Σχετικά με την αποτίμηση του Βυζαντίου που αναφέρθηκε παραπάνω από Samy Amiris, Blue Monk κλπ. Θα πω κάποια πράγματα προσπαθώντας να μη θίξω τις πολιτικές προεκτάσεις που αναμφίβολα υπάρχουν παρά εξ αποστάσεως, για να μην μπούμε σε απαγορευμένη ζώνη συζητήσεων.
Καταρχήν όσον αφορά τη σύνδεση του Βυζαντίου με την υπόλοιπη ελληνική ιστορία, αυτή έγινε
από τον φημισμένο ιστοριογράφο Κων. Παπαρρηγόπουλο (που μνημόνευσε εύστοχα και ο Earendil σε προηγούμενη ανάρτηση) μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Επίσης σημαντικός ιστοριογράφος που εδραίωσε την ίδια άποψη της λεγόμενης "τρισχιλιετούς συνέχειας" μέσω Βυζαντίου ήταν ο Σπ. Ζαμπέλιος.
Λέω
ιστοριογράφοι και όχι ιστορικοί, γιατί είχαν την εξειδίκευση την συγγραφής ιστορικών βιβλίων γενικής ιστορίας, κάτι που δεν ενδιαφέρει τους περισσότερους ιστορικούς, οι οποίοι έχουν συγκεκριμένη ειδικότητα (ο ιστοριογράφος παίζει σε πολλά ταμπλό και χάνει σε βάθος). Και οι δύο ιστοριογράφοι λοιπόν, είχαν επηρεαστεί από
τη σχολή του ιστορισμού, μια γερμανική ιστοριογραφική σχολή, η οποία λειτούργησε ενοποιητικά για το γερμανικό έθνος στις πρώτες φάσεις της δημιουργίας του (οι Γερμανοί έγιναν ενιαίο εθνικό κράτος μόλις τo 1871).
Ο ιστορισμός, που αναδείχθηκε κυρίαρχη ιστοριογραφική σχολή διεθνώς για δεκαετίες, γεννήθηκε σε μια εποχή (19ος αιώνας) που υπήρξε
η εποχή του εθνικισμού, δηλαδή της διάλυσης των αυτοκρατοριών και της τάσης για δημιουργία εθνικών κρατών με τη μορφή που τα ξέρουμε σήμερα. Σε αυτή τη φάση ιστορικών διεργασιών, ο πρώιμος εθνικισμός δεν είχε ακριβώς την ιδεολογική φόρτιση που έχει σήμερα, ήταν σε μεγάλο βαθμό και μια ιστορική αναγκαιότητα, αφού
οι λαοί έμεναν ξεκρέμαστοι από την αποσύνθεση των αυτοκρατοριών και χρειάζονταν μια νέα στέγη και μιαν άλλη μορφή οργάνωσης.
Οι λαοί έστρεφαν τη ματιά τους προς την έννοια του έθνους, το οποίο δεν τους πολυαπασχολούσε όσο ήταν υπήκοοι αυτοκρατοριών. Χωρίς κράτος, έθνος δεν μπορούσε να υφίσταται.
Αυτό δεν σημαίνει, όπως συχνά παρεξηγείται, ότι δεν υπήρχαν εθνικές ομάδες με τα δικά τους διακριτά χαρακτηριστικά, πριν από τη δημιουργία κρατών. Αλλά το εθνικό κράτος είναι πάνω από όλα μια συμφωνία, μια σύμβαση μεταξύ των εθνικών πληθυσμών που το απαρτίζουν για την υιοθέτηση μιας κοινής ταυτότητας.
Π.χ. τα διάφορα γερμανικά κρατίδια, βασίλεια και δουκάτα (Σαξωνία, Βαυαρία, Πρωσία, Σαξ-Κόμπουργκ κλπ), μετά από
μακραίωνες διαμάχες και αντιπαλότητες (γύρω κυρίως από το θέμα Καθολικοί εναντίων Προτεσταντών) αποφάσισαν την προσχώρησή τους σε ένα κοινό κράτος, το 1871. Ονομάστηκε Γερμανική Αυτοκρατορία και ήταν ουσιαστικά η πρώτη μορφή της σημερινής Γερμανίας. Προτού αποφασιστεί η ένωση αυτή, υπήρχαν σημαντικές διαφορές ταυτότητας (θρήσκευμα, έντονος τοπικισμός, διαφοροποιήσεις στο γλωσσικό ιδίωμα κλπ).
Αν δεν είχε μεσολαβήσει η δημιουργία εθνικού γερμανικού κράτους το 1871, που δημιούργησε κοινή παιδεία για όλους, κοινή επίσημη γλώσσα έναντι των τοπικών ιδιωμάτων και κοινή διακυβέρνηση κάτω από κοινή σημαία, θα είχαμε ακόμη τοπικά κρατίδια. Σήμερα 140 χρόνια μετά, η Γερμανία παραμένει ομόσπονδη (όχι απλώς ένα ενιαίο κράτος-ίσωμα) και
τα κρατίδια έχουν πολύ ισχυρή τοπική ταυτότητα και φυσιογνωμία, παρότι έχουν περάσει δεκαετίες μέσα στο χωνευτήρι που λέγεται κράτος, με τις ισχυρές ομογενοποιητικές δυνάμεις που ασκεί αυτό. Και παρότι οι Γερμανοί απέδειξαν ιστορικά ότι διέθεταν τον πιο αιμοβόρρο εθνικισμό του 20ου αιώνα, οι τοπικές δυνάμεις
"αντιστέκονται" πολιτισμικά.
Με αυτή την έννοια το έθνος-κράτος είναι μια συμφωνία και όχι αυθόρμητη πράξη μεταξύ απολύτως ομογενοποιημένων πολιτών με απολύτως κοινά χαρακτηριστικά . Αυτού του είδους η καθαρότητα, απλώς δεν υφίσταται σε κανένα έθνος-κράτος του κόσμου. Δεν πρόκειται περί κριτικής του ελληνικού κράτους αυτό, αλλά για
τη φυσιογνωμία του ίδιου του κράτους ως οντότητα. Όποια χώρα και να πάρεις έχουν συμβεί ανάλογες ή και μεγαλύτερες συγχωνεύσεις/ομογενοποιήσεις. Την εποχή της γαλλικής επανάστασης στη Γαλλία μιλιόντουσαν περί τις
200 διαφορετικές γλώσσες, κάποιες της ευρύτερης γαλλικής οικογένειας και κάποιες όχι. Χρειάστηκε η θέσπιση εθνικής παιδείας για τη δημιουργία κοινής γαλλικής γλώσσας. Το να λες ότι η σημερινή γαλλική ταυτότητα υπήρχε από τότε είναι
αναχρονισμός, θεάση του χθες με τα μάτια του σήμερα.
Αυτά για να καταλάβουμε ότι μια στιβαρή εθνική ταυτότητα διαμορφώνεται από το κράτος που τη στεγάζει και το οποίο παρέχει τους σχετικούς θεσμούς όπως η παιδεία. Είναι αδύνατο να προϋπάρχει χωρίς αυτό ή χωρίς προεργασία δημιουργίας κράτους, όπως π.χ. τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που παρέχουν
υπηρεσίες κράτους χωρίς κράτος (ενοποιητική εκπαίδευση, ΜΜΕ κλπ).
Ο ιστορισμός πρόσφερε λοιπόν μια ερμηνεία της ιστορίας γενικά συντηρητική και βασισμένη στις μεγάλες προσωπικότητες, που αποτέλεσε
σημαντικό εργαλείο του έθνους κράτους στην προσπάθεια για δημιουργία στιβαρής κοινής ταυτότητας στους πολίτες.
Στο πλαίσιο αυτό ο Παπαρρηγόπουλος και άλλοι εισήγαγαν την έννοια ότι η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν κομμάτι της ελληνικής ιστορίας.
Το Βυζάντιο όμως είναι
δύο layers.
Το πρώτο είναι η βυζαντινή αυτοκρατορία, η εξουσία δηλαδή. Όπως κάθε αυτοκρατορία το Βυζάντιο ήταν πολυεθνικό, είχε υπό τη σκέπη του τους μισούς τότε γνωστούς λαούς. Υιοθέτησε τα ελληνικά σαν επίσημη γλώσσα αλλά μέχρι και τον 7ο αιώνα είχε επίσημη γλώσσα τα λατινικά, αφού ήταν στην ουσία το ανατολικό κομμάτι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας: ένα κράμα της ρωμαϊκής φυσιογνωμίας με τον ορθόδοξο χριστιανισμό και
τη λόγια ελληνική γλώσσα.
Το δεύτερο layer ήταν ο ελλαδικός χώρος επί Βυζαντίου, όπου χωρίς αμφιβολία υπήρχαν ελληνόφωνοι πληθυσμοί (όχι μόνο αυτοί όμως) οι οποίοι είχαν σαφώς την κουλτούρα και την παράδοσή τους. Δεν διέθεταν ελληνική συνείδηση με την σημερινή έννοια. Αυτοπροσδιορίζονταν σαν
Ρωμιοί, δηλαδή υπήκοοι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με ορθόδοξο χριστιανικό θρήσκευμα και ελληνική γλώσσα. Ρωμιός και Έλληνας διαφέρουν στο ότι ο δεύτερος διαθέτει κράτος, και αυτό είναι μια μεγάλη διαφορά όπως είδαμε παραπάνω.
Στη νεότερη Ελλάδα, οι λόγιοι δεν είχαν και την καλύτερη εικόνα για τη Βυζαντινή εξουσία. Υπάρχουν χαρακτηριστικές αναφορές. Μην ξεχνάμε ότι οι βυζαντινοί
θεωρούνταν καταστροφείς της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς. Και φυσικά ιστορικά αυτό ευσταθεί πλήρως.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η σύνδεση που επιχείρησε ο Παπαρρηγόπουλος της ελληνικής ιστορίας με το 1ο layer (αυτοκρατορική εξουσία) είναι μια
πολιτική και όχι ιστοριογραφική ερμηνεία: μια κατασκευή . Η βυζαντινη εξουσία δεν ήταν σε καμία περίπτωση ελληνική, ελάχιστοι αυτοκράτορες ήταν Έλληνες και η ελληνική γλωσσική παράδοση του Βυζαντίου ήταν λόγια, δεν είχε δηλαδή
τη ζωντάνια μιας ομιλούμενης γλώσσας. Η ενότητα με αυτό το layer είναι μια ευχάριστη αλλά αυθαίρετη μυθοπλασία που αποσκοπούσε στη σφυρηλάτηση συνεκτικής συνείδησης.
Θα πρέπει βέβαια κανείς να δεχτεί ότι το δεύτερο layer, δηλαδή το υπόστρωμα των ελληνόφωνων ομάδων στον ελλαδικό χώρο, σαφώς υπήρχε και
διέθετε χαρακτηριστικά που αργότερα θα ευνοούσαν την ενοποίηση και συγχώνευση σε μια ενιαία ελληνική ταυτότητα. Είναι όμως και εδώ κατασκευή και αναχρονισμός να πούμε ότι
πριν από τη δημιουργία κράτους, οι ελληνόφωνοι αυτοί (που άλλος ήταν Κρητικός, άλλος Καρδιτσιώτης και άλλος Μακεδόνας κοκ)
διέθεταν την ταυτότητα που διαθέτουμε σήμερα, διαμορφωμένη μέσα από θεσμούς ενός κράτους. Αυτό είναι απλώς αδύνατο, γιατί
-παγκοσμίως- αυτά τα αισθήματα καλλιεργήθηκαν όταν προέκυψε η ιστορική αναγκαιότητα δημιουργίας κρατών, όχι πριν. Πριν από αυτό είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία
η τοπική κοινότητα και κουλτούρα για τη δημιουργία ταυτότητας και για τον αυτοπροσδιορισμό των ανθρώπων.
Αντίστοιχα άτοπο και αυθαίρετο, είναι να πούμε ότι αυτοί οι ελληνόφωνοι στερούνταν πλήρως ταυτότητας. Ότι ήταν τίποτε: κάτι αμόρφωτα τουρκάκια που έβοσκαν γίδια στα βουνά. Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς αυτοπροσδιορισμό. Αυτό είναι μια παρεξήγηση του μεταμοντερνισμού και μια
νευρωτική απάντηση στις κατασκευασμένες υπερβολές του εθνικισμού, οι οποίες στη διεθνή ιστορία (δεν μπορούμε να το παραγνωρίσουμε)
έχουν όντως πληρωθεί με αίμα και δικαίως έχουν δημιουργήσει ισχυρή απώθηση και αντίδραση.
Εδώ παρουσιάζω πάνω κάτω τις βασικές θεωρίες. Επιχειρώ και μια
δική μου τοποθέτηση στις 2 παραπάνω παραγράφους, νηφάλια και που πιθανόν θα βρει αρκετούς σύμφωνους. Θα πρέπει να πω ότι είναι δική μου, γιατί παρότι την έχω σκεφτεί καλά και τη βασίζω σε επιχειρήματα, δεν θέλω να καπελώσω κανέναν.
Πρόκειται για ένα πολυπλοκότατο, πολιτικά και ιστορικά φορτισμένο ζήτημα. Αυτά είναι μόνο μια εισαγωγή στα πεταχτά. Θα έλεγε ίσως κανείς ότι όλα αυτά ωφελούν μόνο τους ιστορικούς και ότι δεν είναι και πολύ χρήσιμα στον απλό πολίτη. Ίσως είναι ψιλά γράμματα και
οι έννοιες είναι νεφελώδεις αν δεν μελετήσεις σοβαρά το θέμα και δεν του αφιερώσεις σκέψη. Έχουν όμως ένα κέρδος: σε μία χώρα που μας ταλανίζει η σχέση μας με το παρελθόν και που δυστυχώς
επαναπαυόμαστε μόνο στα κατορθώματα του εκατοστού προπάππου μας που ζούσε στο Χρυσό Αιώνα (λες και μια κληρονομιά που την ξοδεύουμε αριστερά-δεξιά μπορεί να μας ταΐζει για πάντα), το ξεκαθάρισμα αυτών των εννοιών μπορεί να δημιουργήσει
μια πιο ψύχραιμη αντίληψη για το τι είμαστε. Χωρίς παραμορφώσεις περί μεγαλείου (ή ακόμη χειρότερα περί ανωτερότητας
) βασισμένες στο μακρινό χτες, που τσαλακώνονται καθημερινά από την πραγματικότητα. Είμαστε ένας λαός
όπως όλοι. Ούτε ανώτερος, ούτε κατώτερος. Τόσο καλός και τόσο κακός.
Σε όποιον θέλει να ασχοληθεί περαιτέρω, μπορώ να ευχηθώ μόνο καλό διάβασμα!
Υ.Γ.: Η ανωτέρω κριτική στον Παπαρρηγόπουλο δεν σημαίνει τη γενικότερη απόρριψή του. Απλώς δείχνει ότι ο Παπαρρηγόπουλος όπως κάθε ανθρωπιστικός επιστήμονας
δεν μπορεί να στοχαστεί ανεπηρέαστος από τις φιλοσοφικές και ιδεολογικές του αναφορές και προτιμήσεις. Παραμένει όμως ένας δυνατός συγγραφέας και η ιστορία του, αν διαβαστεί με τη γνώση του πνεύματος που γράφτηκε (και παρά το εμπόδιο της καθαρεύουσας), είναι μια καλή ιστορία. Εξάλλου ποτέ η ιστοριογραφία δεν έχει μεγάλο βάθος λεπτομέρειας. Είναι μια πιο γενική εικόνα, μια αεροφωτογραφία, όπου αναπόφευκτα οι λεπτομέρειες χάνονται και αναδεικνύονται τα πιο γενικά και τα πιο σχηματικά. Σε αυτή την αεροφωτογραφία ο Παπαρρηγόπουλος έκανε
μπολικούτσικο ρετούς με photoshop. Αν ξέρεις
πού έγινε αυτό, είναι καλό ανάγνωσμα.