Στο Φαρ-Ουέστ παλιά, ίσα που είχε μπει ο σιδηρόδρομος.
Πολύ λίγος κόσμος τον ήξερε.
Ένας καουμπόης λοιπόν, που έμενε σε μια μικρή πόλη, εκεί που πήγαινε με το άλογο, ακούει ένα σφύριγμα να έρχεται από μακριά.
Κοιτάζει, και βλέπει ένα τραίνο να έρχεται κατά πάνω του.
"Αμάν, θηρίο" σκέφτηκε, αφού δεν ήξερε τι ήταν.
Βγάζει την καραμπίνα, στέκεται, σημαδεύει, πυροβολεί, και το τραίνο τον έκανε χαλκομανία.
Την άλλη μέρα σκέφτηκε "θα του στήσω παγίδα, να το σκοτώσω το θηρίο".
Ξαναπάει στο ίδιο σημείο, ξανακούει το σφύριγμα, βγάζει καραμπίνα και πιστόλια και τα αδειάζει πάνω στο τραίνο, το οποίο βέβαια τον ξανάκανε πίτα.
Σηκώνεται με το ζόρι γεμάτος αίματα, και πάει στο σπίτι του.
Τον βλέπει η γυναίκα του, και "αμάν τι έπαθες?" τον ρωτάει, "άσε" της λέει, "συναντήθηκα με ένα θηρίο που δεν σκοτώνεται".
"Κάτσε να ξεκουραστείς, έχω βάλει τσάι να γίνεται" του λέει.
Κάποια στιγμή, αρχίζει να σφυρίζει η τσαγιέρα, τρελαίνεται ο τύπος βγάζει το πιστόλι, πάει στην κουζίνα και γαζώνει την τσαγιέρα, κομμάτια την έκανε.
"Τρελάθηκες?" του λέει η γυναίκα του, "τι σε πείραξε η τσαγιέρα?"
Και της απαντάει ... "Αυτά πρέπει να τα σκοτώνουμε από μικρά, γιατί όταν μεγαλώσουν γίνονται επικίνδυνα".