- Μηνύματα
- 21,911
- Πόντοι
- 4,208
Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος.
Η ζωή είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει σταδιακά τους φυσιολογικούς ρυθμούς της.
Μέσα μου όμως η σιωπή παρέμενε, το ίδιο και οι φωνές στο μυαλό μου.
Σχεδόν μέρα παρά μέρα, πήγαινα λουλούδια στην Alexa, και καθόμουν λίγο δίπλα της να μην αισθάνεται μοναξιά.
Ή μήπως για να μην αισθάνομαι εγώ μοναξιά?
Η υπόθεση είχε πάρει τον δρόμο της, ο Κρόου και ο Γιαν ήταν στην φυλακή, η εταιρεία χημικών που είχε αγοράσει την φόρμουλα, είχε κληθεί να πληρώσει μια τεράστια αποζημίωση στην fender και ένα αστρονομικό πρόστιμο στην πολιτεία, και η fender έκανε την απαραίτητη εκκαθάριση στο προσωπικό της.
Οι μόνοι που έμειναν έξω από το κάδρο ήταν οι Κινέζοι.
Δεν έγινε καμία αναφορά σ' αυτούς, πιθανότατα για λόγους προστασίας του Κρόου που είχε ομολογήσει τα πάντα.
Λίγους μήνες αργότερα όμως, διάβασα ότι ο Κρόου είχε βρεθεί νεκρός στην φυλακή.
Κάποιος τον είχε μαχαιρώσει στο ντους με ένα κομμάτι γυαλί.
Ο δολοφόνος παρέμενε άγνωστος.
Ο Νικ κυκλοφορούσε ακόμα ελεύθερος, παρ' όλες τις φιλότιμες προσπάθειες της αστυνομίας, ήταν πολύ έξυπνος και ήξερε να φυλάγεται.
Υπήρξαν κάποιες αναφορές γι' αυτόν στα βόρεια της χώρας, πολύ μακριά από την πόλη.
Τον τελευταίο καιρό έβλεπα παρκαρισμένο κοντά στο σπίτι, ένα επαγγελματικό βαν που δεν υπήρχε παλαιότερα.
Μετά από όσα είχαν γίνει, είχα συνηθίσει να παρατηρώ τα πάντα, και να είμαι σε επιφυλακή.
Όμως κάποιες φορές έτυχε να δω τον οδηγό του οχήματος, και όταν τον χαιρέτησα από μακρυά, αυτός ανταπέδωσε με εγκάρδιες κινήσεις τον χαιρετισμό χαμογελώντας, χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια να κρυφτεί.
Σκέφτηκα λοιπόν ότι κάποιο σπίτι στην γειτονιά είχε αποκτήσει καινούριους ενοίκους.
Μια μέρα γύρισα από το κοιμητήριο αργά το απόγευμα, είχε ήδη πέσει ο ήλιος και βράδιαζε.
Ήταν μια συνηθισμένη μέρα, μια μέρα σαν όλες τις άλλες.
Μπήκα στο σπίτι, έβαλα ένα ποτό, και βυθίστηκα σε μια πολυθρόνα, έχοντας στο μυαλό μου την Alexa.
Πάντα ήταν δύσκολες οι πρώτες στιγμές που γύριζα στο σπίτι από το κοιμητήριο.
Ένιωσα την παγερή σιωπή να αργοσέρνεται πάλι, όπου να 'ναι θα άρχιζαν και οι φωνές.
Έπρεπε να σπάσω την σιωπή, "θα βάλω κάτι να ακούσω" σκέφτηκα "δυνατά, όπως έκανα το πρωί".
Θυμήθηκα ότι είχα κόψει ένα κομμάτι του Eric Dolphy στην μέση όταν έκλεισα την μουσική.
Κοίταξα τριγύρω για το τηλεχειριστήριο του ηχοσυστήματος, ήταν πίσω από το τασάκι, σε ένα τραπεζάκι που ήταν δίπλα στο παράθυρο.
Σηκώθηκα, αλλά πριν προλάβω να το πιάσω, άκουσα τον ήχο γυαλιού που σπάει, από το πίσω μέρος του σπιτιού.
Τι ήταν πάλι αυτό?
Κινήθηκα προς τα εκεί, αλλά πριν φτάσω στην πόρτα του σαλονιού, αντίκρισα την σκοτεινή κάννη ενός περιστρόφου, που με κοιτούσε κατάματα.
Το χέρι που κρατούσε το περίστροφο ήταν γεμάτο τατουάζ.
Έκανα δύο βήματα προς τα πίσω, και ο Νικ μπήκε στο σαλόνι με το όπλο στραμμένο πάνω μου.
"Σκότωσες την πριγκηπέσσα μου" είπε με έναν περίεργο τόνο στην φωνή, "ήρθε η ώρα να πληρώσεις".
Είχε ένα βλέμμα τρελού, και η φωνή του είχε ένα τόνο παράνοιας, έμοιαζε με μικρού παιδιού που του είχαν πάρει το παιχνίδι από το χέρι.
"Σκότωσες την Alexa μου" είπε πάλι, και κινήθηκε προς το μέρος μου.
Προσπαθούσα να σκεφτώ, έπρεπε να κερδίσω λίγο χρόνο.
"Εγώ αλλιώς τα θυμάμαι" του απάντησα, ψάχνοντας ταυτόχρονα τρόπο διαφυγής.
"Σκοτώθηκε εξ' αιτίας σου, αν δεν ήσουν εσύ θα ζούσε τώρα" συνέχισε, με την ίδια παρανοϊκή φωνή.
Είδα τα τσιγάρα μου πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, και του τα έδειξα με ένα νεύμα, "μπορώ?" ρώτησα.
Ένευσε καταφατικά, "έτσι κι αλλιώς θα είναι το τελευταίο σου" είπε.
Έβγαλα ένα τσιγάρο από το πακέτο και το άναψα.
"Θα ζούσε αν δεν πυροβολούσες" του απάντησα, κοιτάζοντας τον χώρο γύρω μου.
Ένα τρελό σχέδιο είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό μου, ίσως να ήταν η μόνη μου ελπίδα.
"Προσπάθησες να την πάρεις από μένα" είπε ο Νικ, "την ήθελες για τον εαυτό σου, και όταν δεν τα κατάφερες την σκότωσες".
Η καύτρα του τσιγάρου μεγάλωνε, έπρεπε να τινάξω την στάχτη.
Έκανα δύο βήματα πολύ αργά, προς το τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο που είχε πάνω το τασάκι, και την τίναξα.
"Εκείνο το βράδυ δεν ήξερα καν ότι ήταν εκεί" του είπα, "προσπάθησα να την κρατήσω μακριά".
"Σου άξιζε να πεθάνεις τότε, αλλά θα πεθάνεις τώρα" είπε με τον ίδιο παρανοϊκό τόνο στην φωνή του, "μου στέρησες την πριγκιπέσσα μου."
Η καύτρα κόντευε να φτάσει στα δάχτυλα, πλησίασα το τσιγάρο στο τασάκι για να την τινάξω.
Όταν η παλάμη μου έφτασε στο τασάκι, με το μικρό μου δαχτυλάκι πάτησα το play στο τηλεχειριστήριο του ηχοσυστήματος που ήταν ακριβώς δίπλα του.
Το ουρλιαχτό από το alto sax του Eric Dolphy ξεχύθηκε σαν εκκωφαντική καταιγίδα από τα θηριώδη ηχεία που βρίσκονταν ακριβώς πίσω από τον Νικ.
Για ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου, μόνο για ένα χιλιοστό, αποσπάστηκε η προσοχή του από μένα.
Δεν θα είχα άλλη ευκαιρία, βούτηξα στο κλειστό παράθυρο που έγινε κομμάτια και βρέθηκα έξω στην αυλή, ενώ τρεις σφαίρες έσκιζαν τον αέρα στο μέρος που ήταν το σώμα μου λίγο πριν.
Έβγαλε το κεφάλι του απ' το σπασμένο παράθυρο και πυροβόλησε άλλες δύο φορές, ενώ έστριβα την γωνία προς το πίσω μέρος του σπιτιού.
Αισθανόμουν το σώμα μου γεμάτο μικρά κομμάτια γυαλιού από το τζάμι.
Άκουσα την εξώπορτα, έβγαινε από εκεί, έκανε τον γύρο του σπιτιού περπατώντας αργά.
Μπήκα σε μια μικρή αποθηκούλα πίσω από το σπίτι, που έβαζα διάφορα εργαλεία, ξύλα για το τζάκι, και κάποιες παλιατζούρες.
Ένα μικρό κομμάτι από κομμένο μαδέρι, συγκρατούσε την ντάνα των ξύλων για το τζάκι, που ήταν στοιβαγμένα σε ένα ράφι.
Πήρα ένα κομμάτι σχοινί και έδεσα πρόχειρα το πόμολο της πόρτας στην μια άκρη του, και το μαδέρι που συγκρατούσε τα ξύλα στην άλλη.
Έπιασα έναν λοστό, και κρύφτηκα στον απέναντι τοίχο από τα ξύλα.
Τον άκουγα να πλησιάζει, έφτασε έξω από την αποθήκη, δίστασε.
Άνοιξε απότομα την πόρτα και μπήκε.
Το κομμάτι από το μαδέρι έφυγε απ' την θέση του, και τα ξύλα άρχισαν να πέφτουν στο πάτωμα.
Γύρισε προς τα εκεί με το περίστροφο προτεταμένο.
Πετάχτηκα και με τον λοστό χτύπησα με όλη μου την δύναμη το χέρι του που κρατούσε το όπλο.
Το όπλο βρέθηκε στο πάτωμα.
Πριν προλάβει να σκύψει να το πιάσει, έπεσα πάνω του και βρεθήκαμε και οι δύο έξω από την μικρή αποθήκη.
Προσπάθησα να τον χτυπήσω με τον λοστό, αλλά μου μπλόκαρε το χέρι, και με κλώτσησε στο καλάμι, ενώ την ίδια στιγμή η γροθιά του με έβρισκε στο στομάχι.
Ο λοστός μου έπεσε απ' τα χέρια.
Δέχτηκα άλλες δύο γροθιές στο πρόσωπο.
Έπεσα στο έδαφος, και αισθάνθηκα το βάρος του πάνω μου.
Δεχόμουν απανωτές γροθιές στο πρόσωπο, κάτι υγρό και πηχτό γέμιζε το στόμα μου.
Ένιωσα τις παλάμες του στον λαιμό μου, προσπάθησα να ξεφύγω αλλά ήταν πολύ δυνατός.
Το σφίξιμο στον λαιμό μου μεγάλωνε, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα.
Σιγά σιγά οι ήχοι άρχισαν να γίνονται όλο και πιο μακρινοί, η όρασή μου μαύριζε.
Σε λίγο μαύρισαν όλα, δεν μπορούσα πια να αντισταθώ, αφέθηκα.
Κάπου μακριά ακούστηκαν αχνά σειρήνες, ίσως πάλι να ήταν απλά η φαντασία μου.
Δεν είχα ανάσα, έφευγα, γλιστρούσα, έπλεα.
Τότε ήρθε στο μυαλό μου το πρόσωπο της Alexa, τα βουρκωμένα μάτια της, τα χείλη της που είχαν χλωμιάσει.
Άκουσα την φωνή της να λέει "μην πας σε παρακαλώ", είδα τον κόκκινο λεκέ στην μπλούζα της, το παγωμένο της βλέμμα, είδα τις τρεις λάμψεις μέσα στο SUV από το όπλο του Νικ, είδα την γυναίκα στο νοσοκομείο να χαμηλώνει το βλέμμα και να μου λέει "λυπάμαι κύριε, πέθανε".
Και τότε κάτι ξύπνησε μέσα μου.
Είχα μπροστά μου τον δολοφόνο της, και αφηνόμουν στην μοίρα μου.
Την πρόδιδα ξανά.
Εκείνη την στιγμή δεν αισθανόμουν πια τίποτα, ούτε πόνο, ούτε θάνατο.
Μόνο οργή, τυφλή οργή, δεν θα την εγκατέλειπα πάλι.
Τον χτύπησα με τις γροθιές μου στα πλευρά με όση δύναμη μου είχε απομείνει, και σηκώνοντας το σώμα μου έσκασα το γόνατό μου στο ευαίσθητο σημείο ανάμεσα στα πόδια του, ούρλιαξε.
Το σφίξιμο στον λαιμό μου χαλάρωσε, και τον χτύπησα με το κεφάλι κατευθείαν στην μύτη, έπεσε.
Γύρισα, ανέβηκα πάνω του και τον χτύπησα στο πρόσωπο.
Τον χτύπησα πάλι, και πάλι, ξανά και ξανά.
Θόλωσα.
Έβλεπα τον κόκκινο λεκέ στην μπλούζα της Alexa, και χτυπούσα, χτυπούσα, στο στήθος, στην κοιλιά, στο πρόσωπο, ξανά και ξανά.
Έβλεπα τα δάκρυα στα μάτια της, και χτυπούσα πάλι.
Όλα μπροστά στα μάτια μου ήταν σκεπασμένα με μια κόκκινη κουρτίνα.
Έβλεπα το αίμα από το στόμα μου να στάζει πάνω του.
Και χτυπούσα, χτυπούσα, δεν ένιωθα πια τίποτα, μόνο χτυπούσα ξανά και ξανά.
Τυφλή οργή.
Χτυπούσα για την Alexa, χτυπούσα για τον άγγελο που δεν μπόρεσα να κρατήσω μαζί μου, χτυπούσα για μένα, για τις σιωπές, για τις φωνές, χτυπούσα για την μοναξιά, απλά χτυπούσα.
Ξαφνικά αισθάνθηκα χέρια να με τραβάνε, αντιστάθηκα, συνέχισα να χτυπάω.
Τα χέρια με τράβηξαν δυνατά, "σταμάτα, θα τον σκοτώσεις" είπε μια φωνή.
Γύρισα και είδα τέσσερεις αστυνομικούς, και δύο περιπολικά στην άκρη του δρόμου.
Ανακάθισα στο έδαφος τρέμοντας από την οργή μου.
"Έπρεπε να με αφήσετε να τον σκοτώσω" τους είπα, "τι σας έφερε στην γειτονιά μας?"
"Ακούστηκαν πυροβολισμοί κύριε" απάντησε ο ένας.
Μου πήρε αρκετή ώρα να συνέλθω, και ακόμα περισσότερη να τους εξηγήσω.
Ο Νικ είχε αρχίσει να συνέρχεται.
Είπα στους αστυνομικούς ποιος ήταν, και το επιβεβαίωσαν επικοινωνώντας με τα κεντρικά.
Τον σήκωσαν να τον βάλουν στο περιπολικό, αλλά αυτός έπεσε πάλι, δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος.
Ένας αστυνομικός τον σήκωσε πάλι και τον κουβάλησε μέχρι την πόρτα του περιπολικού, ενώ οι άλλοι τρεις συνάδελφοί του ήταν περίπου δέκα μέτρα πίσω, και κατευθύνονταν κι αυτοί προς τα αυτοκίνητά τους.
Όταν ο αστυνομικός προσπάθησε να σπρώξει τον Νικ στο πίσω κάθισμα, αυτός με μια απότομη κίνηση, του πήρε το όπλο, και τον πυροβόλησε εξ' επαφής στην κοιλιά.
Όσο οι υπόλοιποι έβγαζαν τα όπλα τους, έκανε ένα απίστευτο ακροβατικό άλμα, που φάνταζε αδύνατο στην κατάσταση που ήταν, και πετάχτηκε στον δρόμο για να καλυφτεί πίσω από το περιπολικό.
Δεν είχε δει όμως το όχημα που ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα από την αντίθετη πλευρά του δρόμου, και τον χτύπησε πετώντας τον καμιά εικοσαριά μέτρα μακριά.
Το άψυχο σώμα του Νικ έσκασε σαν άδειο σακί στην άσφαλτο.
Ο οδηγός βγήκε σοκαρισμένος, "δεν έφταιγα" είπε, "πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου".
Τον είχα ξαναδεί, τον είχα χαιρετήσει από μακριά.
Το όχημα ήταν το επαγγελματικό βαν που έβλεπα τον τελευταίο καιρό παρκαρισμένο στην γειτονιά.
Τότε μόνο πρόσεξα το λογότυπο της εταιρείας που υπήρχε στο πλάι, Liquor Co ltd.
Θυμήθηκα ότι αυτή ήταν η εταιρεία που προμήθευε ποτά στο Depot, την είχε στήσει ο Μάριο για να ξεπλένει κέρδη από άλλες δραστηριότητες.
Λίγο αργότερα όλα είχαν τελειώσει, ο οδηγός είχε δώσει κατάθεση, η αστυνομία είχε φύγει, κι εγώ ήμουν πάλι στο σπίτι.
Πονούσα παντού, έκανα ένα ζεστό μπάνιο, προσπάθησα να βγάλω όσο περισσότερα κομμάτια γυαλιού μπορούσα από το σώμα μου, και έβαλα ένα ποτό.
Αυτή την νύχτα, κοιμήθηκα σαν μωρό.
Το επόμενο πρωί, πήρα τηλέφωνο τον τζαμά, "μήπως μπορείς να ξανάρθεις? Έχω άλλα δύο σπασμένα παράθυρα" του είπα.
"Εσύ ή με γουστάρεις πολύ και σπας τα τζάμια για να με βλέπεις, ή παίζεις ποδόσφαιρο στο σπίτι" μου απάντησε γελώντας, και ήρθε μια ώρα περίπου αργότερα.
Όταν έφυγε, τηλεφώνησα στον Μάριο και πέρασα από το Depot.
Προσπέρασα αδιάφορα τον Πορτορικανό με το ξυρισμένο κεφάλι πάνω στην σκηνή, που το μόνο μέρος του σώματός του χωρίς τατουάζ πρέπει να ήταν τα μάτια του.
"Τι έπαθε το πρόσωπό σου?" ρώτησε ο Μάριο.
"Κόπηκα στο ξύρισμα" του απάντησα, και γέλασε δυνατά.
Ο Roberto κούνησε το κεφάλι, "αν είναι έτσι ο Dim, φαντάσου πώς θα είναι το πρόσωπο του άλλου" είπε στον Μάριο χαμογελώντας.
"Σας ευχαριστώ πολύ και τους δύο για όλα" τους είπα, "ακόμα και για τα χθεσινά".
"Τι εννοείς?" ρώτησε ο Μάριο.
"Μιλάω για το βανάκι που βρέθηκε εκεί την κατάλληλη στιγμή" του είπα.
Με κοίταξε χαμογελώντας, και με χτύπησε φιλικά στον ώμο.
"Το ότι βρέθηκε το βαν εκεί, ήταν ... θέλημα Θεού Dim" είπε και ξέσπασε σε γέλια, "πραγματικά θέλημα Θεού".
Του έσφιξα το χέρι, και βγήκα έξω.
Κοίταξα γύρω μου, ο κόσμος μου φαινόταν λίγο διαφορετικός, λίγο πιο φιλικός, πιο πρόθυμος να συγχωρήσει.
Γύρισα στο σπίτι, και έβαλα ένα ποτό.
Βολεύτηκα βαθιά σε μια πολυθρόνα, έβαλα να ακούω το Kind of Blue του Miles και άναψα ένα τσιγάρο.
"Άραγε θα ερχόταν πάλι η σιωπή? Θα συνέχιζαν να με βασανίζουν τα φαντάσματα και οι φωνές?" αναρωτήθηκα.
Μόνο το μέλλον θα μπορούσε να το δείξει ....
Η ζωή είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει σταδιακά τους φυσιολογικούς ρυθμούς της.
Μέσα μου όμως η σιωπή παρέμενε, το ίδιο και οι φωνές στο μυαλό μου.
Σχεδόν μέρα παρά μέρα, πήγαινα λουλούδια στην Alexa, και καθόμουν λίγο δίπλα της να μην αισθάνεται μοναξιά.
Ή μήπως για να μην αισθάνομαι εγώ μοναξιά?
Η υπόθεση είχε πάρει τον δρόμο της, ο Κρόου και ο Γιαν ήταν στην φυλακή, η εταιρεία χημικών που είχε αγοράσει την φόρμουλα, είχε κληθεί να πληρώσει μια τεράστια αποζημίωση στην fender και ένα αστρονομικό πρόστιμο στην πολιτεία, και η fender έκανε την απαραίτητη εκκαθάριση στο προσωπικό της.
Οι μόνοι που έμειναν έξω από το κάδρο ήταν οι Κινέζοι.
Δεν έγινε καμία αναφορά σ' αυτούς, πιθανότατα για λόγους προστασίας του Κρόου που είχε ομολογήσει τα πάντα.
Λίγους μήνες αργότερα όμως, διάβασα ότι ο Κρόου είχε βρεθεί νεκρός στην φυλακή.
Κάποιος τον είχε μαχαιρώσει στο ντους με ένα κομμάτι γυαλί.
Ο δολοφόνος παρέμενε άγνωστος.
Ο Νικ κυκλοφορούσε ακόμα ελεύθερος, παρ' όλες τις φιλότιμες προσπάθειες της αστυνομίας, ήταν πολύ έξυπνος και ήξερε να φυλάγεται.
Υπήρξαν κάποιες αναφορές γι' αυτόν στα βόρεια της χώρας, πολύ μακριά από την πόλη.
Τον τελευταίο καιρό έβλεπα παρκαρισμένο κοντά στο σπίτι, ένα επαγγελματικό βαν που δεν υπήρχε παλαιότερα.
Μετά από όσα είχαν γίνει, είχα συνηθίσει να παρατηρώ τα πάντα, και να είμαι σε επιφυλακή.
Όμως κάποιες φορές έτυχε να δω τον οδηγό του οχήματος, και όταν τον χαιρέτησα από μακρυά, αυτός ανταπέδωσε με εγκάρδιες κινήσεις τον χαιρετισμό χαμογελώντας, χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια να κρυφτεί.
Σκέφτηκα λοιπόν ότι κάποιο σπίτι στην γειτονιά είχε αποκτήσει καινούριους ενοίκους.
Μια μέρα γύρισα από το κοιμητήριο αργά το απόγευμα, είχε ήδη πέσει ο ήλιος και βράδιαζε.
Ήταν μια συνηθισμένη μέρα, μια μέρα σαν όλες τις άλλες.
Μπήκα στο σπίτι, έβαλα ένα ποτό, και βυθίστηκα σε μια πολυθρόνα, έχοντας στο μυαλό μου την Alexa.
Πάντα ήταν δύσκολες οι πρώτες στιγμές που γύριζα στο σπίτι από το κοιμητήριο.
Ένιωσα την παγερή σιωπή να αργοσέρνεται πάλι, όπου να 'ναι θα άρχιζαν και οι φωνές.
Έπρεπε να σπάσω την σιωπή, "θα βάλω κάτι να ακούσω" σκέφτηκα "δυνατά, όπως έκανα το πρωί".
Θυμήθηκα ότι είχα κόψει ένα κομμάτι του Eric Dolphy στην μέση όταν έκλεισα την μουσική.
Κοίταξα τριγύρω για το τηλεχειριστήριο του ηχοσυστήματος, ήταν πίσω από το τασάκι, σε ένα τραπεζάκι που ήταν δίπλα στο παράθυρο.
Σηκώθηκα, αλλά πριν προλάβω να το πιάσω, άκουσα τον ήχο γυαλιού που σπάει, από το πίσω μέρος του σπιτιού.
Τι ήταν πάλι αυτό?
Κινήθηκα προς τα εκεί, αλλά πριν φτάσω στην πόρτα του σαλονιού, αντίκρισα την σκοτεινή κάννη ενός περιστρόφου, που με κοιτούσε κατάματα.
Το χέρι που κρατούσε το περίστροφο ήταν γεμάτο τατουάζ.
Έκανα δύο βήματα προς τα πίσω, και ο Νικ μπήκε στο σαλόνι με το όπλο στραμμένο πάνω μου.
"Σκότωσες την πριγκηπέσσα μου" είπε με έναν περίεργο τόνο στην φωνή, "ήρθε η ώρα να πληρώσεις".
Είχε ένα βλέμμα τρελού, και η φωνή του είχε ένα τόνο παράνοιας, έμοιαζε με μικρού παιδιού που του είχαν πάρει το παιχνίδι από το χέρι.
"Σκότωσες την Alexa μου" είπε πάλι, και κινήθηκε προς το μέρος μου.
Προσπαθούσα να σκεφτώ, έπρεπε να κερδίσω λίγο χρόνο.
"Εγώ αλλιώς τα θυμάμαι" του απάντησα, ψάχνοντας ταυτόχρονα τρόπο διαφυγής.
"Σκοτώθηκε εξ' αιτίας σου, αν δεν ήσουν εσύ θα ζούσε τώρα" συνέχισε, με την ίδια παρανοϊκή φωνή.
Είδα τα τσιγάρα μου πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, και του τα έδειξα με ένα νεύμα, "μπορώ?" ρώτησα.
Ένευσε καταφατικά, "έτσι κι αλλιώς θα είναι το τελευταίο σου" είπε.
Έβγαλα ένα τσιγάρο από το πακέτο και το άναψα.
"Θα ζούσε αν δεν πυροβολούσες" του απάντησα, κοιτάζοντας τον χώρο γύρω μου.
Ένα τρελό σχέδιο είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό μου, ίσως να ήταν η μόνη μου ελπίδα.
"Προσπάθησες να την πάρεις από μένα" είπε ο Νικ, "την ήθελες για τον εαυτό σου, και όταν δεν τα κατάφερες την σκότωσες".
Η καύτρα του τσιγάρου μεγάλωνε, έπρεπε να τινάξω την στάχτη.
Έκανα δύο βήματα πολύ αργά, προς το τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο που είχε πάνω το τασάκι, και την τίναξα.
"Εκείνο το βράδυ δεν ήξερα καν ότι ήταν εκεί" του είπα, "προσπάθησα να την κρατήσω μακριά".
"Σου άξιζε να πεθάνεις τότε, αλλά θα πεθάνεις τώρα" είπε με τον ίδιο παρανοϊκό τόνο στην φωνή του, "μου στέρησες την πριγκιπέσσα μου."
Η καύτρα κόντευε να φτάσει στα δάχτυλα, πλησίασα το τσιγάρο στο τασάκι για να την τινάξω.
Όταν η παλάμη μου έφτασε στο τασάκι, με το μικρό μου δαχτυλάκι πάτησα το play στο τηλεχειριστήριο του ηχοσυστήματος που ήταν ακριβώς δίπλα του.
Το ουρλιαχτό από το alto sax του Eric Dolphy ξεχύθηκε σαν εκκωφαντική καταιγίδα από τα θηριώδη ηχεία που βρίσκονταν ακριβώς πίσω από τον Νικ.
Για ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου, μόνο για ένα χιλιοστό, αποσπάστηκε η προσοχή του από μένα.
Δεν θα είχα άλλη ευκαιρία, βούτηξα στο κλειστό παράθυρο που έγινε κομμάτια και βρέθηκα έξω στην αυλή, ενώ τρεις σφαίρες έσκιζαν τον αέρα στο μέρος που ήταν το σώμα μου λίγο πριν.
Έβγαλε το κεφάλι του απ' το σπασμένο παράθυρο και πυροβόλησε άλλες δύο φορές, ενώ έστριβα την γωνία προς το πίσω μέρος του σπιτιού.
Αισθανόμουν το σώμα μου γεμάτο μικρά κομμάτια γυαλιού από το τζάμι.
Άκουσα την εξώπορτα, έβγαινε από εκεί, έκανε τον γύρο του σπιτιού περπατώντας αργά.
Μπήκα σε μια μικρή αποθηκούλα πίσω από το σπίτι, που έβαζα διάφορα εργαλεία, ξύλα για το τζάκι, και κάποιες παλιατζούρες.
Ένα μικρό κομμάτι από κομμένο μαδέρι, συγκρατούσε την ντάνα των ξύλων για το τζάκι, που ήταν στοιβαγμένα σε ένα ράφι.
Πήρα ένα κομμάτι σχοινί και έδεσα πρόχειρα το πόμολο της πόρτας στην μια άκρη του, και το μαδέρι που συγκρατούσε τα ξύλα στην άλλη.
Έπιασα έναν λοστό, και κρύφτηκα στον απέναντι τοίχο από τα ξύλα.
Τον άκουγα να πλησιάζει, έφτασε έξω από την αποθήκη, δίστασε.
Άνοιξε απότομα την πόρτα και μπήκε.
Το κομμάτι από το μαδέρι έφυγε απ' την θέση του, και τα ξύλα άρχισαν να πέφτουν στο πάτωμα.
Γύρισε προς τα εκεί με το περίστροφο προτεταμένο.
Πετάχτηκα και με τον λοστό χτύπησα με όλη μου την δύναμη το χέρι του που κρατούσε το όπλο.
Το όπλο βρέθηκε στο πάτωμα.
Πριν προλάβει να σκύψει να το πιάσει, έπεσα πάνω του και βρεθήκαμε και οι δύο έξω από την μικρή αποθήκη.
Προσπάθησα να τον χτυπήσω με τον λοστό, αλλά μου μπλόκαρε το χέρι, και με κλώτσησε στο καλάμι, ενώ την ίδια στιγμή η γροθιά του με έβρισκε στο στομάχι.
Ο λοστός μου έπεσε απ' τα χέρια.
Δέχτηκα άλλες δύο γροθιές στο πρόσωπο.
Έπεσα στο έδαφος, και αισθάνθηκα το βάρος του πάνω μου.
Δεχόμουν απανωτές γροθιές στο πρόσωπο, κάτι υγρό και πηχτό γέμιζε το στόμα μου.
Ένιωσα τις παλάμες του στον λαιμό μου, προσπάθησα να ξεφύγω αλλά ήταν πολύ δυνατός.
Το σφίξιμο στον λαιμό μου μεγάλωνε, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα.
Σιγά σιγά οι ήχοι άρχισαν να γίνονται όλο και πιο μακρινοί, η όρασή μου μαύριζε.
Σε λίγο μαύρισαν όλα, δεν μπορούσα πια να αντισταθώ, αφέθηκα.
Κάπου μακριά ακούστηκαν αχνά σειρήνες, ίσως πάλι να ήταν απλά η φαντασία μου.
Δεν είχα ανάσα, έφευγα, γλιστρούσα, έπλεα.
Τότε ήρθε στο μυαλό μου το πρόσωπο της Alexa, τα βουρκωμένα μάτια της, τα χείλη της που είχαν χλωμιάσει.
Άκουσα την φωνή της να λέει "μην πας σε παρακαλώ", είδα τον κόκκινο λεκέ στην μπλούζα της, το παγωμένο της βλέμμα, είδα τις τρεις λάμψεις μέσα στο SUV από το όπλο του Νικ, είδα την γυναίκα στο νοσοκομείο να χαμηλώνει το βλέμμα και να μου λέει "λυπάμαι κύριε, πέθανε".
Και τότε κάτι ξύπνησε μέσα μου.
Είχα μπροστά μου τον δολοφόνο της, και αφηνόμουν στην μοίρα μου.
Την πρόδιδα ξανά.
Εκείνη την στιγμή δεν αισθανόμουν πια τίποτα, ούτε πόνο, ούτε θάνατο.
Μόνο οργή, τυφλή οργή, δεν θα την εγκατέλειπα πάλι.
Τον χτύπησα με τις γροθιές μου στα πλευρά με όση δύναμη μου είχε απομείνει, και σηκώνοντας το σώμα μου έσκασα το γόνατό μου στο ευαίσθητο σημείο ανάμεσα στα πόδια του, ούρλιαξε.
Το σφίξιμο στον λαιμό μου χαλάρωσε, και τον χτύπησα με το κεφάλι κατευθείαν στην μύτη, έπεσε.
Γύρισα, ανέβηκα πάνω του και τον χτύπησα στο πρόσωπο.
Τον χτύπησα πάλι, και πάλι, ξανά και ξανά.
Θόλωσα.
Έβλεπα τον κόκκινο λεκέ στην μπλούζα της Alexa, και χτυπούσα, χτυπούσα, στο στήθος, στην κοιλιά, στο πρόσωπο, ξανά και ξανά.
Έβλεπα τα δάκρυα στα μάτια της, και χτυπούσα πάλι.
Όλα μπροστά στα μάτια μου ήταν σκεπασμένα με μια κόκκινη κουρτίνα.
Έβλεπα το αίμα από το στόμα μου να στάζει πάνω του.
Και χτυπούσα, χτυπούσα, δεν ένιωθα πια τίποτα, μόνο χτυπούσα ξανά και ξανά.
Τυφλή οργή.
Χτυπούσα για την Alexa, χτυπούσα για τον άγγελο που δεν μπόρεσα να κρατήσω μαζί μου, χτυπούσα για μένα, για τις σιωπές, για τις φωνές, χτυπούσα για την μοναξιά, απλά χτυπούσα.
Ξαφνικά αισθάνθηκα χέρια να με τραβάνε, αντιστάθηκα, συνέχισα να χτυπάω.
Τα χέρια με τράβηξαν δυνατά, "σταμάτα, θα τον σκοτώσεις" είπε μια φωνή.
Γύρισα και είδα τέσσερεις αστυνομικούς, και δύο περιπολικά στην άκρη του δρόμου.
Ανακάθισα στο έδαφος τρέμοντας από την οργή μου.
"Έπρεπε να με αφήσετε να τον σκοτώσω" τους είπα, "τι σας έφερε στην γειτονιά μας?"
"Ακούστηκαν πυροβολισμοί κύριε" απάντησε ο ένας.
Μου πήρε αρκετή ώρα να συνέλθω, και ακόμα περισσότερη να τους εξηγήσω.
Ο Νικ είχε αρχίσει να συνέρχεται.
Είπα στους αστυνομικούς ποιος ήταν, και το επιβεβαίωσαν επικοινωνώντας με τα κεντρικά.
Τον σήκωσαν να τον βάλουν στο περιπολικό, αλλά αυτός έπεσε πάλι, δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος.
Ένας αστυνομικός τον σήκωσε πάλι και τον κουβάλησε μέχρι την πόρτα του περιπολικού, ενώ οι άλλοι τρεις συνάδελφοί του ήταν περίπου δέκα μέτρα πίσω, και κατευθύνονταν κι αυτοί προς τα αυτοκίνητά τους.
Όταν ο αστυνομικός προσπάθησε να σπρώξει τον Νικ στο πίσω κάθισμα, αυτός με μια απότομη κίνηση, του πήρε το όπλο, και τον πυροβόλησε εξ' επαφής στην κοιλιά.
Όσο οι υπόλοιποι έβγαζαν τα όπλα τους, έκανε ένα απίστευτο ακροβατικό άλμα, που φάνταζε αδύνατο στην κατάσταση που ήταν, και πετάχτηκε στον δρόμο για να καλυφτεί πίσω από το περιπολικό.
Δεν είχε δει όμως το όχημα που ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα από την αντίθετη πλευρά του δρόμου, και τον χτύπησε πετώντας τον καμιά εικοσαριά μέτρα μακριά.
Το άψυχο σώμα του Νικ έσκασε σαν άδειο σακί στην άσφαλτο.
Ο οδηγός βγήκε σοκαρισμένος, "δεν έφταιγα" είπε, "πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου".
Τον είχα ξαναδεί, τον είχα χαιρετήσει από μακριά.
Το όχημα ήταν το επαγγελματικό βαν που έβλεπα τον τελευταίο καιρό παρκαρισμένο στην γειτονιά.
Τότε μόνο πρόσεξα το λογότυπο της εταιρείας που υπήρχε στο πλάι, Liquor Co ltd.
Θυμήθηκα ότι αυτή ήταν η εταιρεία που προμήθευε ποτά στο Depot, την είχε στήσει ο Μάριο για να ξεπλένει κέρδη από άλλες δραστηριότητες.
Λίγο αργότερα όλα είχαν τελειώσει, ο οδηγός είχε δώσει κατάθεση, η αστυνομία είχε φύγει, κι εγώ ήμουν πάλι στο σπίτι.
Πονούσα παντού, έκανα ένα ζεστό μπάνιο, προσπάθησα να βγάλω όσο περισσότερα κομμάτια γυαλιού μπορούσα από το σώμα μου, και έβαλα ένα ποτό.
Αυτή την νύχτα, κοιμήθηκα σαν μωρό.
Το επόμενο πρωί, πήρα τηλέφωνο τον τζαμά, "μήπως μπορείς να ξανάρθεις? Έχω άλλα δύο σπασμένα παράθυρα" του είπα.
"Εσύ ή με γουστάρεις πολύ και σπας τα τζάμια για να με βλέπεις, ή παίζεις ποδόσφαιρο στο σπίτι" μου απάντησε γελώντας, και ήρθε μια ώρα περίπου αργότερα.
Όταν έφυγε, τηλεφώνησα στον Μάριο και πέρασα από το Depot.
Προσπέρασα αδιάφορα τον Πορτορικανό με το ξυρισμένο κεφάλι πάνω στην σκηνή, που το μόνο μέρος του σώματός του χωρίς τατουάζ πρέπει να ήταν τα μάτια του.
"Τι έπαθε το πρόσωπό σου?" ρώτησε ο Μάριο.
"Κόπηκα στο ξύρισμα" του απάντησα, και γέλασε δυνατά.
Ο Roberto κούνησε το κεφάλι, "αν είναι έτσι ο Dim, φαντάσου πώς θα είναι το πρόσωπο του άλλου" είπε στον Μάριο χαμογελώντας.
"Σας ευχαριστώ πολύ και τους δύο για όλα" τους είπα, "ακόμα και για τα χθεσινά".
"Τι εννοείς?" ρώτησε ο Μάριο.
"Μιλάω για το βανάκι που βρέθηκε εκεί την κατάλληλη στιγμή" του είπα.
Με κοίταξε χαμογελώντας, και με χτύπησε φιλικά στον ώμο.
"Το ότι βρέθηκε το βαν εκεί, ήταν ... θέλημα Θεού Dim" είπε και ξέσπασε σε γέλια, "πραγματικά θέλημα Θεού".
Του έσφιξα το χέρι, και βγήκα έξω.
Κοίταξα γύρω μου, ο κόσμος μου φαινόταν λίγο διαφορετικός, λίγο πιο φιλικός, πιο πρόθυμος να συγχωρήσει.
Γύρισα στο σπίτι, και έβαλα ένα ποτό.
Βολεύτηκα βαθιά σε μια πολυθρόνα, έβαλα να ακούω το Kind of Blue του Miles και άναψα ένα τσιγάρο.
"Άραγε θα ερχόταν πάλι η σιωπή? Θα συνέχιζαν να με βασανίζουν τα φαντάσματα και οι φωνές?" αναρωτήθηκα.
Μόνο το μέλλον θα μπορούσε να το δείξει ....
Τελευταία επεξεργασία από moderator: