταν πιο περιποιημένα, τα σπίτια, τα πεζοδρόμια, τα φώτα, οι πλατείες.

Τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα ήταν ολοένα και πιο ακριβά όσο πλησίαζα.

Μισή ώρα αργότερα έφτασα στην διεύθυνση που είχε γράψει ο Κρόου.

Το σπίτι του Νικ ήταν σ' ένα πολυτελές συγκρότημα κατοικιών απέναντι από ένα πάρκο.

Έμενε στον δεύτερο όροφο.

Συνέχισα την πορεία μου, και πάρκαρα καμιά πενηνταριά μέτρα πιο κάτω.

Έσβησα την μηχανή αλλά δεν βγήκα από το αυτοκίνητο.

Έμεινα εκεί, στο σκοτάδι.

Τα παράθυρα στον δεύτερο ήταν σκοτεινά.

Άναψα ένα τσιγάρο και ξεφύσηξα αργά μια ανάσα γεμάτη καπνό.

Τι έκανα εδώ?

Γιατί ήρθα?

Τι περίμενα να βρω?

Δεν είχα ιδέα.

Η Alexa ήταν συνεταιράκι με τον αρραβωνιαστικό της, όπως είχε υποψιαστεί ο Κρόου, το περιστατικό με τον Terry το επιβεβαίωνε.

Αυτό έλεγε η λογική.

Κι όμως ...

Ήθελα να το δω με τα μάτια μου.

Ίσως γιατί ένιωσα πόνο, όταν τα νύχια της μπήγονταν στην σάρκα μου στο Regal, βλέποντας τον Νικ να πίνει κόκα και να φιλάει άλλες γυναίκες.

Ίσως γιατί αυτά τα υγρά της μάτια, αυτό το κατάχλωμο πρόσωπό της, δεν μπορεί να έλεγαν ψέμματα.

Κι όμως, ήταν τέλεια ηθοποιός, το είχα δει στην πράξη.

Μήπως ήμουν υπερβολικά εγωϊστής?

Μήπως δεν μπορούσα να δεχτώ ότι την είχα πατήσει, και ότι με είχε χρησιμοποιήσει?

Άναψα κι άλλο τσιγάρο, και έγειρα πίσω στο κάθισμα.

Συνειδητοποίησα, ότι κάπου μέσα μου, βαθιά, πολύ βαθιά, υπήρχε ακόμα μια σπίθα ελπίδας.

Μια απειροελάχιστη πιθανότητα, να μην είναι έτσι όπως φαίνονται τα πράγματα.

Μια πολύ μικρή ελπίδα η Alexa να είναι αυτή που γνώρισα.

Όσο απίθανο κι αν φαινόταν, έπρεπε να βεβαιωθώ.

Έπρεπε να δω με τα μάτια μου αυτό που είπε ο Κρόου "είναι με τον αρραβωνιαστικό της στο σπίτι του και περνάνε καλά".

Το παράθυρο στον δεύτερο ήταν πάντα σκοτεινό, και το πακέτο ελάφρυνε κατά ένα τσιγάρο ακόμα.

"Τι σκατά περιμένω εδώ?" σκέφτηκα μετά από καμιά ώρα.

Πήγα να βάλω μπροστά να φύγω, όταν ξαφνικά άναψε ένα φως στο παράθυρο του δεύτερου ορόφου.

Μπόρεσα να ξεχωρίσω την σιλουέτα της πολύ καθαρά, ήταν σχεδόν δίπλα στο παράθυρο.

Σε λίγο είδα μια ανδρική σιλουέτα πίσω της, να την αγκαλιάζει απ' την μέση.

Κι αυτή δεν πρόβαλε καμία αντίσταση.

Γύρισε προς το μέρος του, αυτός την αγκάλιασε σφιχτά και την φίλησε με πάθος.

Δεν έκανε καμία προσπάθεια να τον απωθήσει, συναινούσε.

Μπορούσα να δω τα χέρια της να αγκαλιάζουν και να σφίγγουν δυνατά την πλάτη του, και τα χείλη της να υποδέχονται με προθυμία τα δικά του.

Δεν άντεχα να βλέπω άλλο, δεν είχε νόημα, κοίταξα το φεγγάρι.

Η τελευταία μου ελπίδα είχε μόλις πεθάνει.

Η καρδιά μου κλωτσούσε, τα αυτιά μου βούιζαν, το βλέμμα μου ήταν άδειο, κενό.

Κατέβασα το κεφάλι, έβαλα μπροστά, και πήρα τον δρόμο του γυρισμού για το Urban.

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Οι επόμενες μέρες κύλησαν ήρεμα.

Η κατάσταση του Terry παρέμενε σταθερή κι αυτό ήταν καλό σημάδι, αλλά δεν είχε ξεφύγει ακόμα τον κίνδυνο.

Το πάλευε με όλες του τις δυνάμεις.

Έφτασε η μέρα που θα ερχόταν το φορτίο με τις κιθάρες, η μέρα που θα τελείωναν όλα.

Την προηγούμενη μέρα πήγαμε για τον απαραίτητο έλεγχο στον χώρο που μας είχε υποδείξει ο Κρόου.

Ήταν σ' ένα έρημο, περιφραγμένο με συρματόπλεγμα οικόπεδο, λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη, με έναν φαρδύ στρωμένο χωματόδρομο, στον οποίο θα προσγειωνόταν το μονοκινητήριο που θα έφερνε το φορτίο την νύχτα.

Δέκα κιθάρες, από τις οποίες η μια, θα είχε ένα μέρος της φόρμουλας σκαλισμένο στο neck pocket.

Με την συνεργασία της αστυνομίας και του Μάριο καταστρώθηκε ένα σχέδιο δράσης, έτσι ώστε να μην γλιτώσει κανείς.

Αλλά εγώ είχα και άλλα σχέδια για την σημερινή μέρα.

Ξύπνησα πολύ νωρίς, και ξεκίνησα πάλι για το σπίτι του Νικ.

Έπρεπε να κάνω κάτι ακόμα, και θα περίμενα την κατάλληλη στιγμή.

Πάρκαρα περίπου εκατό μέτρα από το κτίριο, σε μια θέση από την οποία είχα πολύ καλή οπτική επαφή με το παράθυρο του δεύτερου ορόφου.

Άναψα τσιγάρο.

Είχα όλη την μέρα δική μου, θα περίμενα την ευκαιρία μου.

Μια ώρα αργότερα περίπου, είδα τον Νικ, να βγαίνει από την έξοδο του κτιρίου, να μπαίνει σ' ένα αυτοκίνητο και να φεύγει.

Ήταν μόνη.

Λίγο αργότερα, την είδα στο παράθυρο.

Το άνοιξε, κοίταξε έξω, και άρχισε να απλώνει κάτι ρούχα στο σκοινί που ήταν τεντωμένο από την έξω πλευρά του παραθύρου.

Δεν θα μπορούσα να φανταστώ καλύτερη ευκαιρία.

Βγήκα από το αυτοκίνητο, και περπάτησα αργά στο πεζοδρόμιο μπροστά στο παράθυρο, χωρίς να κοιτάζω προς το μέρος της.

Ήθελα να με δει, να μάθει ότι ήξερα τι ρόλο έπαιζε.

Να καταλάβει ότι δεν ήμουν τόσο ηλίθιος όσο νόμιζε.

Περπατούσα αδιάφορα, σαν να έκανα βόλτα.

Τότε άκουσα μια φωνή, "κύριε, κύριε", ήταν αυτή.

Γύρισα το κεφάλι μου και την κοίταξα, "σε μένα μιλάτε?" ρώτησα.

"Μάλιστα" είπε, "σε σας. Μου έπεσε μια μπλούζα στο πεζοδρόμιο, μήπως θα είχατε την καλοσύνη να την αφήσετε στην είσοδο να κατέβω να την πάρω?"

Κοίταξα γύρω μου, και είδα μια μπλούζα στο πεζοδρόμιο ακριβώς κάτω απ' το παράθυρο.

"Τι θέατρο ήταν πάλι αυτό?" αναρωτήθηκα και έπιασα το ρούχο.

Το σήκωσα, και τα δάχτυλά μου άγγιξαν ένα κομμάτι χαρτί ανάμεσα στις πτυχές της τσαλακωμένης μπλούζας.

Μια φωνή ακούστηκε πίσω μου την ώρα που έχωνα το χαρτί στην τσέπη "ευχαριστούμε λεβέντη μου, θα το πάω εγώ το ρούχο".

Γύρισα και είδα έναν άνδρα να με πλησιάζει με απειλητικό χαμόγελο.

Του έδωσα την μπλούζα, και εκείνος γύρισε προς το παράθυρο λέγοντας "όλα εντάξει Bob".

Κοίταξα κι εγώ, και μόλις πρόλαβα να δω το κεφάλι ενός άνδρα να απομακρύνεται απ' το παράθυρο.

Συνέχισα την βόλτα μου, ενώ ο άνδρας άφηνε την μπλούζα στην είσοδο, και έμπαινε σ' ένα αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο απέναντι ακριβώς από το κτίριο.

Ήταν κι άλλος ένας μέσα.

"Δεν είναι μόνη τελικά", σκέφτηκα και γύρισα στο αυτοκίνητο.

Κοίταξα το χαρτί.

Έγραφε με πρόχειρα γράμματα ...

"O Νικ θα γυρίσει αύριο.

Βοήθησέ με Dim.

Κρατάει τους γονείς μου.

Αν δεν κάνω ότι λέει θα τους σκοτώσει".

Και από κάτω έγραφε μια διεύθυνση.

Τι ήταν αυτό πάλι?

Κι άλλη παγίδα?

Τηλεφώνησα αμέσως στον Μάριο, έβαλα μπροστά, και έφυγα σφαίρα ....

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Μισή ώρα περίπου αργότερα, ήμουν μπροστά στο Depot.

Ο Roberto με περίμενε.

Του εξήγησα με λίγα λόγια, του έδωσα την διεύθυνση, και έφυγα.

Το πιθανότερο ήταν να είναι παγίδα.

Δεν με ενδιέφερε πια.

Είχα πέσει στα βαθιά, και έπρεπε να κολυμπήσω.

Ακόμα κι αν δεν ήξερα κολύμπι.

Έφτασα στην διεύθυνση που είχε γράψει η Alexa στο χαρτί.

Περίμενα λίγα λεπτά, μέχρι που είδα το αυτοκίνητο με τον Roberto και άλλους τρεις άνδρες μέσα, να στρίβει απ' την γωνία.

Πήγα στην είσοδο της πολυκατοικίας και χτύπησα το θυροτηλέφωνο, "ότι είναι να γίνει ας γίνει" σκέφτηκα.

"Ποιος είναι?" ρώτησε μια φωνή.

"Από την εταιρεία ύδρευσης" απάντησα, "υπάρχει μια βλάβη στην περιοχή και ελέγχουμε τις σωληνώσεις στα διαμερίσματα".

"Περάστε μέσα" είπε πάλι η φωνή.

Έφτασα στο διαμέρισμα και χτύπησα την πόρτα.

Άκουσα κάποιον να ξεκλειδώνει, και σε λίγα δευτερόλεπτα, η πόρτα άνοιξε ελάχιστα, αφήνοντας να φανεί το μισό από ένα γυναικείο κεφάλι.

"Δεν μου φαίνεστε για μάστορας" είπε η γυναίκα, και κοιτάζοντάς την, κατάλαβα γιατί η Alexa ήταν τόσο όμορφη.

Δεν φαινόταν καθόλου τρομαγμένη όμως, δεν έμοιαζε να την απειλεί κάποιος κίνδυνος.

"Είσαστε η μητέρα της Alexa?" ρώτησα.

"Μάλιστα" είπε ανήσυχα, "τι συμβαίνει? Έπαθε κάτι το κορίτσι μου?"

"Μια χαρά είναι, μην ανησυχείτε, είμαι απλά ένας φίλος της" την καθησύχασα, "μπορώ να περάσω μέσα για ένα λεπτό?"

Άνοιξε την πόρτα και πέρασα στο διαμέρισμα.

Ένας άνδρας έβλεπε τηλεόραση στο σαλόνι, και με κοίταξε με σχετική αδιαφορία.

Δεν φαινόταν να υπάρχει κάποιος άλλος στο σπίτι.

"Πάλι με κορόιδεψε?" αναρωτήθηκα.

"Με συγχωρείτε" είπα, "μήπως έχετε παρατηρήσει τίποτα ασυνήθιστο στην γειτονιά τις τελευταίες μέρες? Κάτι περίεργο που να σας τράβηξε την προσοχή?"

Η γυναίκα χαμογέλασε "το φαντάστηκα πώς είσαστε αστυνομικός" είπε, "υπάρχει πρόβλημα στην γειτονιά? Δεν έχω προσέξει κάτι το ιδιαίτερο".

"Εκτός από εκείνο το αυτοκίνητο έξω, μ' αυτούς τους δύο μέσα, που είναι μόνιμα παρκαρισμένο απέναντι, και δεν βρίσκω να παρκάρω" πετάχτηκε ο άνδρας.

Του έκανα νόημα και μου το έδειξε με ένα νεύμα.

Κάλεσα τον Roberto, και οι δύο άνδρες μέσα στο αυτοκίνητο εξουδετερώθηκαν στα επόμενα πέντε λεπτά.

Κοίταξα τον πατέρα της Alexa, "από αύριο θα παρκάρετε χωρίς πρόβλημα" του είπα, "σας ευχαριστώ πολύ".

Βγήκα και συνάντησα τον Roberto.

"Τι θα τους κάνετε αυτούς?" ρώτησα.

Χαμογέλασε, "θα πάνε για ανάκριση" απάντησε, "θα μάθουμε τα πάντα".

"Roberto" του είπα, "πρέπει να φύγω αμέσως, υπάρχει κάτι ακόμα που έχω να κάνω, μπορώ να υπολογίζω σε σένα?"

Χαμογέλασε πάλι, "ξεκίνα και ερχόμαστε".

Του έδωσα την διεύθυνση και ξεκίνησα γρήγορα για το ανατολικό μέρος της πόλης.

 
Σταμάτησα στο διπλανό τετράγωνο από το σπίτι του Νικ, και περίμενα τον Roberto.

Όταν έφτασε, του εξήγησα την κατάσταση.

"Υπάρχει ένα αυτοκίνητο με δύο λεβέντες παρκαρισμένο μπροστά στο κτίριο, και άλλος ένας στο διαμέρισμα" του είπα, "αλλά μπορεί να είναι κι άλλοι που δεν έχω δει".

"Όταν φτάσουμε, δείξε μου το αυτοκίνητο, και μην σταματήσεις, κάνε έναν κύκλο το τετράγωνο και ξαναγύρνα" μου απάντησε.

Ακολούθησα κατά γράμμα τις οδηγίες του.

Γυρνώντας από τον κύκλο που έκανα, είδα τους άνδρες του Roberto να βγάζουν από το αυτοκίνητο τους μπράβους, και δύο από αυτούς να παίρνουν την θέση τους.

Αν κάποιος είχε την ιδέα να κοιτάξει απ' το παράθυρο, δεν θα υποψιαζόταν ότι κάτι είχε συμβεί.

"Πάμε" μου είπε ο Roberto.

Φτάσαμε στην είσοδο του κτιρίου, και δοκίμασα την πόρτα.

Ήταν ανοιχτή.

"Κάποιος πρέπει να πει στους ευκατάστατους ενοίκους, ότι κυκλοφορούν και κλέφτες", σκέφτηκα.

Όταν μπήκαμε, ο Roberto έβγαλε τα παπούτσια του, και μου έκανε νόημα να κάνω το ίδιο.

Ανεβήκαμε με τις κάλτσες στον δεύτερο, κρατώντας τα παπούτσια μας στα χέρια.

Κρυμμένοι στην άκρη της σκάλας, είδαμε έναν άνδρα να κάθεται σε μια καρέκλα έξω από την πόρτα του διαμερίσματος.

"Άκου τι θα κάνεις" ψιθύρισε ο Roberto, και μου έδωσε οδηγίες.

Κατέβηκα πάλι στην είσοδο, εκεί φόρεσα τα παπούτσια μου, και ανέβηκα στον τρίτο.

Περνώντας από τον δεύτερο, ο άνδρας με κοίταξε, αλλά όταν είδε ότι συνέχιζα την διαδρομή προς τους πάνω ορόφους, δεν μου έδωσε σημασία.

Στον τρίτο όροφο χτύπησα μια πόρτα στην τύχη.

Άνοιξε ένας κοντός, με λίγα μαλλιά και κοιλίτσα, που ήταν ξυπόλυτος και φορούσε μια βερμούδα.

Πριν προλάβει να πει οτιδήποτε, μίλησα δυνατά "εντάξει γλυκιά μου θα το βρω και θα στο φέρω".

Με κοίταξε σαν να ήμουν τρελός και μου βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα.

Εγώ όμως συνέχιζα απομακρυνόμενος από την πόρτα "μην μου θυμώνεις αγάπη μου, σε παρακαλώ, θα το βρω σου είπα, πάω αμέσως ..."

Κατέβηκα στον δεύτερο κοιτάζοντας στο πάτωμα.

Ο μπράβος με κοίταξε και σηκώθηκε απ' την καρέκλα.

"Μήπως κατά τύχη είδατε κάτι να γυαλίζει στο πάτωμα?" τον ρώτησα, "έχασε χθες η γυναίκα μου το σκουλαρίκι της κάπου εδώ".

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι και συνέχισε να με κοιτάει ανέκφραστος.

Περπατούσα αργά στον διάδρομο, προς την αντίθετη κατεύθυνση από την σκάλα, κοιτάζοντας στο πάτωμα.

"Θα με σκοτώσει αν δεν το βρω" του είπα, και είδα μια υποψία χαμόγελου στα χείλη του.

Έπεσα στα τέσσερα και σάρωνα αργά το πάτωμα απομακρυνόμενος από την σκάλα, ενώ μονολογούσα, "πρέπει να το βρω, αλλιώς χάθηκα".

Ο μπράβος είχε γυρίσει το κεφάλι του προς το μέρος μου.

"Ούτε άχνα" άκουσε πίσω του, και γυρνώντας αντίκρισε την σκοτεινή κάννη του όπλου που κρατούσε ο Roberto, να τον σημαδεύει ανάμεσα στα μάτια.

"Αν δεν κάνεις ότι σου πω, θα αποκτήσεις και τρίτο μάτι" ψιθύρισε, και του είπε τι να κάνει.

Ένα λεπτό αργότερα ο άνδρας χτύπησε στο διαμέρισμα, ενώ εμείς είχαμε κολλήσει στον τοίχο δεξιά και αριστερά από την πόρτα.

"Bob άνοιξε" είπε.

Μια φωνή ακούστηκε από μέσα, "τι θέλεις?"

"Άνοιξε Bob, θέλω να κατουρήσω" συνέχισε αυτός.

"Δεν είναι ακόμα η ώρα για διάλειμμα" ακούστηκε πάλι από μέσα.

"Σου λέω κατουριέμαι Bob, ένα λεπτό θα κάνω, κάτσε εσύ για λίγο εδώ".

"Στο είχα πει να μην αρχίσεις τις μπύρες πρωϊνιάτικα" είπε πάλι η φωνή από μέσα, και ακούστηκε ο ήχος κλειδιού στην κλειδαριά. 

Το άνοιγμα της πόρτας ήταν περίπου πέντε πόντοι, όταν πετάχτηκα και την κλώτσησα με όλη μου την δύναμη, ενώ ο Roberto έστελνε για ύπνο αυτόν που ήταν απ' έξω.

Η πόρτα έσκασε με δύναμη στο κεφάλι αυτού που ήταν μέσα, και τον πέταξε στο πάτωμα.

Πήγε να βάλει το χέρι στην τσέπη του αλλά δεν πρόλαβε.

Η επόμενη κλωτσιά μου τον βρήκε στο σαγόνι, και τον έστειλε σ' ένα γαλήνιο μέρος να ησυχάσει.

"Ελπίζω να έχεις καλό οδοντίατρο" του είπα, αν και ήξερα ότι δεν με άκουγε πλέον.

Το χτύπημα που είχε φάει στο πρόσωπο από την πόρτα, του είχε αφήσει ένα σημάδι, ακριβώς δίπλα στην ουλή που είχε στο μάγουλο κοντά στο στόμα.

Ήταν ο σημαδεμένος.

Κοίταξα γύρω τον χώρο στο διαμέρισμα, μπήκα στο υπνοδωμάτιο, δεν ήταν κανείς.

"Dim εσύ είσαι?" η φωνή της Alexa ερχόταν απ' την κουζίνα.

Την βρήκα χωμένη σε μια εσοχή στον τοίχο, δίπλα στο ψυγείο.

Μόλις με είδε σηκώθηκε, "οι γονείς μου?" ρώτησε.

"Είναι ασφαλείς" απάντησα.

Έτρεξε, κρεμάστηκε πάνω μου και με αγκάλιασε.

"Ω Dim, σ' ευχαριστώ" μου είπε, "σ' ευχαριστώ τόσο πολύ, είσαι απίθανος".

Την απώθησα, "πρέπει να φύγουμε γρήγορα" της είπα ψυχρά, "έχουμε πολλές εκκρεμότητες εμείς οι δύο, και πρέπει να τις τακτοποιήσουμε σήμερα".

Με κοίταξε με απορία, "τι συμβαίνει Dim? Γιατί μου μιλάς έτσι?"

"Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο, πάμε" της είπα, και την τράβηξα δυνατά απ' το χέρι.

Με ακολούθησε πειθήνια.

"Που πάμε Dim?" με ρώτησε όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο.

"Κάπου που δεν θα μας ενοχλήσει κανείς" της απάντησα κοφτά, "έχουμε να πούμε πολλά".

Έβαλα μπροστά και ξεκίνησα για το Urban.

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο, έκανα μια σύντομη στάση στο μπαρ της ρεσεψιόν για να πάρω ένα μπουκάλι Jack Daniels μαζί μου στο δωμάτιο.

Κάτι μου έλεγε ότι θα το χρειαζόμουν.

"Βολέψου όπου θέλεις" είπα στην Alexa μπαίνοντας στο δωμάτιο, και κάθισα σε μια καρέκλα.

Εκείνη κάθισε στο κρεβάτι.

Πέρασαν λίγα λεπτά σιωπής και αμηχανίας.

"Και τώρα είναι ώρα να μιλήσεις" της είπα "να πεις την αλήθεια".

Με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο απορία, "τι εννοείς Dim?"

"Σου φαίνομαι για τόσο ηλίθιος?" ρώτησα "λες να κατάπια τόσο εύκολα τα ψέμματα που μου αράδιασες?"

Η απορία στο βλέμμα της μεγάλωνε "δεν σε καταλαβαίνω" είπε, "πότε σου είπα ψέμματα? Γιατί μου μιλάς έτσι?"

Σηκώθηκα και την πλησίασα.

"Κόψε πια το θέατρο, δεν θα σε ωφελήσει, ξέρω τι συμβαίνει" της είπα έντονα, "θέλω όμως να μάθω όλη την ιστορία. Γιατί όλα αυτά?"

"Dim αλήθεια δεν καταλαβαίνω τι εννοείς" μου είπε, "τι εννοείς όταν λες ότι ξέρεις τι συμβαίνει? Για ποιο θέατρο μιλάς?"

Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι, "δεν έχω καιρό για παιχνίδια. Ξέρω ότι είσαι μαζί με τον Νικ σε όλο αυτό, ξέρω ότι με χρησιμοποίησες. Δεν ξέρω το κίνητρο, γιατί τα κάνατε όλα αυτά. Γιατί προσπαθήσατε να με σκοτώσετε για να πάρετε την κιθάρα αφού θα σας την έδινα μόνος μου? Ξεκίνα επιτέλους να μιλάς."

Σηκώθηκε, "ποιος σου είπε αυτά τα ψέμματα? Σε τι είμαι μαζί με τον Νικ? Πότε προσπάθησα εγώ να σε σκοτώσω Dim? Αφού ήμασταν συνέχεια μαζί" είπε με ένταση στην φωνή της.

Την έπιασα από τους ώμους και την τράνταξα δυνατά, "αυτή την στιγμή που μιλάμε, ο Terry δίνει μάχη για την ζωή του, το καταλαβαίνεις? Κι αυτό γιατί κάποιος είπε στον Νικ που ήταν η κιθάρα. Μόνο τρεις το γνωρίζαμε αυτό, και σίγουρα ούτε εγώ ούτε ο Terry μιλήσαμε στον Νικ."

Κατέβασε το βλέμμα, "Θεέ μου" είπε, "πόσο λυπάμαι ... δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά ..."

Γύρισα στην καρέκλα και γέμισα ένα ποτήρι ουίσκυ.

Μου έκανε ένα νόημα, και γέμισα άλλο ένα γι' αυτήν.

"Και τώρα σε ακούω" της είπα και άναψα τσιγάρο.

"Δεν ξέρω ποιος σου τα είπε αυτά Dim, αλλά είναι όλα ψέμματα" είπε και κάθισε πάλι στο κρεβάτι.

"Γιατί να μου πει ψέμματα ο Κρόου?" την ρώτησα.

Χαμογέλασε , "ο Κρόου ... θα καταλάβεις όταν σου πω τι συμβαίνει."

"Είμαι όλος αυτιά" της είπα και ήπια μια γερή γουλιά.

"Όπως σου έχω πει, καταλάβαινα ότι κάτι δεν πάει καλά με τον Νικ.

Ανησυχούσα, δεν ήξερα τι συμβαίνει, και άρχισα να προσπαθώ να μάθω περισσότερα.

Κάποιες φορές όταν έφευγε τον ακολουθούσα χωρίς να το ξέρει, προσπαθούσα να κρυφακούσω τι έλεγε στο τηλέφωνο.

Σταδιακά άρχισα να καταλαβαίνω ότι ήταν ανακατεμένος σε κάποια παράνομη δραστηριότητα.

Άκουγα για συναλλαγές, για χρήματα, για μυστικές παραδόσεις, για Κινέζους.

Του το είπα, και μου είπε ψέμματα για κάτι δισκογραφικές, αλλά σου έχω ήδη μιλήσει γι' αυτό.

Τον έβλεπα να κατρακυλάει, να ξοδεύει πολλά χρήματα αλόγιστα, υποπτευόμουν ότι είχε μπλέξει με ναρκωτικά.

Μια μέρα που τον είχα ακούσει στο τηλέφωνο να μιλάει για παραλαβή, τον ακολούθησα.

Πήγε την νύχτα μαζί με τον Κρόου σ' ένα έρημο οικόπεδο έξω από την πόλη, και κάτι παρέλαβαν από ένα αεροπλάνο που προσγειώθηκε εκεί.

Ήμουν σίγουρη ότι ο Κρόου τον είχε μπλέξει σε όλο αυτό, και προσπάθησα να τον απομακρύνω από αυτόν.

Μου έλεγε συνέχεια να μην ανησυχώ, ότι βρήκε μια δουλειά με καλά χρήματα και ότι θα ζούμε με οικονομική άνεση μαζί.

Νοίκιασε κι ένα σπίτι σε πλούσια γειτονιά.

Αποφάσισα να μαζέψω όσο περισσότερα στοιχεία μπορούσα, και να πάω στην αστυνομία.

Να σταματήσω αυτή την δουλειά στην οποία τον είχε χώσει ο Κρόου.

Τότε ... μπήκες εσύ στο παιχνίδι.

Στο πρόσωπό σου βρήκα επιτέλους το στήριγμα που έψαχνα.

Κάποιον να με βοηθήσει να τον ξεμπλέξω.

Αλλά ο Νικ είχε αρχίσει να ξεφεύγει, πάντα ήταν φιλόδοξος, αλλά αυτό ξέφευγε από την φιλοδοξία, και πλησίαζε την μεγαλομανία.

Νόμιζε ότι του ανήκω, ότι είμαι κτήμα του.

Θεωρούσε ότι μπορεί να κάνει τα πάντα χωρίς επιπτώσεις, ότι δεν μπορούσε κανείς να τον ακουμπήσει.

Όταν με απήγαγε στο Regal, με πήγε στο σπίτι του.

Μου μιλούσε σαν να είχαμε σχέση εγώ κι εσύ, ζήλευε πολύ Dim.

Μου είπε ότι δεν θα σε αφήσει να με πάρεις από αυτόν, τα είχε χαμένα.

Έχει ξεφύγει τελείως πια Dim.

Μου είπε ότι θα πάρει την δουλειά από τον Κρόου, ότι θα την συνεχίσει μόνος του.

Τον Κρόου θα τον κανόνιζαν οι Κινέζοι, όταν μάθαιναν ότι είχε χάσει την κιθάρα.

Θέλει την κιθάρα Dim, αλλά έπρεπε να φαίνεται ότι δεν την έχει, έπρεπε να την πάρει κρυφά, όχι να του την πάω εγώ, να την κλέψει.

Αν του την πήγαινα εγώ, θα ήταν αναγκασμένος να συνεχίσει την δουλειά με τον Κρόου.

Έπρεπε λοιπόν η κιθάρα να χαθεί, να μην ξέρει κανείς που είναι.

Θεωρούσε ότι την έχω εγώ, και θα σε σκότωνε, γιατί ήσουν ο μόνος εκτός από μένα που ήξερε ότι η κιθάρα είναι στα χέρια του.

Την ημέρα που έγινε το ατύχημα με το φορτηγό, είχε κανονίσει ένα σχέδιο.

Το φορτηγό θα έπεφτε σε παγίδα, είχε κανονίσει να γίνει ένοπλη ληστεία, και κάποιοι θα έκλεβαν όλο το φορτίο.

Μόνο που δεν πρόλαβε, γιατί λίγο πριν από αυτό, συνέβη το ατύχημα στο οποίο ήσουν παρών, και κατά σύμπτωση βρήκες την κιθάρα.

Μετά θα έλεγε στον Κρόου ότι η κιθάρα χάθηκε, και δεν μπόρεσε να την βρει, υπολογίζοντας ότι οι Κινέζοι θα έβγαζαν τον Κρόου από την μέση.

Μετά θα είχε όλη την άνεση να διαπραγματευτεί νέα τιμή μαζί τους, και να συνεχίσει μόνος του την δουλειά.

Ο Κρόου είχε αρχίσει να ψυλλιάζεται τι σκεφτόταν, και θεωρούσε ότι ήμουν μέσα στο κόλπο να του φάμε την δουλειά, φοβόταν, γι' αυτό στα είπε αυτά, σε ήθελε με το μέρος του.

Για να συνεργαστώ, ο Νικ μου είπε ότι κρατούσε τους γονείς μου, και πως αν δεν έκανα ότι μου έλεγε θα τους σκότωνε.

Δεν είχα επιλογή Dim, έπρεπε να του πω που είναι η κιθάρα.

Τον σιχάθηκα, δεν είναι πια ο Νικ που ήξερα."

"Πριν λίγες μέρες που σας είδα πάντως, δεν φαινόταν να τον σιχαίνεσαι ιδιαίτερα", της είπα, "μια χαρά ερωτευμένο ζευγαράκι ήσασταν μπροστά στο παράθυρο."

"Σου είπα Dim, ζήλευε πολύ, θεωρούσε ότι με διεκδικούσες, και ζητούσε αποδείξεις ότι τον αγαπάω ακόμα" απάντησε. "Αυτός που απειλούσε να σκοτώσει τους γονείς μου, απαιτούσε να τον αγαπάω, το φαντάζεσαι?". "Με πίεζε να κάνω κάτι που δεν ήθελα, και προσπάθησα να την γλιτώσω όσο πιο φθηνά μπορούσα. Ευτυχώς τα κατάφερα να μην κοιμηθώ μαζί του, δεν θα το άντεχα.

Και εσύ, ήσουν πάλι εκεί για να με σώσεις, και εμένα και τους γονείς μου.

Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό."

Σήκωσε το βλέμμα και με κοίταξε στα μάτια.

"Πόσο λυπάμαι για τον Terry" είπε και χαμήλωσε πάλι τα μάτια, "πόσο λυπάμαι Θεέ μου".

Άφησε έναν υπόκωφο πνιχτό λυγμό και με κοίταξε πάλι.

Αυτά τα μάτια ... ήταν υγρά .... με ζάλιζαν ... μου ρούφαγαν την ψυχή ... βυθιζόμουν μέσα τους.

Προσπάθησα να ξεφύγω, "πρόσεχε" σκέφτηκα "πάει να σε γοητεύσει πάλι", και γύρισα το βλέμμα.

"Με πιστεύεις τώρα?" με ρώτησε.

Έξω είχε αρχίσει να βραδιάζει.

Δεν ήξερα πια τι μου γίνεται, είχα χάσει και το τελευταίο λογικό αποκούμπι.

Ποιος έλεγε την αλήθεια?

Τι συνέβαινε στην πραγματικότητα?

Ήπια ένα ολόκληρο ποτήρι μονορούφι και το γέμισα πάλι.

Γέμισα και το δικό της.

"Δε ξέρω πια τι να πιστέψω Alexa" της είπα, "δεν μπορώ να ξεχωρίσω την αλήθεια από το ψέμα."

"Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να μάθω ποια είναι τελικά η αλήθεια" συνέχισα, "αλλά πρέπει να κάνεις ότι σου πω".

"Θα κάνω ότι θέλεις Dim" μου απάντησε.

"Σε λίγο πρέπει να φύγω, εσύ πρέπει να μείνεις εδώ και να μην το κουνήσεις" της είπα, "και να μου δώσεις το τηλέφωνό σου. Πρέπει να βεβαιωθώ ότι δεν θα ειδοποιήσεις κανέναν."

"Που θα πας?" με κοίταξε πάλι με αυτά τα υπέροχα μάτια.

"Σήμερα τελειώνουν όλα" απάντησα, "αν όλα πάνε καλά, αύριο θα ξέρω σίγουρα αν μου είπες την αλήθεια."

Σηκώθηκε, "ο Νικ μου είπε ότι θα λείψει μέχρι αύριο, έχει δουλειά, υποψιάζομαι τι θα γίνει" μου είπε, και συνέχισε "μην πας Dim, σε ικετεύω, μην πας."

Άνοιξε τα χέρια της και με αγκάλιασε σφιχτά.

Δύο δευτερόλεπτα, μόνο δύο δευτερόλεπτα χρειάστηκαν, για να μυρίσω το άρωμά της, να νιώσω στο σώμα μου την ζέστη του κορμιού της, να αισθανθώ την ανάσα της στο στήθος μου.

Την απώθησα "δεν γίνεται Alexa, πρέπει" της είπα.

Με κοίταξε και είδα δάκρυα στο πανέμορφο πρόσωπό της "σε παρακαλώ Dim, μην πας" είπε πάλι.

Όσο την κοιτούσα μαγευόμουν, το ένιωθα.

Με κοίταζε μ' αυτό το βλέμμα που θα μαλάκωνε και βράχο, θα λύγιζε και σίδερα.

Και εγώ δεν ήμουν ούτε βράχος ούτε σίδερο.

Τράβηξα τα μάτια μου "θα πάω" της είπα "εσύ μου υπόσχεσαι ότι θα μείνεις εδώ και δεν μιλήσεις σε κανέναν μέχρι να γυρίσω?"

Κούνησε το κεφάλι "ναι Dim, στο υπόσχομαι" μου είπε, ενώ τα δάκρυα συνέχιζαν να υγραίνουν τα μάγουλά της.

Βγήκα από το δωμάτιο χωρίς να κοιτάξω πίσω μου, και κλείδωσα την πόρτα.

Δεν την εμπιστευόμουν και έπαιρνα τα μέτρα μου, αν και ήξερα ότι δεν θα μπορούσε να την σταματήσει μια κλειδωμένη πόρτα.

Η ώρα για την τελευταία παραλαβή πλησίαζε.

Απόψε θα τελείωναν όλα ....

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Βγήκα στον δρόμο και αισθάνθηκα τον ψυχρό φθινοπωρινό αέρα στο πρόσωπό μου.

Άναψα ένα τσιγάρο και ακούμπησα την πλάτη μου στον τοίχο.

Τι μου συνέβαινε?

Πώς έμπλεξα έτσι?

Ποιος έλεγε αλήθεια?

Έπαιζε θέατρο η Alexa?

Αλλά δεν είχα πολύ χρόνο, μπήκα στο αυτοκίνητο και τράβηξα για το Depot.

Η κατάσταση πάνω στην σκηνή ήταν χειρότερη από την προηγούμενη φορά, αλλά δεν έδωσα καμιά σημασία.

"Μην πας Dim" μου είπε ο Μάριο, "θα τα φροντίσουμε όλα εμείς".

"Συνεννοημένοι είσαστε?" του είπα γελώντας, "ακριβώς το ίδιο μου έλεγε και κάποιος άλλος πριν από λίγο".

"Θα τον προσέχω Μάριο" είπε ο Roberto, "μην ανησυχείς".

Μας πήρε περίπου τρία τέταρτα να φτάσουμε στην τοποθεσία.

Έπρεπε να είμαστε εκεί αρκετά νωρίτερα από τον Κρόου και τον Νικ, έτσι ώστε να πάρουμε τις θέσεις μας σύμφωνα με το σχέδιο, χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί.

Οι αστυνομικοί ήταν ήδη εκεί, στις θέσεις τους.

Το σχέδιο ήταν να περιμένουμε να προσγειωθεί το μονοκινητήριο, και όταν θα τελείωνε η παραλαβή να επέμβει η αστυνομία.

Πήρα την θέση μου πίσω από κάτι θάμνους, καμιά εκατοστή μέτρα από τον χωματόδρομο.

Οι ώρες περνούσαν, περίμενα υπομονετικά, η ψύχρα της νύχτας είχε γίνει έντονη και άρχισα να κρυώνω.

Δεν μπορούσα ούτε να καπνίσω, από τον φόβο μην γίνει αντιληπτή η λάμψη της καύτρας από μακριά, ακόμα και αν κρατούσα το τσιγάρο ανάποδα στην χούφτα.

Σηκώθηκα και πήγα λίγα μέτρα πιο εκεί που ήταν ο Roberto.

"Πολύ αργούν" του είπα, "λες να μην γίνει σήμερα?"

Με κοίταξε αυστηρά "γρήγορα στην θέση σου" μου είπε, "αν ξαναμιλήσεις ή κουνηθείς, θα φροντίσω να φύγεις αμέσως από εδώ".

Γύρισα πίσω, στους θάμνους μου.

Αρκετή ώρα αργότερα, άκουσα μηχανή αυτοκινήτου.

Ακολούθησε ένας ήχος που θύμιζε το τρίξιμο σκουριασμένης συρόμενης πόρτας που ανοίγει.

Τέσσερα φώτα πλησίασαν στον χωματόδρομο, και σταμάτησαν δίπλα του.

Ήταν δύο αυτοκίνητα, ένα σεντάν και ένα μεγάλο SUV.

Τα φώτα έσβησαν, και κατέβηκαν τέσσερεις άνδρες από το σεντάν, και τρεις από το SUV.

Στο φως του φεγγαριού μπόρεσα να ξεχωρίσω τον Κρόου και τον Νικ ανάμεσά τους.

Ένα τέταρτο περίπου αργότερα, παρατήρησα δύο φώτα στον ουρανό.

Τα φώτα μεγάλωσαν, και ακούστηκε ο θόρυβος του μονοκινητήριου.

Όταν προσγειώθηκε, οι τέσσερεις άνδρες που είχαν βγει από το σεντάν, πλησίασαν και άρχισαν να μεταφέρουν τις κούτες στο SUV.

"Αστυνομία, όλοι ακίνητοι" ακούστηκε δυνατά από το μεγάφωνο ενός περιπολικού που ήταν κρυμμένο στα δέντρα.

Η απάντηση ήταν μια ομοβροντία πυροβολισμών από τους μπράβους του Κρόου, που είχαν καλυφθεί πίσω από τα αυτοκίνητα.

Γινόταν πραγματική μάχη.

Είδα τον Roberto να πλησιάζει τα αυτοκίνητα από την πίσω πλευρά.

Πυροβόλησε δύο φορές, και είδα δύο από αυτούς να πέφτουν στο έδαφος.

Πυροβόλησε πάλι, και ένας τρίτος αγκάλιασε την μάνα γη.

Ξαφνικά τα πυρά σταμάτησαν και επικράτησε ησυχία.

Τέσσερεις άνδρες σηκώθηκαν με τα χέρια ψηλά, πέταξαν επιδεικτικά τα όπλα, και κινήθηκαν προς τους αστυνομικούς φωνάζοντας "μην πυροβολείτε".

Απομακρύνονταν από το αεροπλάνο, και πλησίαζαν προς την πλευρά των αστυνομικών.

Σηκώθηκα από την θέση μου και πλησίασα προς το μέρος τους.

Είδα έναν που φορούσε το κράνος του πιλότου, και μπροστά του ήταν ο Κρόου.

Ο Νικ δεν ήταν πουθενά.

"Λείπει ένας" φώναξα προς τον Roberto.

Τότε είδα μια σιλουέτα να κινείται κάτω από το SUV, "εκεί είναι" φώναξα πάλι.

Η σιλουέτα πετάχτηκε στον αέρα, και με ένα σχεδόν ακροβατικό άλμα μπήκε στο SUV, και ξεκίνησε.

Ο Roberto άδειασε το όπλο του στο όχημα, και έβλεπα μικρές σπιθίτσες πάνω στο παρμπρίζ.

Οι σφαίρες εξοστρακίζονταν, το SUV ήταν αλεξίσφαιρο.

Ανέπτυξε ταχύτητα και ερχόταν προς το μέρος μου.

Σάστισα.

Με πλησίαζε επικίνδυνα, με μεγάλη ταχύτητα.

Μερικά μέτρα πριν με φτάσει έστριψε προς τα δεξιά, άνοιξε το παράθυρο και μπόρεσα να δω το πρόσωπο του Νικ.

Ταυτόχρονα, με την άκρη του ματιού μου διέκρινα μια σκιά στα αριστερά μου.

Δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, είδα τρεις λάμψεις μέσα από την καμπίνα του SUV.

Αισθάνθηκα ένα κάψιμο στον ώμο, ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή, κάποιος έπεσε πάνω μου με όλο του το βάρος, και με παρέσυρε στο έδαφος.

Το SUV έπεσε με δύναμη πάνω στην περίφραξη του οικοπέδου, έσπασε το συρματόπλεγμα, βγήκε στην άσφαλτο και έφυγε, ενώ τα περιπολικά ούρλιαζαν πίσω του.

Κοίταξα δίπλα μου, και στο φως του φεγγαριού, είδα την λάμψη από δύο μάτια.

Δύο μάτια που ήξερα τόσο καλά πια.

Τα μάτια της Alexa.

Έσκυψα πάνω της και την αγκάλιασα.

Αισθάνθηκα κάτι υγρό και κολλώδες στο χέρι μου.

Τότε πρόσεξα τον μικρό, στρογγυλό, κόκκινο λεκέ στο πίσω μέρος της μπλούζας της.

Την ακούμπησα απαλά στο έδαφος, χωρίς ποτέ να την αφήσω από την αγκαλιά μου.

Αυτός ο κόκκινος λεκές θα έπρεπε να είναι στο δικό μου ρούχο.

"Alexa" ούρλιαξα, "Alexa, όχι Θεέ μου, όχι".

Κράτησα το κεφάλι της στα χέρια μου, "θα σε σκότωνε Dim" μου είπε με σβησμένη φωνή, "μου είχε πει ότι θα σε σκότωνε. Δεν θα το άντεχα αυτό."

"Γιατί? Γιατί Θεέ μου?" ούρλιαξα πάλι.

"Εσύ με έσωζες πάντα" συνέχισε, "ήταν η σειρά μου να είμαι εκεί για σένα".

Ο κόκκινος λεκές μεγάλωνε.

Έσπασα.

Στο φεγγαρόφωτο έβλεπα την ζωή από μέσα της να γλιστράει και να χάνεται, σαν το νερό στην χούφτα που κυλάει και φεύγει ανάμεσα από τα δάχτυλα.

Έβλεπα τα βλέφαρά της να βαραίνουν λίγο λίγο.

Χάιδεψα τον βελούδινο λαιμό της, έσκυψα και φίλησα απαλά τα υπέροχα κερασένια χείλη της, σαν να ήθελα να εμφυσήσω μέσα της λίγη από την δική μου πνοή, σαν να προσπαθούσα να συγκρατήσω λίγο την ζωή της που έφευγε.

"Συγχώρεσέ με Dim, σου είπα ψέμματα ότι θα έμενα στο δωμάτιο" είπε ξεψυχισμένα, "αλλά αυτό είναι το μόνο ψέμα που σου έχω πει ποτέ".

Έκλεισε τα μάτια και το κεφάλι της έγειρε στο πλάι.

"Σας παρακαλώ κύριε αφήστε την" είπε ο τραυματιοφορέας που προσπαθούσε να την αποσπάσει από τα χέρια μου.

Χαλάρωσα την αγκαλιά μου, και άφησα να την πάρουν.

Κοίταξα το φεγγάρι, αυτό ίσως να ήξερε, να καταλάβαινε.

Μπορεί να ήμουν ακόμα ζωντανός, αλλά δεν είχα πια ψυχή ...

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Έμεινα για κάποια ώρα εκεί.

Ακίνητος.

Σ' ένα βουβό εσωτερικό κλάμα.

Αλλά αυτή ήταν στο νοσοκομείο, και εγώ ήμουν αλλού, ενώ θα έπρεπε να είμαι δίπλα της.

Περπάτησα γρήγορα μέχρι το αυτοκίνητο.

"Dim" άκουσα πίσω μου την φωνή του Roberto.

"Όχι τώρα Roberto, πρέπει να φύγω" άκουσα την φωνή μου να του απαντάει.

Ο ώμος μου πονούσε φρικτά και οδηγούσα μόνο με το ένα χέρι.

Όταν έφτασα, έτρεξα στην ρεσεψιόν, και πίσω από τον γκισέ, είδα την ίδια νόστιμη πιτσιρίκα που ήταν εκεί όταν είχα πάει για τον Terry.

"Αν θυμάμαι καλά σε λένε Dim και μου έχεις δώσει το τηλέφωνό σου" μου είπε χαμογελαστά, "πρέπει να σταματήσουμε να βρισκόμαστε έτσι, αντί να έρχεσαι εδώ να με δεις, θα μπορούσες απλά να μου ζητήσεις να βγούμε", συνέχισε παίρνοντας ένα πονηρό ύφος.

Όταν είδε το αίμα στον ώμο μου η έκφρασή της άλλαξε απότομα "μα εσύ είσαι τραυματισμένος, πήγαινε γρήγορα στα επείγοντα" είπε και μου έδειξε μια πόρτα στον διάδρομο.

"Μια κοπέλα με τραύμα από σφαίρα ήρθε πριν από λίγη ώρα" της είπα "πες μου γι' αυτήν και θα πάω όπου θέλεις μετά".

"Όνομα?" ρώτησε.

"Alexa" απάντησα, "μόνο αυτό έχω".

Κοίταξε στην οθόνη του υπολογιστή "θα πρέπει να εννοείς την μις Lane" είπε, "δεν έχει έρθει άλλη με τραύμα από σφαίρα."

Κούνησε το κεφάλι "είναι πολύ σοβαρά" συνέχισε.

"Είναι ζωντανή δηλαδή?" ρώτησα και κάτι σκίρτησε μέσα μου.

"Μέχρι στιγμής έτσι φαίνεται" απάντησε.

Μια ελπίδα, ένα φως, μια ανάσα, κάτι υπήρχε ακόμα ζωντανό.

Πήγα στα επείγοντα, η σφαίρα δεν είχε πειράξει κόκκαλο, είχε χτυπήσει την σάρκα στο πλάι και είχε φύγει.

"Αν δεν είχε πέσει επάνω μου η Alexa αυτή η σφαίρα θα πήγαινε κατευθείαν στην καρδιά" σκέφτηκα και ανατρίχιασα.

Μου έδεσαν το χέρι και γύρισα στην ρεσεψιόν "με ποιον μπορώ να μιλήσω για την κατάσταση της Alexa?" ρώτησα την νεαρή.

"Με κανέναν αυτή την στιγμή, είναι στο χειρουργείο" απάντησε, "την έχει αναλάβει ο δόκτωρ Χόουπ".

"Θα είμαι στο σαλόνι, αν έχουμε κάποια εξέλιξη ..." της είπα και πήγα να της δώσω το τηλέφωνό μου.

"Το έχω Dim, ελπίζω να μην σε πειράζει που σου μιλάω στον ενικό" απάντησε.

Πήγα στο σαλόνι.

Δεν θα έφευγα από το νοσοκομείο όσο ήταν η Alexa εκεί.

Αυτή την φορά δεν θα την άφηνα, θα έμενα δίπλα της.

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Άφησα να περάσουν κάποιες ώρες.

Έξω ο ουρανός είχε αρχίσει να βάφεται στα χρώματα της ανατολής.

Πήγα πάλι στον γκισέ, η πιτσιρίκα είχε σχολάσει και στην θέση της ήταν κάποια άλλη γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας.

"Alexa Lane" της είπα, "είναι εδώ από χθες το βράδυ, έχουμε κάποιο νέο?"

Κοίταξε στην οθόνη, "μιλήστε με τον δόκτορα Χόουπ, θα τον βρείτε στο γραφείο των γιατρών, τέταρτη πόρτα αριστερά στον διάδρομο."

"Είναι πολύ σοβαρά" μου είπε ο Χόουπ, "αφαιρέσαμε την σφαίρα, και περιμένουμε να δούμε ... Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο αυτή την στιγμή."

"Γιατρέ μίλησέ μου ειλικρινά, υπάρχουν ελπίδες?" ρώτησα.

Έσκυψε το κεφάλι του "ελάχιστες" απάντησε, "αλλά υπάρχουν".

"Που είναι τώρα? Μπορώ να την δω?" ξαναρώτησα.

"Είναι στο 12, λίγο πιο κάτω στον διάδρομο, αλλά μπορείτε να την δείτε μόνο από το τζάμι, δεν μπορείτε να μπείτε μέσα στο δωμάτιο" μου είπε.

Τον ευχαρίστησα, και προχώρησα στον διάδρομο.

Είδα τον αριθμό 12 έξω από ένα δωμάτιο, και πλησίασα στο τζάμι.

Την είδα, ήταν στο τελευταίο κρεβάτι προς τον απέναντι τοίχο.

Είχε σωληνάκια στα χέρια, και τα καλώδια που έφευγαν απ' το στήθος της κατέληγαν σε κάποια μηχανήματα πίσω απ' το κεφάλι της, που κατέγραφαν τις ζωτικές της λειτουργίες.

Άνοιξα την πόρτα και μπήκα, δεν υπήρχε νοσοκόμος στο δωμάτιο.

Την πλησίασα αργά.

Κοίταξα τα κλειστά της μάτια, τα τραβηγμένα προς τα πίσω μαλλιά της, τα χλωμά πλέον χείλη της.

Έφευγε, το αισθανόμουν.

Άγγιξα το χέρι της, βελούδινο όπως πάντα, αλλά σχεδόν παγωμένο.

Το πρόσωπό της θύμιζε κέρινη μάσκα.

"Μην φεύγεις γλυκιά μου" της ψιθύρισα αν και ήξερα ότι δεν μπορούσε να με ακούσει, "μείνε εδώ, μείνε μαζί μου".

"Σας παρακαλώ κύριε περάστε αμέσως έξω, απαγορεύεται να είσαστε μέσα στο δωμάτιο" ακούστηκε μια θυμωμένη φωνή, και μια νοσηλεύτρια με έβγαλε γρήγορα έξω.

Γύρισα στο σαλόνι, είχε αρχίσει να μαζεύεται κόσμος, και με δυσκολία βρήκα άδεια καρέκλα σε μια γωνία.

Την είχα προδώσει.

Με είχε εμπιστευτεί, και δεν την είχα πιστέψει.

Μου ζήτησε βοήθεια, και της γύρισα την πλάτη.

Και αυτή έπεσε πάνω στην σφαίρα για να με σώσει.

Να σώσει εμένα, που την έσπρωχνα μακριά μου όταν με παρακαλούσε, εμένα που την είχα κλειδώσει στο δωμάτιο.

Εμένα, που την υποπτευόμουν για συνεργό του Νικ, που την κατηγορούσα ότι έπαιζε θέατρο, που της φερόμουν απότομα.

Δεν άντεχα τον εαυτό μου όταν τα σκεφτόμουν αυτά.

Θα έμενα μαζί της μέχρι το τέλος.

Η τηλεόραση στο σαλόνι ήταν ανοιχτή.

Πρώτη είδηση ήταν η μεγάλη επιχείρηση της αστυνομίας για την εξάρθρωση επικίνδυνου κυκλώματος κακοποιών.

Το ρεπορτάζ αναφερόταν στις συλλήψεις, αλλά και σε έναν κακοποιό που είχε καταφέρει να διαφύγει με ένα όχημα, το οποίο βρέθηκε παρατημένο μερικά χιλιόμετρα μακριά.

"Οι αρχές έχουν εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό σε όλη την περιοχή για να εντοπίσουν τον οπλισμένο κακοποιό" είπε μια δημοσιογράφος, που έμοιαζε να ενδιαφέρεται περισσότερο για το αν το μακιγιάζ της "έγραφε" καλά στην κάμερα, παρά γι' αυτά που έλεγε.

Ώστε ο Νικ το είχε σκάσει τελικά.

Ο άνθρωπος που πάτησε την σκανδάλη.

Βράδιασε, ξαναπήγα στην ρεσεψιόν, δεν υπήρχε καμιά εξέλιξη.

Το επόμενο πρωί το ίδιο.

Και το επόμενο βράδυ.

Ήμουν πάντα εκεί, δεν μπορούσα να φύγω.

Και ξανά το πρωί στη ρεσεψιόν, και πάλι το βράδυ, καμιά εξέλιξη.

Δεν ήξερα πόσες μέρες είχαν περάσει από την νύχτα που τραυματίστηκε η Alexa, είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου πια.

Ένα πρωί, μπορεί να ήταν το τρίτο, το τέταρτο ή το πέμπτο πρωί, δεν ήξερα πια, πήγα πάλι να ρωτήσω.

"Alexa Lane, έχετε κάτι νεότερο? Κοιτάξτε σας παρακαλώ".

Η κυρία στον γκισέ κοίταξε, και μετά κοίταξε εμένα.

Ξανακοίταξε την οθόνη, και μετά πάλι εμένα.

Χαμήλωσε το βλέμμα "λυπάμαι πολύ κύριε" μου είπε, "πέθανε τα ξημερώματα".

Ξαφνικά ο κόσμος έγινε χίλια κομμάτια.

Θρύψαλα μπροστά στα μάτια μου.

Λύγισα, "είσαστε σίγουρη?" ρώτησα με τρεμάμενη φωνή.

Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, "λυπάμαι" είπε πάλι.

Έτρεξα στο δωμάτιο 12, στο κρεβάτι της είχαν βάλει έναν παππού, κι αυτός ήταν γεμάτος σωληνάκια.

Γύρισα αργά, σκυφτά, βουβά, πήρα τον δρόμο προς την έξοδο.

Όλα είχαν τελειώσει πια.

Δεν υπήρχε τίποτα, ούτε ελπίδα, ούτε φως, ούτε ανάσα.

Κοιτάζοντας μέσα μου δεν είδα τίποτα, μόνο κενό, ίσως να μην υπήρχα ούτε εγώ ....

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:

Απαντήσεις

Trending...

Νέα θέματα

Back
Top