Πάντως όσο και αν αυτό ακούγεται απλό, ο βουβός κινηματογράφος παρουσίαζε διάφορα προβλήματα πέρα από το κόστος της ξεχωριστής σύνθεσης. Το ποιο βασικό ήταν αυτό του συγχρονισμού εικόνας, ήχου. Ενώ ένας πιανίστας μπορούσε άνετα να βλέπει την ταινία και να αυτοσχεδιάζει, κάτι τέτοιο για μια ορχήστρα είναι φυσικά αδύνατο. Εφευρέθηκαν λοιπόν διάφορες συσκευές χωρίς όμως καμία από αυτές να θεωρείται απόλυτα πετυχημένη. Το σημαντικό όμως είναι, ότι η πορεία για την ενσωμάτωση της σύνθεσης μουσικής στη διαδικασία της παραγωγής τη ταινίας είχε ξεκινήσει.
Π αρά τα προβλήματα του συγχρονισμού, υπήρξαν ορισμένα φιλμ, των οποίων η μουσική ήταν αρκετά αξιόλογη. Η μουσική για την ταινία του D. W. Griffith
http://www.imdb.com/name/nm0000428/, ''The Birth of a Nation''
http://www.imdb.com/title/tt0004972/, παρουσιάζει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον. Αποτελεί ένα κολάζ αποσπασμάτων από συνθέσεις των Liszt, Verdi, Beethoven, Wagner, Tchaikovsky και από γνωστά παραδοσιακά τραγούδια των Ηνωμένων Πολιτειών (''Dixie'', ''The Star-Spangled Banner''). Αν και το score του φιλμ δεν έχει ιδιαίτερη μουσική αξία, έθεσε στάνταρντς στην ενορχήστρωση και στις τεχνικές ''cuing'', που παρέμειναν καθ΄ όλη την περίοδο του βωβού κινηματογράφου. Για τη μουσική της ταινίας, συνεργάστηκαν ο ίδιος ο D. W. Griffith που εκτός από σκηνοθέτης, είχε σπουδάσει σύνθεση και ο συνθέτης Joseph Carl Briel. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Liberty Theatre της Νέας Υόρκης το Μάρτιο του 1915.
[flash=200,200]
https://www.youtube.com/watch?v=iEznh2JZvrI
O σημαντικότερος πάντως συνθέτης του βωβού κινηματογράφου, ήταν ο γερμανός Edmund Meisel που έγραψε μουσική για τις ταινίες του Sergei Eisenstein ''October'' και ''Το Θωρηκτό Ποτέμκιν''. (Οι παρτιτούρες του Μeisel για το ''Ποτέμκιν'' είχαν χαθεί, αλλά βρέθηκαν πρόσφατα στο αρχείο του Eisenstein στο Λένινγκραντ, από τον Jay Leyda.)
H μουσική του Μeisel δεν ήταν ούτε η πρώτη, ούτε η μόνη που γράφτηκε για το ''Ποτέμκιν''. Στην πρεμιέρα του έργου στη Ρωσία το 1925, την ορχηστρική συνοδεία πιστεύεται ότι είχε συνθέσει ο Yuri Faier, ενώ το 1951 ο Nikolai Kryukov εφοδίασε το φιλμ με άλλη μουσική.
T ο φιλμ περιγράφει την ανταρσία στο θωρηκτό '' Ποτέμκιν'' κατά τη διάρκεια της ανεπιτυχούς ρωσικής επανάστασης το 1905 και έχει δομηθεί σε πέντε βασικές ενότητες: Περιγραφή των φρικτών συνθηκών πάνω στο πλοίο, που αποτέλεσαν την αφορμή για την εξέγερση, την ίδια την εξέγερση, την υποστήριξη του λαού της Οδησσού, την αιμοσταγή επίθεση των Κοζάκων του Τσάρου (η διάσημη σεκάνς της σκάλας της Οδησσού) και τον τελικό θρίαμβο των επαναστατών. Ο Eisenstein κάποτε είπε, ότι ο ήχος θα έπρεπε να μαστιγώνει και να ταρακουνάει βίαια με την έντασή του το θεατή... Επειδή όμως ο ήχος δεν μπορεί να είναι τόσο δυνατός, πρέπει να στραφούμε στα όρια της φυσικής και πνευματικής αντοχής του κοινού (μέσω της μουσικής).
M ε καθαρά μουσικά κριτήρια, η μουσική του Meisel δεν είναι κάτι το αξιομνημόνευτο. Ούτε υπάρχει κάτι το αξιοσημείωτο σχετικά με τη συνθετική τακτική του. Η ενορχήστρωση έχει γίνει για ορχήστρα μέσου μεγέθους, ενισχυμένη από ένα πλήρες μέρος κρουστών που περιέχουν 2 timpani, στρατιωτικό ταμπούρο, bass drum, ταμ-ταμ, τρίγωνο, καστανιέτες, woodblocks, κρόταλα και σειρήνες.
A υτό που κάνει τη μουσική του Meisel να ξεχωρίζει, δεν είναι τα μέσα που χρησιμοποίησε, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τα μέσα αυτά δημιούργησαν μια συμπαγή δραματική δομή που όχι μόνο κινείται παράλληλα, αλλά πραγματικά ντουμπλάρει ανά πάσα στιγμή, τη συναισθηματική επίδραση του οπτικού μέρους. Ο Meisel χτυπάει στην καρδιά της πλοκής με κάθε νότα. Εφοδιάζει τη σκηνή με μια βασανισμένα άγρια φανφάρα, καθρεπτίζει το παράπονο των ναυτών με μελαγχολικούς, εχθρικούς ψιθύρους, που παραπέμπουν σε καταπιεσμένη οργή και προχωράει προς την αιματηρή σύγκρουση με περάσματα σχεδόν αβάσταχτης αγωνίας και βιαιότητας. Η μουσική, όπως και το φιλμ, ξεδιπλώνει την έντασή της με έναν σχεδόν μαθηματικό τρόπο, αλλά το αποτέλεσμα είναι ωμό, άμεσο και ενστικτώδες.
Αυτό που ο Meisel μεγαλοφυώς κατάλαβε ήταν, ότι η μουσική για το ''Ποτέμκιν'' δεν ήταν δυνατό να αποτελεί απλώς ένα φόντο. Έπρεπε να μεταμορφωθεί σε αναπόσπαστο συστατικό της ταινίας υπηρετώντας και συμπληρώνοντας το ρυθμό, την υφή και την αισθητική της εικόνας. Σαν αποτέλεσμα, η συνδυασμένη ισχύς ήχου και εικόνας είναι μοναδική και κατά τη γνώμη μου, σχεδόν κανένα φιλμ στην ιστορία του cinema, ακόμα και σήμερα, δεν μπόρεσε να την ξεπεράσει.
T ο σύστημα με το οποίο δούλευε ο Meisel ήταν μάλλον περίεργο. Καταρχήν ανέλυε το montage μερικών πολύ γνωστών βουβών ταινιών, εξετάζοντας το ρυθμό, τη συναισθηματική κλιμάκωση, και τη διάθεσή τους. Μετά έγραφε από ένα θέμα για την κάθε σκηνή. Τελικά, συνδίαζε τα ξεχωριστά θέματα χρησιμοποιώντας το ρυθμό, τις κορυφώσεις και την ανάπτυξη του οπτικού montage σαν τη βάση για την οργάνωση και δόμηση της μουσικής. Αυτό που ο Meisel προσπαθούσε να αποδείξει, ήταν ότι υπάρχει μια φορμαλιστική σχέση μεταξύ του montage του φιλμ και της μουσικής. Παρ΄ όλα αυτά όμως, χρησιμοποιώντας αυτό το σύστημα, δεν ήταν σίγουρο ότι όλα τα ''καλά'' φιλμς θα παρείχαν και μια συμπαγή μουσική δομή, αλλά τις περισσότερες φορές συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο δηλαδή χάος. Σε άλλα φιλμ όμως, το σύστημα λειτουργούσε, δίνοντας μια συγκεκριμένη μουσική ενότητα με καλύτερο παράδειγμα τη μουσική του ''Ποτέμκιν''.
O Meisel είχε την τύχη να δουλέψει με έναν τύπο σκηνοθέτη που πολύ λίγοι συνθέτες είχαν την τύχη να συνεργαστούν. Ο ίδιος ο Eisenstein ανέκαθεν θεωρούσε τη μουσική ως κεφαλαιώδη παράγοντα στη δημιουργία ενός φιλμ. Έβλεπε ότι πρωταρχική σημασία έχει ο ρυθμός μιας ταινίας και γι΄ αυτό το λόγο η μουσική και το montage κατείχαν στις ταινίες του, εξέχουσα θέση. Ακόμα και το πλάνο ή το κάδρο θα έπρεπε να εξυπηρετούν το ρυθμό αυτό ή να δημιουργούν συγκρούσεις που θα τον ενισχύουν. Εντυπωσιακός είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο ο Eisenstein βλέπει το φιλμ σαν ολότητα. Έτσι διαχωρίζει τη θέση του από τους περισσότερους σκηνοθέτες της εποχής και θεωρεί ως στοιχειώδη μονάδα του σινεμά το πλάνο και όχι το καρέ το οποίο θεωρεί φωτογραφία. Μια σειρά από καρέ δεν γεννάει ένα πλάνο αλλά το πλάνο είναι το μικρότερο τεμάχιο, ο θεμέλιος λίθος της κινηματογραφικής σύνθεσης, ενώ η ευρηματικότητα στους συνδυασμούς του είναι το montage. Από τα παραπάνω γίνεται εμφανής η ικανότητά του Eisenstein να διακρίνει μακροδομές και καταλαβαίνει κανείς γιατί η συνεργασία του με τον Meisel υπήρξε τόσο γόνιμη.
Σ το βιβλίο του ''Η Μορφή του Φιλμ'', ο Eisenstein λέει ότι η μουσική και η εικόνα θα πρέπει να λειτουργούν με ένα αντιστικτικό τρόπο έτσι ώστε να μεταφέρουν τις οπτικές και ηχητικές αντιλήψεις σε ένα κοινό παρανομαστή. Στο ίδιο βιβλίο λέει για τη συνάντηση του με τον Meisel, που έγινε το 1926 στο Βερολίνο, με σκοπό να συζητήσουν τη μουσική για το ''Ποτέμκιν'' : Αυτή ήταν η κατηγορηματική μου απαίτηση. Να απορριφθούν συνηθισμένες μελωδικότητες, για τη σεκάνς της ''συνάντησης με το λόχο'', και να δοθεί υπόσταση σε αυτή την απαίτηση εδραιώνοντας μέσα στη μουσική όπως και μέσα στο φιλμ μουσικά περάσματα στα αποφασιστικά σημεία , δίνοντας μια νέα ποιότητα στη δομή του ήχου. Με αυτό τον τρόπο, το ''Ποτέμκιν'' ξέφυγε στιλιστικά από τα όρια της βουβής ταινίας με μουσική υπόκρουση και μπήκε στη σφαίρα του ηχητικού φιλμ, όπου οι μουσικές και οπτικές εικόνες, υπάρχουν μέσα σε μια αλληλένδετη ενότητα. Ακριβώς χάρις σε αυτά τα στοιχεία, η σκηνή αυτή, μαζί με τη σκηνή της σκάλας της Οδησσού, κατέχουν άξια μια εξέχουσα θέση στην ιστορία του σινεμά και έθεσαν τη βάση για μια εσωτερική υπόσταση της μουσικής σύνθεσης στον κινηματογράφο.
E δώ το ''βουβό'' Ποτέμκιν διδάσκει ένα μάθημα στο ηχητικό σινεμά.
Ότι για να είναι ένα έργο οργανικά λειτουργικό, πρέπει να υπάρχει ένας και μοναδικός κατασκευαστικός νόμος, ο οποίος θα διέπει όχι μόνο το κάθε στοιχείο του ξεχωριστά, αλλά και το έργο ως σύνολο.
E κτός όμως από τον Edmund Meisel υπήρχαν γνωστοί συνθέτες που έγραψαν μουσική κατά την διάρκεια της εποχής του βουβού κινηματογράφου. Ο Arthur Honegger συνέθεσε μουσική για τις ταινίες La Roue και Napoleon του Abel Gance. Ο
Darius Milhaud συνέθεσε μουσική για την ταινία του Marcel l'Herbier L' Inhumaine και ο
Dmitri Shostakovitch για την ρωσική ταινία The New Babylon.