"The wood conspiracy" το νέο "Polotus"

Είχα γεράσει τριάντα χρόνια σε μια στιγμή.

Τα κουρασμένα αβέβαια βήματά μου, με πήγαν μέχρι το αυτοκίνητο.

Μπήκα μέσα και ξεκίνησα.

Δεν είχα κάπου να πάω, δεν είχα πια ούτε σκοπό.

Οδηγούσα μέσα στην πόλη, περνώντας πολλές φορές από τους ίδιους δρόμους, χωρίς προορισμό.

Κοιτούσα γύρω μου, και τα μέρη που είχα περπατήσει χιλιάδες φορές, φαίνονταν άγνωστα, ξένα.

Αποφάσισα, να πάω στο σπίτι μου, που το είχα αφήσει σε άθλια κατάσταση.

Όταν μπήκα μέσα, αντίκρισα το χάος που υπήρχε την τελευταία φορά που το είδα.

Δεν με ένοιαζε, πήγα στο σαλόνι και πήρα ένα μπουκάλι Jack.

Κάθισα σε μια καρέκλα, άναψα τσιγάρο, και γέμισα ένα ποτήρι.

Δύο ώρες αργότερα, το μπουκάλι τελείωνε, αλλά τα φαντάσματα μέσα μου δεν έλεγαν να με αφήσουν να ησυχάσω.

Πήρα το μπουκάλι, και πήγα μέχρι το δωμάτιο.

Το κρεβάτι ήταν ανάποδα, κάθισα στο στρώμα που ήταν στο πάτωμα, ακούμπησα την πλάτη μου πίσω, και έκλεισα τα μάτια.

Όταν ξύπνησα μερικές ώρες αργότερα, ήμουν περίπου στην ίδια στάση.

Με μια κίνηση άδειασα στο στόμα μου ότι είχε απομείνει στο μπουκάλι, και άνοιξα άλλο ένα.

Οι φωνές στο μυαλό μου δεν σταματούσαν, όσο κι αν προσπαθούσα να τις κάνω να σωπάσουν.

Μου μιλούσαν για αγγέλους.

Κάποιοι λένε, ότι πολλές φορές οι άγγελοι, κατεβαίνουν στην γη, παίρνοντας ανθρώπινη μορφή, και έτσι δεν μπορούμε να τους καταλάβουμε.

Αν όμως κάποιος μπορέσει να ξεχωρίσει έναν άγγελο ανάμεσα στους ανθρώπους, τότε πρέπει να τον κρατήσει, γιατί η μοίρα του είναι δεμένη μ' αυτόν, ο άγγελος αυτός θα είναι για πάντα δίπλα του.

Εγώ είχα βρει τον άγγελό μου, αλλά αντί να τον κρατήσω, τον πρόδωσα.

Τον απογοήτευσα τόσο πολύ, που αποφάσισε να γυρίσει πίσω, εκεί που ανήκε, στον ουρανό, ανάμεσα στους άλλους αγγέλους.

Έκλαιγα πια με λυγμούς.

Δυνατά, όχι βουβά.

Ξέσπαγα.

Δύο μέρες αργότερα, βρέθηκα το απόγευμα στο κοιμητήριο.

Ακούμπησα σε ένα δέντρο, και κοιτούσα τον κόσμο που είχε μαζευτεί να αποχαιρετίσει την Alexa για τελευταία φορά.

Όταν κατέβασαν το φέρετρο, η μητέρα της κατέρρευσε, και την κράτησαν την τελευταία στιγμή για να μην σωριαστεί στο έδαφος.

Δεν έκανα καμία προσπάθεια να συγκρατήσω τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά μου.

Σηκώνοντας το κεφάλι, είδα μια φιγούρα πίσω από ένα δέντρο.

Φορούσε ένα τζάκετ με την κουκούλα κατεβασμένη, αλλά μπόρεσα να διακρίνω τα τατουάζ που είχε στα χέρια.

Κινήθηκα προς τα εκεί, αλλά με είδε και εξαφανίστηκε.

Γύρισα στο σπίτι, και έβαλα ένα ποτό.

Ήξερα ότι θα κουβαλούσα για πάντα μέσα μου την Alexa.

Δεν θα έφευγε ποτέ.

Το επόμενο πρωί σηκώθηκα και κάλεσα ένα συνεργείο, που θα αναλάμβανε να πετάξει τα κατεστραμμένα έπιπλα.

Παρήγγειλα καινούρια.

Κάλεσα και τον τζαμά, να αλλάξει το σπασμένο τζάμι στην πίσω πλευρά του σπιτιού.

Είχα αρχίσει να μαζεύω τα ρούχα που ήταν πεταμένα στο πάτωμα, όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας.

Άνοιξα και είδα δύο άνδρες, που φορούσαν πανομοιότυπα σκούρα κοστούμια, τα οποία φώναζαν από μακριά ότι ήταν αστυνομικοί.

Μου είπαν ότι ήταν από ένα ειδικό πολιτειακό σώμα προστασίας μαρτύρων, και μου πρότειναν να με στείλουν κάπου αλλού με απόλυτη μυστικότητα, αναλαμβάνοντας την προστασία μου, όσο ο Νικ κυκλοφορούσε ελεύθερος.

Αρνήθηκα ευγενικά, λέγοντάς τους ότι δεν πίστευα ότι ήταν τόσο τρελός να εμφανιστεί πάλι εδώ, με όλη την αστυνομία της περιοχής να τον κυνηγάει, αν και από μέσα μου ευχόμουν να το τολμήσει, και να είχα την ευκαιρία να του ανταποδώσω ότι είχε κάνει στην Alexa.

Όταν έφυγαν, πήγα στο νοσοκομείο.

Ο Terry είχε συνέρθει, μπήκα στο δωμάτιο και τον αγκάλιασα.

"Με κοψοχόλιασες παλιόφιλε" του είπα "νόμιζα ότι θα σ' έχανα".

"Και θα με έχανες σίγουρα, αν δεν είχες έρθει εκείνη την στιγμή στο Sunset" απάντησε, "έφυγαν βιαστικά και δεν πρόλαβαν να με αποτελειώσουν. Με έσωσες φίλε".

"Φτάνει που είσαι καλά Terry" του είπα.

"Μπορείς να μου κάνεις μια χάρη?" ρώτησε.

"Τι θέλεις?"

"Πριν κάτι μήνες έγινε μια συνάντηση νοιζάδων και δεν είχες έρθει, θυμάσαι?"

"Φυσικά".

"Λίγο καιρό αργότερα, άρχισαν να κυκλοφορούν κάτι φήμες ότι κάποια όργανα που βρέθηκαν εκεί, είχαν πιάσει σαράκι. Μπορείς να πας το μπάσο μου στον τεχνικό να το δει?"

"Θα το πάω, μην αγχώνεσαι" του είπα καθησυχαστικά.

Την επόμενη μέρα, τηλεφώνησα στον Μάριο, άφησα το μπάσο του Terry στον τεχνικό, και πέρασα από το Depot.

Έπρεπε να κάνω κάτι ακόμα.

"Λυπάμαι πολύ για την φίλη σου Dim" μου είπε, και αρκέστηκα απλά να κουνήσω το κεφάλι.

"Υπάρχει ένας άνθρωπος που μου έσωσε την ζωή Μάριο, του χρωστάω" του είπα, και του μίλησα για τον σουπιά.

Όταν άκουσε την ιστορία, μου έδωσε το όνομα μιας ταβέρνας στο λιμάνι, και μια διεύθυνση, "εδώ θα μπορεί να τρώει κάθε μέρα χωρίς να πληρώνει, θα το κανονίσω, και στην διεύθυνση αυτή, βρίσκεται ένα σπίτι που μου ανήκει και είναι κλειστό χρόνια, μπορεί να μένει εκεί" μου είπε.

"Αν θέλει, υπάρχει και δουλειά γι' αυτόν" συνέχισε.

"Δεν θα ήθελα να μπλέξει και σε τέτοιες δουλειές, έχει φάκελο για μικροκλοπές έτσι κι αλλιώς" του απάντησα.

Γέλασε, "εννοώ δουλειές στην αποθήκη του μαγαζιού, επίσης χρειάζονται και κάποιοι οδηγοί για τα φορτηγά προμηθειών" μου είπε.

Του έσφιξα το χέρι, και ξεκίνησα για το λιμάνι.

Έφτασα στην προκυμαία, κατέβηκα από κάτω, εκεί που έμενε ο σουπιάς.

Ήταν καταμεσήμερο, και κοιμόταν του καλού καιρού.

Η ανάσα του βρωμούσε φθηνό κρασί.

Τον κούνησα και πετάχτηκε με ένα σουγιά στο χέρι.

Τραβήχτηκα πίσω "ήρεμα σουπιά" του είπα, "δεν με θυμάσαι?"

Έτριψε τα τσιμπλιασμένα μάτια του "κάπου σε έχω ξαναδεί εσένα."

"Με είχαν πάει για μπάνιο δεμένο ένα βράδυ, και με είχες σώσει" του είπα.

"Α, ναι, κάτι θυμάμαι" απάντησε, "και τι θέλεις τώρα, μετάνιωσες και θέλεις να σε ξαναρίξω μέσα?", γέλασε και άφησε να φανεί μια σειρά σαπισμένα δόντια.

"Πεινάς?" τον ρώτησα.

"Σαν λύκος" απάντησε.

"Τότε σήκω και πάμε" είπα επιτακτικά, "σου χρωστάω, πρέπει να σου ξεπληρώσω τα χρωστούμενα".

Πήγαμε στην ταβέρνα, και όσο έτρωγε του εξηγούσα αυτά που μου είχε πει ο Μάριο.

Μετά πήγαμε και στο σπίτι που ήταν στην διεύθυνση που μου είχε δώσει.

"Είσαι σπαθί λεβέντη μου" είπε, "όμως για την δουλειά ... πρέπει να το σκεφτώ".

"Κάνε ότι θέλεις" του είπα, κι έφυγα.

Πήγα κατευθείαν στο Sunset, πήρα την κιθάρα να την παραδώσω στην αστυνομία, και καθώς έφευγα, θυμήθηκα το δωμάτιο που είχαμε μείνει με την Alexa.

Άνοιξα την πόρτα διστακτικά και μπήκα.

Όλα ήταν όπως τα είχαμε αφήσει.

Θυμήθηκα το φόρεμά της, τον ενθουσιασμό της όταν μου το έδειχνε, τον θεατρικό τρόπο που μου μιλούσε, το βλέμμα της, τις εκφράσεις της.

Κοίταξα δίπλα στο κρεβάτι, το σακ βουαγιάζ με τα ρούχα της ήταν ακόμα εκεί.

Με κόπο συγκράτησα ένα δάκρυ, πήρα το σακ βουαγιάζ, την σακούλα με την κιθάρα και πήγα στο αυτοκίνητο.

Γύρισα στο σπίτι, δεν υπήρχε πια το ίδιο χάος παντού, είχε αρχίσει ήδη να μοιάζει πάλι με πραγματικό σπίτι.

Μα ήμουν μόνος, πρώτη φορά με ενοχλούσε αυτό, συνήθως μου άρεσε η μοναξιά.

Τώρα ήταν αλλιώς, η μοναξιά σήμαινε σιωπή, και στην ησυχία της σιωπής άρχιζαν πάλι να ακούγονται οι φωνές στο μυαλό μου.

Τα φαντάσματα ήταν εκεί, και θα ήταν εκεί για πάντα.

Πνιγόμουν.

Ανέβηκα στο στούντιο, και βίδωσα το μπράτσο της Μπρεντ Μέισον στο σώμα.

Της πέρασα χορδές και άρχισα να την σκαλίζω.

Άνοιξα το DAW στον υπολογιστή, όπλισα ένα κανάλι, και άρχισα να παίζω.

Δεν ήξερα τι έπαιζα, δεν σκεφτόμουν τίποτα, μόνο έβγαζα σε ήχο αυτό που με έπνιγε εσωτερικά.

Σε λίγο είχε γεννηθεί ένα κομμάτι.

Ο τίτλος του φυσικά ήταν ... "Alexa" ....

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος.

Η ζωή είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει σταδιακά τους φυσιολογικούς ρυθμούς της.

Μέσα μου όμως η σιωπή παρέμενε, το ίδιο και οι φωνές στο μυαλό μου.

Σχεδόν μέρα παρά μέρα, πήγαινα λουλούδια στην Alexa, και καθόμουν λίγο δίπλα της να μην αισθάνεται μοναξιά.

Ή μήπως για να μην αισθάνομαι εγώ μοναξιά?

Η υπόθεση είχε πάρει τον δρόμο της, ο Κρόου και ο Γιαν ήταν στην φυλακή, η εταιρεία χημικών που είχε αγοράσει την φόρμουλα, είχε κληθεί να πληρώσει μια τεράστια αποζημίωση στην fender και ένα αστρονομικό πρόστιμο στην πολιτεία, και η fender έκανε την απαραίτητη εκκαθάριση στο προσωπικό της.

Οι μόνοι που έμειναν έξω από το κάδρο ήταν οι Κινέζοι.

Δεν έγινε καμία αναφορά σ' αυτούς, πιθανότατα για λόγους προστασίας του Κρόου που είχε ομολογήσει τα πάντα.

Λίγους μήνες αργότερα όμως, διάβασα ότι ο Κρόου είχε βρεθεί νεκρός στην φυλακή.

Κάποιος τον είχε μαχαιρώσει στο ντους με ένα κομμάτι γυαλί.

Ο δολοφόνος παρέμενε άγνωστος.

Ο Νικ κυκλοφορούσε ακόμα ελεύθερος, παρ' όλες τις φιλότιμες προσπάθειες της αστυνομίας, ήταν πολύ έξυπνος και ήξερε να φυλάγεται.

Υπήρξαν κάποιες αναφορές γι' αυτόν στα βόρεια της χώρας, πολύ μακριά από την πόλη.

Τον τελευταίο καιρό έβλεπα παρκαρισμένο κοντά στο σπίτι, ένα επαγγελματικό βαν που δεν υπήρχε παλαιότερα.

Μετά από όσα είχαν γίνει, είχα συνηθίσει να παρατηρώ τα πάντα, και να είμαι σε επιφυλακή.

Όμως κάποιες φορές έτυχε να δω τον οδηγό του οχήματος, και όταν τον χαιρέτησα από μακρυά, αυτός ανταπέδωσε με εγκάρδιες κινήσεις τον χαιρετισμό χαμογελώντας, χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια να κρυφτεί.

Σκέφτηκα λοιπόν ότι κάποιο σπίτι στην γειτονιά είχε αποκτήσει καινούριους ενοίκους.

Μια μέρα γύρισα από το κοιμητήριο αργά το απόγευμα, είχε ήδη πέσει ο ήλιος και βράδιαζε.

Ήταν μια συνηθισμένη μέρα, μια μέρα σαν όλες τις άλλες.

Μπήκα στο σπίτι, έβαλα ένα ποτό, και βυθίστηκα σε μια πολυθρόνα, έχοντας στο μυαλό μου την Alexa.

Πάντα ήταν δύσκολες οι πρώτες στιγμές που γύριζα στο σπίτι από το κοιμητήριο.

Ένιωσα την παγερή σιωπή να αργοσέρνεται πάλι, όπου να 'ναι θα άρχιζαν και οι φωνές.

Έπρεπε να σπάσω την σιωπή, "θα βάλω κάτι να ακούσω" σκέφτηκα "δυνατά, όπως έκανα το πρωί".

Θυμήθηκα ότι είχα κόψει ένα κομμάτι του Eric Dolphy στην μέση όταν έκλεισα την μουσική.

Κοίταξα τριγύρω για το τηλεχειριστήριο του ηχοσυστήματος, ήταν πίσω από το τασάκι, σε ένα τραπεζάκι που ήταν δίπλα στο παράθυρο.

Σηκώθηκα, αλλά πριν προλάβω να το πιάσω, άκουσα τον ήχο γυαλιού που σπάει, από το πίσω μέρος του σπιτιού.

Τι ήταν πάλι αυτό?

Κινήθηκα προς τα εκεί, αλλά πριν φτάσω στην πόρτα του σαλονιού, αντίκρισα την σκοτεινή κάννη ενός περιστρόφου, που με κοιτούσε κατάματα.

Το χέρι που κρατούσε το περίστροφο ήταν γεμάτο τατουάζ.

Έκανα δύο βήματα προς τα πίσω, και ο Νικ μπήκε στο σαλόνι με το όπλο στραμμένο πάνω μου.

"Σκότωσες την πριγκηπέσσα μου" είπε με έναν περίεργο τόνο στην φωνή, "ήρθε η ώρα να πληρώσεις".

Είχε ένα βλέμμα τρελού, και η φωνή του είχε ένα τόνο παράνοιας, έμοιαζε με μικρού παιδιού που του είχαν πάρει το παιχνίδι από το χέρι.

"Σκότωσες την Alexa μου" είπε πάλι, και κινήθηκε προς το μέρος μου.

Προσπαθούσα να σκεφτώ, έπρεπε να κερδίσω λίγο χρόνο.

"Εγώ αλλιώς τα θυμάμαι" του απάντησα, ψάχνοντας ταυτόχρονα τρόπο διαφυγής.

"Σκοτώθηκε εξ' αιτίας σου, αν δεν ήσουν εσύ θα ζούσε τώρα" συνέχισε, με την ίδια παρανοϊκή φωνή.

Είδα τα τσιγάρα μου πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, και του τα έδειξα με ένα νεύμα, "μπορώ?" ρώτησα.

Ένευσε καταφατικά, "έτσι κι αλλιώς θα είναι το τελευταίο σου" είπε.

Έβγαλα ένα τσιγάρο από το πακέτο και το άναψα.

"Θα ζούσε αν δεν πυροβολούσες" του απάντησα, κοιτάζοντας τον χώρο γύρω μου.

Ένα τρελό σχέδιο είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό μου, ίσως να ήταν η μόνη μου ελπίδα.

"Προσπάθησες να την πάρεις από μένα" είπε ο Νικ, "την ήθελες για τον εαυτό σου, και όταν δεν τα κατάφερες την σκότωσες".

Η καύτρα του τσιγάρου μεγάλωνε, έπρεπε να τινάξω την στάχτη.

Έκανα δύο βήματα πολύ αργά, προς το τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο που είχε πάνω το τασάκι, και την τίναξα.

"Εκείνο το βράδυ δεν ήξερα καν ότι ήταν εκεί" του είπα, "προσπάθησα να την κρατήσω μακριά".

"Σου άξιζε να πεθάνεις τότε, αλλά θα πεθάνεις τώρα" είπε με τον ίδιο παρανοϊκό τόνο στην φωνή του, "μου στέρησες την πριγκιπέσσα μου."

Η καύτρα κόντευε να φτάσει στα δάχτυλα, πλησίασα το τσιγάρο στο τασάκι για να την τινάξω.

Όταν η παλάμη μου έφτασε στο τασάκι, με το μικρό μου δαχτυλάκι πάτησα το play στο τηλεχειριστήριο του ηχοσυστήματος που ήταν ακριβώς δίπλα του.

Το ουρλιαχτό από το alto sax του Eric Dolphy ξεχύθηκε σαν εκκωφαντική καταιγίδα από τα θηριώδη ηχεία που βρίσκονταν ακριβώς πίσω από τον Νικ.

Για ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου, μόνο για ένα χιλιοστό, αποσπάστηκε η προσοχή του από μένα.

Δεν θα είχα άλλη ευκαιρία, βούτηξα στο κλειστό παράθυρο που έγινε κομμάτια και βρέθηκα έξω στην αυλή, ενώ τρεις σφαίρες έσκιζαν τον αέρα στο μέρος που ήταν το σώμα μου λίγο πριν.

Έβγαλε το κεφάλι του απ' το σπασμένο παράθυρο και πυροβόλησε άλλες δύο φορές, ενώ έστριβα την γωνία προς το πίσω μέρος του σπιτιού.

Αισθανόμουν το σώμα μου γεμάτο μικρά κομμάτια γυαλιού από το τζάμι.

Άκουσα την εξώπορτα, έβγαινε από εκεί, έκανε τον γύρο του σπιτιού περπατώντας αργά.

Μπήκα σε μια μικρή αποθηκούλα πίσω από το σπίτι, που έβαζα διάφορα εργαλεία, ξύλα για το τζάκι, και κάποιες παλιατζούρες.

Ένα μικρό κομμάτι από κομμένο μαδέρι, συγκρατούσε την ντάνα των ξύλων για το τζάκι, που ήταν στοιβαγμένα σε ένα ράφι.

Πήρα ένα κομμάτι σχοινί και έδεσα πρόχειρα το πόμολο της πόρτας στην μια άκρη του, και το μαδέρι που συγκρατούσε τα ξύλα στην άλλη.

Έπιασα έναν λοστό, και κρύφτηκα στον απέναντι τοίχο από τα ξύλα.

Τον άκουγα να πλησιάζει, έφτασε έξω από την αποθήκη, δίστασε.

Άνοιξε απότομα την πόρτα και μπήκε.

Το κομμάτι από το μαδέρι έφυγε απ' την θέση του, και τα ξύλα άρχισαν να πέφτουν στο πάτωμα.

Γύρισε προς τα εκεί με το περίστροφο προτεταμένο.

Πετάχτηκα και με τον λοστό χτύπησα με όλη μου την δύναμη το χέρι του που κρατούσε το όπλο.

Το όπλο βρέθηκε στο πάτωμα.

Πριν προλάβει να σκύψει να το πιάσει, έπεσα πάνω του και βρεθήκαμε και οι δύο έξω από την μικρή αποθήκη.

Προσπάθησα να τον χτυπήσω με τον λοστό, αλλά μου μπλόκαρε το χέρι, και με κλώτσησε στο καλάμι, ενώ την ίδια στιγμή η γροθιά του με έβρισκε στο στομάχι.

Ο λοστός μου έπεσε απ' τα χέρια.

Δέχτηκα άλλες δύο γροθιές στο πρόσωπο.

Έπεσα στο έδαφος, και αισθάνθηκα το βάρος του πάνω μου.

Δεχόμουν απανωτές γροθιές στο πρόσωπο, κάτι υγρό και πηχτό γέμιζε το στόμα μου.

Ένιωσα τις παλάμες του στον λαιμό μου, προσπάθησα να ξεφύγω αλλά ήταν πολύ δυνατός.

Το σφίξιμο στον λαιμό μου μεγάλωνε, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα.

Σιγά σιγά οι ήχοι άρχισαν να γίνονται όλο και πιο μακρινοί, η όρασή μου μαύριζε.

Σε λίγο μαύρισαν όλα, δεν μπορούσα πια να αντισταθώ, αφέθηκα.

Κάπου μακριά ακούστηκαν αχνά σειρήνες, ίσως πάλι να ήταν απλά η φαντασία μου.

Δεν είχα ανάσα, έφευγα, γλιστρούσα, έπλεα.

Τότε ήρθε στο μυαλό μου το πρόσωπο της Alexa, τα βουρκωμένα μάτια της, τα χείλη της που είχαν χλωμιάσει.

Άκουσα την φωνή της να λέει "μην πας σε παρακαλώ", είδα τον κόκκινο λεκέ στην μπλούζα της, το παγωμένο της βλέμμα, είδα τις τρεις λάμψεις μέσα στο SUV από το όπλο του Νικ, είδα την γυναίκα στο νοσοκομείο να χαμηλώνει το βλέμμα και να μου λέει "λυπάμαι κύριε, πέθανε".

Και τότε κάτι ξύπνησε μέσα μου.

Είχα μπροστά μου τον δολοφόνο της, και αφηνόμουν στην μοίρα μου.

Την πρόδιδα ξανά.

Εκείνη την στιγμή δεν αισθανόμουν πια τίποτα, ούτε πόνο, ούτε θάνατο.

Μόνο οργή, τυφλή οργή, δεν θα την εγκατέλειπα πάλι.

Τον χτύπησα με τις γροθιές μου στα πλευρά με όση δύναμη μου είχε απομείνει, και σηκώνοντας το σώμα μου έσκασα το γόνατό μου στο ευαίσθητο σημείο ανάμεσα στα πόδια του, ούρλιαξε.

Το σφίξιμο στον λαιμό μου χαλάρωσε, και τον χτύπησα με το κεφάλι κατευθείαν στην μύτη, έπεσε.

Γύρισα, ανέβηκα πάνω του και τον χτύπησα στο πρόσωπο.

Τον χτύπησα πάλι, και πάλι, ξανά και ξανά.

Θόλωσα.

Έβλεπα τον κόκκινο λεκέ στην μπλούζα της Alexa, και χτυπούσα, χτυπούσα, στο στήθος, στην κοιλιά, στο πρόσωπο, ξανά και ξανά.

Έβλεπα τα δάκρυα στα μάτια της, και χτυπούσα πάλι.

Όλα μπροστά στα μάτια μου ήταν σκεπασμένα με μια κόκκινη κουρτίνα.

Έβλεπα το αίμα από το στόμα μου να στάζει πάνω του.

Και χτυπούσα, χτυπούσα, δεν ένιωθα πια τίποτα, μόνο χτυπούσα ξανά και ξανά.

Τυφλή οργή.

Χτυπούσα για την Alexa, χτυπούσα για τον άγγελο που δεν μπόρεσα να κρατήσω μαζί μου, χτυπούσα για μένα, για τις σιωπές, για τις φωνές, χτυπούσα για την μοναξιά, απλά χτυπούσα.

Ξαφνικά αισθάνθηκα χέρια να με τραβάνε, αντιστάθηκα, συνέχισα να χτυπάω.

Τα χέρια με τράβηξαν δυνατά, "σταμάτα, θα τον σκοτώσεις" είπε μια φωνή.

Γύρισα και είδα τέσσερεις αστυνομικούς, και δύο περιπολικά στην άκρη του δρόμου.

Ανακάθισα στο έδαφος τρέμοντας από την οργή μου.

"Έπρεπε να με αφήσετε να τον σκοτώσω" τους είπα, "τι σας έφερε στην γειτονιά μας?"

"Ακούστηκαν πυροβολισμοί κύριε" απάντησε ο ένας.

Μου πήρε αρκετή ώρα να συνέλθω, και ακόμα περισσότερη να τους εξηγήσω.

Ο Νικ είχε αρχίσει να συνέρχεται.

Είπα στους αστυνομικούς ποιος ήταν, και το επιβεβαίωσαν επικοινωνώντας με τα κεντρικά.

Τον σήκωσαν να τον βάλουν στο περιπολικό, αλλά αυτός έπεσε πάλι, δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος.

Ένας αστυνομικός τον σήκωσε πάλι και τον κουβάλησε μέχρι την πόρτα του περιπολικού, ενώ οι άλλοι τρεις συνάδελφοί του ήταν περίπου δέκα μέτρα πίσω, και κατευθύνονταν κι αυτοί προς τα αυτοκίνητά τους.

Όταν ο αστυνομικός προσπάθησε να σπρώξει τον Νικ στο πίσω κάθισμα, αυτός με μια απότομη κίνηση, του πήρε το όπλο, και τον πυροβόλησε εξ' επαφής στην κοιλιά.

Όσο οι υπόλοιποι έβγαζαν τα όπλα τους, έκανε ένα απίστευτο ακροβατικό άλμα, που φάνταζε αδύνατο στην κατάσταση που ήταν, και πετάχτηκε στον δρόμο για να καλυφτεί πίσω από το περιπολικό.

Δεν είχε δει όμως το όχημα που ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα από την αντίθετη πλευρά του δρόμου, και τον χτύπησε πετώντας τον καμιά εικοσαριά μέτρα μακριά.

Το άψυχο σώμα του Νικ έσκασε σαν άδειο σακί στην άσφαλτο.

Ο οδηγός βγήκε σοκαρισμένος, "δεν έφταιγα" είπε, "πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου".

Τον είχα ξαναδεί, τον είχα χαιρετήσει από μακριά.

Το όχημα ήταν το επαγγελματικό βαν που έβλεπα τον τελευταίο καιρό παρκαρισμένο στην γειτονιά.

Τότε μόνο πρόσεξα το λογότυπο της εταιρείας που υπήρχε στο πλάι, Liquor Co ltd.

Θυμήθηκα ότι αυτή ήταν η εταιρεία που προμήθευε ποτά στο Depot, την είχε στήσει ο Μάριο για να ξεπλένει κέρδη από άλλες δραστηριότητες.

Λίγο αργότερα όλα είχαν τελειώσει, ο οδηγός είχε δώσει κατάθεση, η αστυνομία είχε φύγει, κι εγώ ήμουν πάλι στο σπίτι.

Πονούσα παντού, έκανα ένα ζεστό μπάνιο, προσπάθησα να βγάλω όσο περισσότερα κομμάτια γυαλιού μπορούσα από το σώμα μου, και έβαλα ένα ποτό.

Αυτή την νύχτα, κοιμήθηκα σαν μωρό.

Το επόμενο πρωί, πήρα τηλέφωνο τον τζαμά, "μήπως μπορείς να ξανάρθεις? Έχω άλλα δύο σπασμένα παράθυρα" του είπα.

"Εσύ ή με γουστάρεις πολύ και σπας τα τζάμια για να με βλέπεις, ή παίζεις ποδόσφαιρο στο σπίτι" μου απάντησε γελώντας, και ήρθε μια ώρα περίπου αργότερα.

Όταν έφυγε, τηλεφώνησα στον Μάριο και πέρασα από το Depot.

Προσπέρασα αδιάφορα τον Πορτορικανό με το ξυρισμένο κεφάλι πάνω στην σκηνή, που το μόνο μέρος του σώματός του χωρίς τατουάζ πρέπει να ήταν τα μάτια του.

"Τι έπαθε το πρόσωπό σου?" ρώτησε ο Μάριο.

"Κόπηκα στο ξύρισμα" του απάντησα, και γέλασε δυνατά.

Ο Roberto κούνησε το κεφάλι, "αν είναι έτσι ο Dim, φαντάσου πώς θα είναι το πρόσωπο του άλλου" είπε στον Μάριο χαμογελώντας.

"Σας ευχαριστώ πολύ και τους δύο για όλα" τους είπα, "ακόμα και για τα χθεσινά".

"Τι εννοείς?" ρώτησε ο Μάριο.

"Μιλάω για το βανάκι που βρέθηκε εκεί την κατάλληλη στιγμή" του είπα.

Με κοίταξε χαμογελώντας, και με χτύπησε φιλικά στον ώμο.

"Το ότι βρέθηκε το βαν εκεί, ήταν ... θέλημα Θεού Dim" είπε και ξέσπασε σε γέλια, "πραγματικά θέλημα Θεού".

Του έσφιξα το χέρι, και βγήκα έξω.

Κοίταξα γύρω μου, ο κόσμος μου φαινόταν λίγο διαφορετικός, λίγο πιο φιλικός, πιο πρόθυμος να συγχωρήσει.

Γύρισα στο σπίτι, και έβαλα ένα ποτό.

Βολεύτηκα βαθιά σε μια πολυθρόνα, έβαλα να ακούω το Kind of Blue του Miles και άναψα ένα τσιγάρο.

"Άραγε θα ερχόταν πάλι η σιωπή? Θα συνέχιζαν να με βασανίζουν τα φαντάσματα και οι φωνές?" αναρωτήθηκα.

Μόνο το μέλλον θα μπορούσε να το δείξει ....

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Οι μέρες περνούσαν, και γύρω μου δεν άλλαζε τίποτα.

Οι πιο ευχάριστες ώρες της ημέρας, ήταν αυτές που περνούσα παρέα με την Alexa.

Πήγαινα πια καθημερινά στο κοιμητήριο, με λίγα λουλούδια στο χέρι, σαν να επρόκειτο να ζητήσω το χέρι της.

Καθόμουν εκεί και μιλούσαμε βουβά, αλλά τόσο ουσιαστικά, τόσο ειλικρινά, τόσο λυτρωτικά.

Αισθανόμουν μια αλλαγή σταδιακά στον τρόπο που επικοινωνούσαμε, στον τόνο της σιωπηλής φωνής της, ήταν πιο χαλαρή, έμοιαζε σαν ανακουφισμένη.

Ή μήπως ήταν η δική μου εσωτερική φωνή που άλλαζε?

Η σιωπή ερχόταν ολοένα και πιο σπάνια, και οι φωνές δεν ήταν πια τόσο επικριτικές, τόσο επιθετικές, τόσο αμείλικτες.

Ένα όμορφο φθινοπωρινό απόγευμα, καμιά δεκαπενταριά μέρες από τον θάνατο του Νικ, με βρήκε πάλι στο κοιμητήριο.

Ο καιρός είχε ψυχράνει απότομα τις τελευταίες μέρες, αν και ο ήλιος που τώρα κρυβόταν σιγά σιγά πίσω απ' τα δέντρα, είχε κάνει ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του όλη την μέρα.

Την ώρα που άφηνα τα λουλούδια, είχα μια περίεργη αίσθηση, σαν κάποιος να με παρακολουθεί.

Κοίταξα τριγύρω, μα δεν είδα κανέναν, ήμουν μόνος με την Alexa.

Κι όμως, αυτή η αίσθηση συνεχίστηκε σχεδόν σε όλη την διάρκεια της επίσκεψής μου στο κοιμητήριο.

Θεώρησα ότι είχα αρχίσει να γίνομαι υπερβολικός μετά όλα αυτά που είχαν συμβεί, σε λίγο θα πρόσεχα ακόμα και την σκιά μου αν συνέχιζα έτσι.

"Ο καλύτερος τρόπος να τρελαθώ" σκέφτηκα, "είναι να θεωρώ ότι παντού και πάντα υπάρχουν απειλές".

Είχε νυχτώσει πια για τα καλά όταν γύρισα στο σπίτι.

Το κρύο ήταν αρκετό, άναψα το τζάκι, και πέταξα μέσα μερικά κούτσουρα.

Έβαλα ένα album του Chet Baker να παίζει, γέμισα ένα ποτήρι Jack, άναψα ένα τσιγάρο, και κάθισα να χαζεύω την φλόγα, ακούγοντας την υπέροχη τρομπέτα να διηγείται ένα σωρό ιστορίες.

Λίγο αργότερα χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας.

Η αλήθεια είναι ότι ξαφνιάστηκα, δεν περίμενα κανέναν.

Πλησίαζε το αγαπημένο μου κομμάτι από το album, και δεν ήθελα να το χάσω, οπότε σηκώθηκα βιαστικά να ανοίξω, για να επιστρέψω το γρηγορότερο στην τρομπέτα του Chet.

Άνοιξα την πόρτα, και πάγωσα.

Ήταν εκεί, στεκόταν μπροστά μου.

Μπροστά στα μάτια μου, μόλις αντίκριζα την Alexa.

Ήταν λουσμένη στο φως του φεγγαριού, που της έδινε μια σχεδόν υπερβατική λάμψη.

Τα μάτια της ήταν λαμπερά, τα χείλη της κόκκινα, το πρόσωπό της γεμάτο ζωή.

Το σοκ ήταν τεράστιο, τα 'χασα, στηρίχτηκα στην πόρτα για να μην σωριαστώ στο πάτωμα.

"Δεν μπορεί" σκέφτηκα, "ή έχω τρελαθεί, ή ... είμαι νεκρός και δεν το ξέρω".

Στάθηκα εκεί και την κοιτούσα ανίκανος να αρθρώσω λέξη.

"Καλησπέρα Dim" μου είπε.

Ήταν η φωνή της, η δική της φωνή, Θεέ μου.

Δεν μπόρεσα να πω τίποτα, μόνο την κοιτούσα ακίνητος με τα μάτια γουρλωμένα.

"Λοιπόν" συνέχισε, "θα μου πεις να περάσω, ή θα καθόμαστε έτσι, εδώ έξω στο κρύο?"

Πάλι δεν μίλησα, μόνο παραμέρισα και εκείνη πέρασε στο σπίτι.

Το κομμάτι που περίμενα από τον δίσκο του Chet μόλις άρχιζε, το αγαπημένο μου.

My Funny Valentine ...

Μπήκα και έκλεισα πίσω μου την πόρτα.

"Alexa" μπόρεσα να ψελλίσω μόνο, "πώς? τι?"

Χαμογέλασε και κάθισε στον καναπέ.

Σ' ένα τέτοιο χαμόγελο τίποτα δεν θα μπορούσε να αντισταθεί.

Ήταν πιο όμορφη από ποτέ.

"Βλέπω ότι με θυμήθηκες" είπε χαμογελώντας, "καλό αυτό".

Κατέβασα όλο το ποτήρι μονορούφι και έβαλα άλλο ένα.

"Θα μπορούσες να μου βάλεις κι εμένα ένα?" ρώτησε, και της έβαλα ένα ποτήρι.

"Alexa" είπα όταν μπόρεσα επιτέλους να αρθρώσω, "είσαι ζωντανή ή τρελαίνομαι?"

Άκουσα το γάργαρο γέλιο της.

Έβαλε το ποτήρι στο στόμα της, και με μια κίνηση των χειλιών της που ίσως να μην ήταν κατάλληλη για καρδιακούς, ήπιε μια γουλιά.

"Είμαι ολοζώντανη Dim, εδώ μπροστά σου, μπορείς να με αγγίξεις αν θέλεις να το διαπιστώσεις και ο ίδιος".

Μου πρότεινε το χέρι της, το άγγιξα.

"Με πιστεύεις τώρα?" ρώτησε.

"Μίλησέ μου σε παρακαλώ" της είπα, "μου είπαν στο νοσοκομείο ότι πέθανες".

Σηκώθηκε αργά και έπιασε το εξώφυλλο του album του Chet Baker που έπαιζε.

"Είναι υπέροχο αυτό το κομμάτι" είπε, ενώ το My Funny Valentine συνέχιζε να ακούγεται από τα ηχεία.

Κούνησα το κεφάλι συμφωνώντας.

Κάθισε πάλι στον καναπέ.

"Την τρίτη μέρα είχα ξεφύγει τον κίνδυνο" είπε, "τότε μπήκαν δύο κύριοι στο δωμάτιο.

Ήταν από ένα πολιτειακό σώμα προστασίας μαρτύρων ή κάτι τέτοιο.

Μου πρότειναν να με φυγαδεύσουν κάπου με απόλυτη μυστικότητα, και να με προστατεύουν όσο ο Νικ ήταν ελεύθερος.

Σκέφτηκα τους γονείς μου, κινδύνευαν όσο ήμουν ζωντανή, ο Νικ θα με απειλούσε πάλι ότι θα τους κάνει κακό για να μην μιλήσω.

Έτσι δέχτηκα.

Συνεννοήθηκαν με τους γιατρούς, να πουν ότι πέθανα, και με πήγαν σε μια κλινική που ήταν σε μια μικρή πόλη στην Ελβετία, μέχρι να γίνω τελείως καλά.

Αργότερα μου βρήκαν μια δουλειά εκεί και με πρόσεχαν.

Δεν έπρεπε να μάθει κανείς τίποτα, ούτε οι γονείς μου.

Ακόμα κι αυτοί δεν ήξεραν Dim.

Πριν λίγες μέρες, έμαθα για τον θάνατο του Νικ.

Ήμουν πια ελεύθερη, μπορούσα να γυρίσω.

Οι γονείς μου ήταν οι πρώτοι που το έμαθαν.

Εσύ είσαι ο αμέσως επόμενος."

Δεν πίστευα στα αυτιά μου, ήταν ζωντανή, ο άγγελός μου δεν με είχε εγκαταλείψει, ήταν εκεί, μαζί μου.

Κατέβασα το κεφάλι, γιατί ένα δάκρυ πίεζε υπερβολικά το μάτι μου θέλοντας να βγει.

"Άτιμη σκόνη" είπα και το σκούπισα.

"Έχεις κάποια δικά μου πράγματα νομίζω" μου είπε "μια τσάντα με κάτι ρούχα. Αν βέβαια τα έχεις ακόμα."

Σηκώθηκα αργά και έφερα την τσάντα με τα ρούχα της που είχα φέρει από το δωμάτιο στο Sunset.

Την άνοιξε, και έβγαλε από μέσα ένα κολάν, και ένα t-shirt.

"Τα θυμάσαι αυτά?" με ρώτησε και ένευσα καταφατικά.

Πώς θα μπορούσα να τα ξεχάσω?

Σηκώθηκε, τα πήρε και τα πέταξε στο τζάκι, "σου είχα υποσχεθεί ότι θα τα κάψω όταν τελειώσουν όλα" είπε.

Τότε μόνο πρόσεξα το απλό γαλάζιο φόρεμα που φορούσε, το οποίο άφηνε ακάλυπτα τα υπέροχα πόδια της λίγο πάνω από το γόνατο, ενώ η στενή γραμμή του τόνιζε την εκπληκτική της σιλουέτα, και τα δύο μικρά ανοιχτά κουμπιά στο ύψος του στήθους, που προκαλούσαν όσο έπρεπε την φαντασία, αφήνοντας να φανεί ένα μικρό μέρος του δαντελένιου εσώρουχου που έκρυβαν.

Έβαλα κι άλλο ποτό, μου είχαν πέσει πολλά μαζεμένα απότομα, και το χρειαζόμουν.

Μου έτεινε το άδειο ποτήρι της.

"Τι έγινε ο φυσικός χυμός μάνγκο, με αγριοσμέουρα και φρούτα του πάθους?" την ρώτησα.

"Αυτό το πίνω κάθε πρωί" απάντησε, "τώρα είναι βράδυ".

Ήμουν τόσο μπερδεμένος, όλα ήταν τόσο ξαφνικά, τα συναισθήματα με έπνιγαν.

Ήθελα τόσο να της μιλήσω, να της πω πώς ένιωσα όταν μου είχαν πει ότι πέθανε, να της μιλήσω για την σιωπή, για τις φωνές, για τα μάτια της, για την μοναξιά, για τον άγγελο που είχα καταφέρει να διακρίνω ανάμεσα στους ανθρώπους, για το κομμάτι με το όνομά της που είχα γράψει, για την χαρά μου που την ξανάβλεπα ζωντανή, για την χαρά μου που ήταν εκεί, στο σπίτι μου.

Αλλά το μόνο που κατάφερα, ήταν να κάθομαι εκεί να την θαυμάζω σιωπηλά.

Κοίταξε γύρω της, "άλλαξες διακόσμηση" μου είπε, "μου αρέσει πολύ, έχεις γούστο".

"Δεν το έκανα επίτηδες, αναγκάστηκα" της απάντησα, "αλλά σ' ευχαριστώ".

Σηκώθηκε, "λοιπόν Dim, πρέπει να φύγω, χάρηκα που τα είπαμε" είπε, "όποτε θέλεις, ξέρεις που θα με βρεις, μην διστάσεις, επικοινώνησε, θα είναι χαρά μου."

"Κάθισε λίγο ακόμα, σε παρακαλώ" ήταν το μόνο που μπόρεσα να αρθρώσω.

"Αν ξαναβάλεις αυτό το υπέροχο κομμάτι, θα καθίσω μέχρι να τελειώσει" μου είπε.

Το My Funny Valentine ακούστηκε πάλι.

Ξανάπιασε το εξώφυλλο, "Chet Baker" μουρμούρισε, "χίλιες φορές καλύτερο από τα alternative που έπαιζε ο Νικ".

Το κομμάτι τελείωσε, η Alexa πήγε στην πόρτα και την άνοιξε.

"Κάνε κάτι ηλίθιε, κάνε κάτι, φεύγει" σκεφτόμουν.

"Λοιπόν Dim, θα τα ξαναπούμε σύντομα ελπίζω" είπε και βγήκε.

"Alexa" φώναξα, "μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση?"

Γύρισε, "φυσικά".

"Πώς θα σου φαινόταν αν κάθε πρωί που ξυπνούσες, έβρισκες στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι σου έναν φυσικό χυμό μάνγκο με αγριοσμέουρα και φρούτα του πάθους?"

Ξαναμπήκε στο σαλόνι σκεφτική "χμ εξαρτάται Dim" απάντησε.

"Από τι?" ρώτησα πάλι.

"Από το αν αυτός που θα φτιάχνει τον χυμό, θα δέχεται να μοιραζόμαστε το ουίσκυ του τα βράδια, ακούγοντας παρέα Chet Baker", απάντησε με ένα πονηρό χαμόγελο.

Έτρεξα, ή μάλλον όχι, πέταξα δίπλα της.

Την αγκάλιασα, και επιτέλους αισθάνθηκα τα χείλη της στα δικά μου ζωντανά, τρυφερά, κόκκινα, γλυκά.

Χάιδεψα τα μαλλιά της, μέθυσα από το άρωμά της, ένιωσα την ανάσα της στο στήθος μου, το βελούδινο άγγιγμά της.

Και αυτή την φορά δεν θα έφευγα, δεν θα πήγαινα πουθενά.

Έδωσα μια κλωτσιά στην πόρτα και την έκλεισα, αφήνοντας απ' έξω όλο τον υπόλοιπο κόσμο.

Ότι χρειαζόμουν, ήταν μέσα, μαζί μου.

Άνοιξα ένα μπουκάλι κρασί, έφερα μια κουβέρτα, και ξαπλώσαμε αγκαλιά σκεπασμένοι δίπλα στο τζάκι.

Αρκετή ώρα αργότερα είχε αποκοιμηθεί πάνω στο στήθος μου.

Δεν χόρταινα να την κοιτάζω.

Σκέφτηκα τα λόγια του Μάριο, όταν είχα σταματήσει να παίζω μουσική στο Depot "είναι ώρα να πας να συναντήσεις την δική σου ζωή Dim".

Είχε δίκιο.

Την συνάντησα, ήταν στην αγκαλιά μου.

Ήταν ο άγγελος που διέκρινα ανάμεσα σε όλους εμάς, τους κοινούς θνητούς.

Και ότι και αν έγινε δεν με εγκατέλειψε, έμεινε μαζί μου.

Την αγκάλιαζα, την κρατούσα σφιχτά.

Δεν θα την έχανα πάλι.

Δεν θα την άφηνα, δεν θα την εγκατέλειπα ποτέ ξανά.

Ποτέ ....

ΤΕΛΟΣ
 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Σίγουρη επιτυχία σαν σενάριο σε old school film noir!

 Κάνε τις απαραίτητες αλλαγές εκτύπωσε το, δέσε το και στείλτο στον Σκορτσέζε. Dim ο Ντι Κάπριο, Alexa η .......

 
Standing Ovation διάρκειας και έντασης εισόδου Obradovic στο ΟΑΚΑ.

Συγκλονιστικό!

Και απολογούμαι δημοσίως στον συγγραφέα, διότι θεώρησα ότι θα διαβάσουμε κωμωδία για ξύλα και σαράκια και πήγα να επέμβω στον χαρακτήρα της Alexa, πιστεύοντας ότι ήταν άλλη μια bimbo.

I stand corrected, δημιουργέ!

Υ.Γ.

Αν είναι να αρχίσουν γυρίσματα, προτείνω Sam Rockwell ή David Duchovny και Margot Robbie ή Inbar Lavy.

 
θεώρησα ότι θα διαβάσουμε κωμωδία για ξύλα και σαράκια


Κατ' αρχήν χίλια "ευχαριστώ" αγαπητέ @Flotzen.

Η αλήθεια είναι ότι κάπως έτσι ξεκίνησε, αλλά στην πορεία με ρούφηξε μέσα.

Τελείως.

Θα τα γράψω αναλυτικά αύριο ή μεθαύριο.

 
the-wolf-of-wall-street-clap.gif

 
Το έχω ήδη εκτυπώσει και πάει για βιβλιοδεσία κατ'οίκον.

Οι παραδοσιακοί αναγνώστες μπορούν να κατεβάσουν το λογοτέχνημα και σε .pdf

Πήρα το θράσος και έκανα μια μικρή επεξεργασία κειμένου . Κάθε ανάρτηση διαφορετικό κεφάλαιο και περιθώρια για βιβλιοδεσία σελίδας Α5.  

The wood conspiracy.pdf

 

Attachments

Το έχω ήδη εκτυπώσει και πάει για βιβλιοδεσία κατ'οίκον.

Οι παραδοσιακοί αναγνώστες μπορούν να κατεβάσουν το λογοτέχνημα και σε .pdf

Πήρα το θράσος και έκανα μια μικρή επεξεργασία κειμένου . Κάθε ανάρτηση διαφορετικό κεφάλαιο και περιθώρια για βιβλιοδεσία σελίδας Α5.  

The wood conspiracy.pdf 612.18 kB · 0 downloads
audience-applause.jpg


 
Το έχω ήδη εκτυπώσει και πάει για βιβλιοδεσία κατ'οίκον.

Οι παραδοσιακοί αναγνώστες μπορούν να κατεβάσουν το λογοτέχνημα και σε .pdf

Πήρα το θράσος και έκανα μια μικρή επεξεργασία κειμένου . Κάθε ανάρτηση διαφορετικό κεφάλαιο και περιθώρια για βιβλιοδεσία σελίδας Α5.  

The wood conspiracy.pdf 612.18 kB · 1 download


Τι λες τώρα!!!! :classic_ohmy: :classic_ohmy: :classic_ohmy: :classic_ohmy:

Με τρέλανες, χίλια "ευχαριστώ" μπουζούκλα μου.

 
ΕΥΓΕ! Εξαιρετικό! ?????Και δεν είμαι και λάτρης του είδους...
Θα γινόταν απίστευτα "μαμάτη" graphic novel που λένε και στο χωριό μου...όχι τίποτα άλλο αλλά για να δούμε πως την φαντάζεσαι αυτή την Αλέξα δηλαδής...?

 
Όλα ξεκίνησαν κατά τύχη, ούτε καν σκεφτόμουν ότι θα κατέληγε έτσι το πράγμα.

Έγραψα ένα μάλλον χιουμοριστικό post στο νήμα του dim για την νέα του tele.

Εκεί που αργότερα αναφέρθηκε στο σαράκι.

Λίγο αργότερα, συνέχισα με ένα δεύτερο post (σαν συνέχεια του πρώτου), το οποίο είχε όμως εμφανείς αναφορές σε αστυνομικό μυθιστόρημα.

Δεν θα έγραφα άλλο τέτοιο post, δεν είχε νόημα.

Έλα όμως που μέσα μου είχα την συνέχεια ...

Αποφάσισα λοιπόν να ανοίξω ένα ξεχωριστό νήμα, για να γράψω μερικά post ακόμα, έτσι για πλάκα μέχρι να τελειώσει.

Υπολόγιζα τρία τέσσερα.

Όμως κάθε φορά που έγραφα κάτι, μέσα μου γεννιόταν και κάτι καινούριο για την συνέχεια.

Σιγά σιγά άρχισα να είμαι εγώ ο Dim (ο ήρωας).

Να αισθάνομαι σαν αυτόν, να βιώνω ότι βίωνε, σχεδόν κυριολεκτικά.

Δεν υπήρχε στιγμή της μέρας που να μην σκέφτομαι τι θα γινόταν στην συνέχεια, σαν να μην το έγραφα εγώ.

Το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ, όλη μέρα ήμουν αφηρημένος.

Με ρούφαγε η ιστορία.

Το ζούσα κανονικά.

Δεν έχω ξανακάνει ποτέ κάτι τέτοιο, ούτε είχα σκοπό να κάνω.

Μου φαίνεται τεράστιο, δύσκολο, αδύνατο.

Έχω τεράστια αδυναμία στην αστυνομική λογοτεχνία, ειδικά την old school, την noir, και κάποια πράγματα έβγαιναν αβίαστα από μέσα μου.

Σιγά σιγά άρχισα να προσέχω περισσότερο τον τρόπο γραφής, τις μικρές λεπτομέρειες.

Έχω γράψει σεντόνια που έσβησα και ξανάγραψα, γιατί δεν μου άρεσε όπως τα έγραφα.

Κολλούσα σε λέξεις (πχ πώς λέμε αυτόν που συγχωρεί), για ώρες.

Κάθε φορά που έγραφα κάποιο κείμενο, φορτιζόμουν τόσο πολύ συναισθηματικά, που ίδρωνα και με έπιανε τρεμούλα.

Ζούσα σαν Dim, μια παράλληλη ζωή.

Έφτασα στο σημείο να ερωτευτώ την Alexa, και μιλάω σοβαρά.

Κάθε φορά πριν γράψω, διάβαζα όλα τα προηγούμενα, έμπαινα στην ψυχή του Dim και φορτιζόμουν, ένιωθα, και μόνο τότε με ικανοποιούσε το αποτέλεσμα, όταν δοκίμασα να γράψω αλλιώς τα έσβησα, δεν είχε ψυχή το γράψιμο, ήταν διαδικαστικό.

Αισθανόμουν όπως αισθανόταν.

Γι' αυτό, το θέμα μου ήταν όχι απλά να διηγηθώ μια ιστορία, αλλά να εμβαθύνω σε χαρακτήρες, σε εσωτερικούς κόσμους, να χτίσω δηλαδή και σε ένα δεύτερο επίπεδο.

Και αυτό, γιατί αυτό το δεύτερο επίπεδο το βίωνα, έπρεπε να μιλήσω γι' αυτό, ήταν ίσως πιο σημαντικό από την ίδια την ιστορία.

Κάποια στοιχεία του Dim συνειδητοποιώ εκ των υστέρων ότι είναι δικά μου, πχ μπορεί να είμαι πάρα πολύ άνετος με γυναίκες σε σημείο να πετάω χιουμοριστικά υπονοούμενα (κάποια από αυτά που έλεγε ο Dim στην Alexa τα έχω χρησιμοποιήσει κι εγώ στην πραγματικότητα), αλλά όταν είμαι μπροστά σε κάποια για την οποία αισθάνομαι έντονα πράγματα, δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη, μπερδεύω τα λόγια μου, γίνομαι ηλίθιος.

Όταν η κοπέλα πέθανε, δάκρυσα, αλήθεια δάκρυσα.

Κι ας ήξερα ότι δεν είχε πεθάνει ως ο νους πίσω από την ιστορία.

Ήμουν ταυτόχρονα ο συγγραφέας και ο ήρωας, ήξερα όπως ο συγγραφέας, αλλά αισθανόμουν όπως ο ήρωας.

Μιλάμε για την απόλυτη παράνοια.

Ίσως να χρειάζομαι ψυχιατρική παρακολούθηση.

Οι ταχυπαλμίες έδιναν και έπαιρναν, και ίσως να ήταν και ένας από τους λόγους της κολπικής μαρμαρυγής.

Έμενε μόνο το τέλος τότε που με έπιασε, να ξανασυναντηθεί με την Alexa, και μόνο στην σκέψη του πόσο έντονη θα ήταν η στιγμή, με έπιανε τρεμούλα.

Κάποιες φορές κολλούσα στο πώς θα δώσω κάτι, πχ πώς θα καταφέρει ο Dim να γλιτώσει όταν ο Νικ τον σημαδεύει με το όπλο.

Ήθελα να είναι όσο πιο πραγματικό γίνεται, με όσα λιγότερα κενά ήταν δυνατόν, και να υπάρχει αληθοφάνεια.

Βλέποντάς το εκ των υστέρων, μπορώ να δώσω πολλά credits στο υποσυνείδητό μου, γιατί από εκεί, και χωρίς καθόλου σκέψη, ξεπήδησαν διαμάντια, όπως το καυτό νερό που έριξε η κοπέλα στο πρόσωπο του δολοφόνου (δεν το είχα ακούσει/διαβάσει πουθενά, μου ήρθε όπως έγραφα, ούτε καν χρειάστηκε να το σκεφτώ).

Μια άλλη ιδιαιτερότητα, ήταν ότι υπήρχε χρονικό όριο για την οποιαδήποτε διόρθωση, την άλλη μέρα, δεν θα μπορούσα να διορθώσω τίποτα.

Δεν θα μπορούσα πχ να γυρίσω πέντε post πίσω, και να βάλω μια εμβόλιμη σκηνή, που να την βρω αργότερα μπροστά μου.

Κατά έναν μαγικό όμως τρόπο, ότι είχα γράψει πριν, ήρθε και κούμπωσε τέλεια με την εξέλιξη.

Το οριστικό τελικό πλάνο της ιστορίας, παγιώθηκε μέσα μου μετά την μέση, μέχρι τότε αμφιταλαντευόμουν, και ήμουν γεμάτος διλήμματα.

Αλλά όσο κυλούσε η ιστορία, κατά έναν περίεργο τρόπο ... γραφόταν μόνη της, πήγαινε μόνη της εκεί που έπρεπε.

Η δική μου αίσθηση, ήταν ίδια με αυτήν της μουσικής σύνθεσης.

Για να γράψω κομμάτι πρέπει να είμαι φορτισμένος συναισθηματικά, και κατά την διάρκεια του γραψίματος μου δημιουργείται ανεξέλεγκτη ένταση μέχρι να τελειώσω.

Αλλά τις περισσότερες φορές δεν σκέφτομαι, απλά γράφω, πολλές φορές δεν ξέρω καν τι ακκόρντα παίζω, ούτε που στηρίζεται η μελωδική γραμμή.

Αν μου έλεγε κάποιος ότι θα καθόμουν να γράψω τόσα σεντόνια/post θα του έλεγα ότι είναι τρελός.

Με κουράζουν, βαριέμαι τόσο γράψιμο.

Εδώ βγήκαν χωρίς κόπο, ούτε καν κατάλαβα ότι έγραψα τόσο πολύ.

Μου φαίνεται δύσκολο όμως να το ξανακάνω.

Νιώθω σαν να έγραψα ένα ολόκληρο μουσικό album, ήταν too much.

Έβγαλα πολύ πράγμα από μέσα μου, που είχε μαζευτεί ίσως και λόγω έλλειψης ενασχόλησης με την μουσική.

Θέλω να ευχαριστήσω τον Dim που έστω και άθελά του μου έδωσε το έναυσμα να το κάνω.

Και φυσικά ευχαριστώ όλους εσάς που το διαβάσατε, και με τον τρόπο σας με ενθαρρύνατε να συνεχίσω, είναι μεγάλη δουλειά αυτό που κάνατε παιδιά.

Σας ευχαριστώ που με βοηθήσατε στο πρώτο μου (και πιθανότατα μοναδικό μου) μυθιστόρημα.

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:
Όλα ξεκίνησαν κατά τύχη, ούτε καν σκεφτόμουν ότι θα κατέληγε έτσι το πράγμα.
Κατέβασα το PDF.

156 σελίδες.

ΕΚΑΤΟΝ

ΠΕΝΗΝΤΑ

ΕΞΙ

ΣΕΛΙΔΕΣ

Και κατάθεση ψυχής μετά από αυτό.

Απεριόριστο θαυμασμό και σεβασμό μόνο και μόνο που εκτέθηκες σε τέτοιο βαθμό.

 
Απεριόριστο θαυμασμό και σεβασμό μόνο και μόνο που εκτέθηκες σε τέτοιο βαθμό.


Μην τα γράφεις έτσι αυτά βρε παλικάρι.

Είμαι γέρος κι ευσυγκίνητος. :classic_smile:

Σ' ευχαριστώ!

 
Μην τα γράφεις έτσι αυτά βρε παλικάρι.

Είμαι γέρος κι ευσυγκίνητος. :classic_smile:

Σ' ευχαριστώ!
Συμφωνώ 101% πως ήταν κατάθεση ψυχής ?

Με την Αλέξα ρε φίλε όμως έκανες τα "γερόντια" σαν κι εμένα (51) να ξερογλύφονται πανάθεμά σε...?

 
Λοιπόν, το τελείωσα σήμερα όλο. Μπορώ να πω ότι ήταν πολύ καλύτερο απ'ότι περίμενα.

Γενικά δε διαβάζω ιδιαίτερα, αλλά με κέρδισε ο τρόπος σου. Το καλύτερο που έκανα ήταν στο τέλος που έβαλα το My Funny Valentine όσο διάβαζα το τελευταίο κομμάτι. Εμπειρία απλά.

Είχα μυριστεί ότι η Alexa δεν έχει πεθάνει, αλλά στο τέλος περίμενα ότι είχε πεθάνει αυτός.

Σίγουρα θα γινόταν φοβερό noir film, έτσι το είχα στο μυαλό μου. Μπράβο και πάλι μπράβο.

 
1. Το καλύτερο που έκανα ήταν στο τέλος που έβαλα το My Funny Valentine όσο διάβαζα το τελευταίο κομμάτι. Εμπειρία απλά.

2. Σίγουρα θα γινόταν φοβερό noir film, έτσι το είχα στο μυαλό μου.


1. Μπράβο σου βρε Alex που το άκουσες, είναι ανατριχιαστικά όμορφο.

2. Κι εγώ έτσι ακριβώς το φαντάστηκα.

Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!!!

 
Τελευταία επεξεργασία από moderator:

Απαντήσεις

Trending...

Νέα θέματα

Back
Top