τις τελευταιες μερες με αφορμη την κουβεντα που ειχε γινει για τα πνευματικα δικαιωματα ''ξεσκονιζω'' το αρχειο μου απο περιοδικα και εφημεριδες!
επεσα λοιπον πανω σε αυτη την συνεντευξη που και τοτε μου ειχε κανει τεραστια εντυπωση.
ειναι αρκετα μεγαλη, αλλα αξιζει τον κοπο!
ευτυχως ειναι ολοκληρη ανεβασμενη στο σαιτ των σκουλιγκανς!
http://www.theschooligans.gr/site/index.php?option=com_content&task=view&id=36&Itemid=28
enjoy
επεσα λοιπον πανω σε αυτη την συνεντευξη που και τοτε μου ειχε κανει τεραστια εντυπωση.
ειναι αρκετα μεγαλη, αλλα αξιζει τον κοπο!
ευτυχως ειναι ολοκληρη ανεβασμενη στο σαιτ των σκουλιγκανς!
http://www.theschooligans.gr/site/index.php?option=com_content&task=view&id=36&Itemid=28
enjoy
1ο μερος
«Χρειαζόμαστε σκληρά παιδιά που να λένε σκληρά όχι»: Συνέντευξη: Γιάννης Αγγελάκας
Πέρυσι, το βράδυ που γινόταν ο τελικός του Fame Story και η Καλομοίρα έστελνε φιλάκια, πέντε χιλιάδες παιδιά είχαν στριμωχτεί στο θέατρο Βράχων για να δουν τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και τον Γιάννη Αγγελάκα. Προς το τέλος της συναυλίας το σύνθημα «Ω, είναι ωραία στον παράδεισο» δυνάμωνε όλο και πιο πολύ. Κι όταν ο Αγγελάκας ενέδωσε και είπε ένα τραγούδι από τις Τρύπες, το πλήθος ξέσπασε. Άρχισαν όλοι να χοροπηδάνε και να πέφτουν με δύναμη ο ένας πάνω στον άλλον - όπως παλιά. «Κι αυτό μια έκφραση αγάπης είναι. Να σπάσουμε, να γίνουμε όλοι μαζί κομμάτια» είχε πει ο ίδιος σε μια συνέντευξη.
Τον συναντήσαμε στην Επανωμή, ένα χωριό έξω απ' τη Θεσσαλονίκη, όπου ζει εδώ και 10 χρόνια. Ξέραμε την αλλεργία που παθαίνει όταν ακούει τη λέξη «καλλιτέχνες» και ξεκινήσαμε ακριβώς μ' αυτήν.
Γιάννη Αγγελάκα, είσαι καλλιτέχνης;
(σκάει στα γέλια)...
Λοιπόν;
(παίρνει σοβαρό ύφος) ...Είμαι πρώτα άνθρωπος και μετά καλλιτέχνης. Το μεγάλο μου ελάττωμα είναι ότι δεν μπορώ να πω ψέματα. Όχι, η επιτυχία δεν με άλλαξε. Είμαι πάντα ο Γιάννης, ο Γιαννάκης που κάποτε μάζευε σταφύλια για να ζήσει... Θέλετε κι άλλες καλλιτεχνικές απαντήσεις;
Όντως μάζευες σταφύλια;
Φυσικά! Μα σας είπα: Δεν μπορώ να πω ψέματα! (γέλια)
ΟΚ, τέρμα η πλάκα, πάμε στην κανονική συνέντευξη... Πόσο χρονών είσαι;
Έκλεισα τα 45.
Κοιτάζεις ποτέ το παρελθόν πίσω σου;
Ναι, βέβαια. Έχω μια ανελέητη συνείδηση του νήματος. Μπορώ εύκολα να θυμηθώ τον εαυτό μου 5 χρονών, 10, 15, 25... Νιώθω ότι πατάω σε μια ευθεία, την οποία αισθάνομαι πίσω από την πλάτη μου, ακόμα κι όταν δεν κοιτάω προς τα πίσω.
Και πού οδηγεί αυτή η ευθεία;
Έλα ντε!
Σαν παιδί ήσουν διαφορετικό από τ' άλλα;
Όχι ιδιαίτερα. Θυμάμαι μόνο ότι μου άρεσε να στήνω αυτοσχέδιες μικρές παραστάσεις. Μάζευα τα παιδιά της γειτονιάς και τους έπαιζα φανταστικές ιστορίες. Και θυμάμαι τον πατέρα μου να έρχεται και να με μαζεύει, γιατί δεν του άρεσε καθόλου αυτό που έκανα. Το θεωρούσε λίγο ανώμαλο.
Είχες κάποιον παιδικό ήρωα; Ας πούμε τον Σούπερμαν, τον Μπάτμαν...
Μπα, δεν ψηνόμουν με τέτοιους υπερήρωες. Είχα την τύχη να πέσει στα χέρια μου -πρέπει να' μουν 10 χρονών- ένα βιβλίο, το «Άνθρωποι και Ποντίκια» του Στάινμπεκ. Είναι μια πολύ απλή ιστορία -μπορεί να τη διαβάσει κι ένα παιδί- αλλά εγώ έπαθα σοκ. Ο ήρωας ήταν ένας άνθρωπος καθυστερημένος και αγαθός που είχε κάτι ποντικάκια, αλλά όπως τα χάιδευε, επειδή ήταν χειροδύναμος, τα έπνιγε. Και στο τέλος της ιστορίας πνίγει, χωρίς να το θέλει, και μια όμορφη κοπέλα που αγαπούσε. Είχα μπει λοιπόν από μικρός σε ένα περίεργο τριπ. Πώς γίνεται ο καλός να είναι και κακός; Οι ήρωές μου ήταν λίγο αντιφατικοί.
Θα έλεγες ότι είχες ευτυχισμένα παιδικά χρόνια;
Ναι, γιατί ήταν πλήρη. Με αγωνίες και με χαρές. Ήμασταν πολύ φτωχοί. Ζούσαμε σε μια μονοκατοικία στη Νεάπολη (Θεσσαλονίκη) που μέσα από το σαλονάκι μας περνούσαν αυτοί που μένανε από πάνω!
Μέσα απ' το σαλόνι;!
Ναι, αυτό γινόταν για σχεδόν 2 χρόνια. Μετά ήρθε κι έμεινε ένας θείος μου από πάνω, οπότε τουλάχιστον περνούσε γνωστός άνθρωπος! Ήταν μια οικογένεια φτωχών, αλλά πολύ παθιασμένων ανθρώπων. Αγαπιόντουσαν, γλεντάγανε, μαλώνανε -μιλάμε ξύλο κανονικό- και μετά πάλι γλεντάγανε. Πώς είναι ο «Καιρός των τσιγγάνων» του Κουστουρίτσα; Έτσι ακριβώς.
Πεινούσες;
Όχι, προς Θεού! Αλλά θυμάμαι από πολύ μικρός να κοιμάμαι και ν' ακούω στο διπλανό δωμάτιο τον πατέρα μου και τη μάνα μου το βράδυ να κάνουν λογαριασμούς και να λένε «χρωστάμε 5 δραχμές στον Μιχάλη και άλλες 3 δραχμές στον Μπάμπη». Και μ' έπαιρνε έτσι ο ύπνος ακούγοντας λογαριασμούς και προβλήματα. Ήξερα δηλαδή ότι τα πράγματα είναι δύσκολα. Δεν μπορούσα να πω την άλλη μέρα «δώστε μου ένα δεκάρικο για ν' αγοράσω κάτι».
Η μουσική υπήρχε καθόλου στο σπίτι;
Ακούγαμε απ' το ραδιόφωνο τα λαϊκά της εποχής. Πολύ Καζαντζίδη βέβαια...
Στο Γυμνάσιο-Λύκειο ήσουν καλός μαθητής;
Μέτριος. Του 15 ας πούμε. Τα κατάφερνα με λίγο διάβασμα.
Και όταν δε διάβαζες, τι έκανες;
Άκουγα μουσική. Ο πατέρας μου μού είχε πάρει ένα φτηνό στερεοφωνικό και έβαζα βινύλια. Περίμενα να φύγουν οι γονείς μου απ' το σπίτι, να βάλω τ' ακουστικά, να ξαπλώσω στο πάτωμα, να καπνίσω κρυφά ένα τσιγάρο.
Μουσική άκουγες πάντα μόνος;
Όχι, και με παρέα. Ήμασταν χωρισμένοι σε ροκάδες και καρεκλάδες (αυτοί που ακούγανε ντίσκο). Εμείς οι ροκάδες περιμέναμε πώς και πώς να βγει ο καινούριος δίσκος των Pink Floyd.
Είχατε κανένα στέκι;
Το δρόμο. Αράζαμε σε κάτι παγκάκια, κάτι πλατείες...
Το σχολείο τι σου άφησε τελειώνοντας;
Απολύτως τίποτα. Νομίζω ότι τα μοναδικά χρόνια που βαρέθηκα πραγματικά στη ζωή μου ήταν του σχολείου. Βαριόμουν ανελέητα. Μου είχε πάρει δώρο ο πατέρας μου ένα ρολόι το οποίο το κοίταγα συνέχεια γιατί η ώρα μες στην τάξη δεν περνούσε με τίποτα. Μετά από μερικούς μήνες δεν άντεξα και το πέταξα. Από τότε δεν ξαναφόρεσα ποτέ ρολόι.
Αντιμιλούσες στους καθηγητές;
Όχι, ήμουνα πιο πολύ στον κόσμο μου.
Κινδύνεψες ποτέ να μείνεις;
Έμεινα στη Β' Γυμνασίου. Έχασα χρονιά απ' τα Μαθηματικά. Δεν καταλάβαινα τίποτα, δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι πάει να πει αρνητικός αριθμός. Δεν ήξερα ότι -3+1 κάνει -2. Έμεινα μετεξεταστέος το Σεπτέμβρη και όταν πήγα με ρώτησαν πάλι «-3+1=;»... Έτσι έχασα τη χρονιά.
Για ένα μάθημα! Τι ζώα ήταν αυτοί οι άνθρωποι!
Και θυμάμαι είχαμε έναν γυμνασιάρχη, ο οποίος όταν με είδε να κλαίω μου είπε: «Έλα, μην κλαις Αγγελάκα! Κι ο Αϊνστάιν είχε κοπεί στα Μαθηματικά!»
Ωραία παρηγοριά!
Η πλάκα είναι ότι την επόμενη χρονιά ήρθε ο μοναδικός μαγικός καθηγητής που θυμάμαι στο σχολείο, ένας Μαθηματικός, και ενθουσιάστηκα τόσο με τις εξισώσεις που στο Λύκειο διάλεξα θετική κατεύθυνση. Πήγαινα μάλιστα για Πολυτεχνείο, αλλά εκεί γύρω στην προτελευταία τάξη αποφάσισα ότι δεν έχω κουράγιο να διαβάσω τόσο πολύ και προτίμησα τη Βιομηχανική για χαβαλέ.
Και μπήκες;
Και μπήκα!
Η πιο καλή ανάμνηση απ' το σχολείο ποια ήταν;
Κάτι πρωινά με κοπάνες. Πηγαίναμε δίπλα σε ένα καφενείο, πίναμε καφέδες, μιλάγαμε, καπνίζαμε...
Μπουρδελότσαρκα πηγαίνατε;
Οι φίλοι μου πηγαίνανε, εμένα δε μου άρεσε. Για κάποιους λόγους ήμουν συνεσταλμένος.
Έκανες έρωτα πριν τελειώσεις το Λύκειο;
Όχι. Βρισκόμουν ερωτικά με κορίτσια, αλλά έρωτα ολοκληρωμένο έκανα μετά το Λύκειο.
Η πρώτη φορά ήταν μαγική;
Όχι. Ήταν απλά με μια κοπέλα που μ' άρεσε.
Πρότυπα είχες;
Είχα τους μουσικούς. Τον Jimmy Hendrix, τον Bob Dylan, τον Σαββόπουλο...
Ντυνόσουν περίεργα;
Για εκείνη την εποχή ήμασταν φρικιά. Ξέρεις, μακριά μαλλιά, κολλητά τζιν, πουκάμισα απ' έξω... Με τον πατέρα μου είχαμε όλο καβγάδες. Μου 'σχιζε τα τζιν...
Σοβαρά;
Ναι, ήταν υπερβολικά αυστηρός. Η μαμά είχε πιο πολλή κατανόηση, αλλά εγώ, έτσι κι αλλιώς, από τα 15 μου δεν άντεχα την κανονική οικογενειακή ζωή και στα 18-19 έφυγα από το σπίτι.
Πώς φεύγεις; Ανοίγεις την πόρτα και φεύγεις;
Ναι, μετά από έναν καβγά, ας πούμε.
Τι πήρες μαζί σου;
Τίποτα! Το στερεοφωνικό και οι δίσκοι έμειναν εκεί. Τα ξαναβρήκα πολλά χρόνια μετά.
Και πότε έγινε η επιστροφή του ασώτου υιού;
Δεν επέστρεψα ποτέ. Απλώς κάποια στιγμή αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις με τον πατέρα μου και πήρα το στερεοφωνικό.
Ήταν οδυνηρό μέσα σου να φύγεις από το σπίτι;
Όχι, ήταν απελευθερωτικό. Το ήθελα πάρα πολύ. Ήθελα να ζήσω έτσι όπως ονειρευόμουν να ζήσω.
Και η πραγματικότητα έξω πώς σου φάνηκε;
Μια χαρά. Στην αρχή πήγα και έζησα με μια κοπέλα που ήταν φοιτήτρια και είχε σπίτι στη Θεσσαλονίκη. Μετά άρχισα τα ταξίδια στην Κρήτη.
Δούλευες;
Ναι, έκανα οτιδήποτε. Πήγαινα στην Κρήτη κι έκανα το γκαρσόν σε ουζερί, μάζευα σταφύλια... Ή κάτι τρελές δουλειές στη Θεσσαλονίκη. Μαζεύαμε, ας πούμε, με έναν τύπο διάφορα κουρέλια - ήμασταν δηλαδή ρακοσυλλέκτες - και μετά αυτός τα ξεχώριζε και έφτιαχνε από τα κουρέλια στρώματα.
Στη Βιομηχανική πήγες καθόλου;
Ναι. Πήγα με ενθουσιασμό, αλλά από τον πρώτο χρόνο έφαγα ξενέρωμα που λένε. Είχε λίγο πλάκα βέβαια, γιατί τότε ήταν έντονα πολιτική η ατμόσφαιρα και ήταν όλοι ενταγμένοι σε κόμματα. Εγώ και οι φίλοι μου είχαμε φτιάξει διάφορες ομάδες κάπως ρομαντικές που γράφαμε κείμενα, προκαλούσαμε, χλευάζαμε.
Ήσουν αναρχικός;
Ήμουν ένα είδος αναρχικού. Δεν ήμουν ενταγμένος.
Έχεις φάει ποτέ ξύλο από μπάτσους;
Όχι, αλλά έχουμε παίξει κυνηγητό με μπάτσους και έχουν φάει ξύλο οι φίλοι μου. Εγώ ήμουν απλώς τυχερός.
Γιατί σας κυνηγούσαν;
Φωνάζαμε συνθήματα εναντίον τους. Είχε βγει ένας νόμος για εντατικοποίηση των σπουδών και είχαμε όλοι κατεβεί στους δρόμους.
Πότε ένιωσες για πρώτη φορά εχθρικά απέναντι στην έννοια «κράτος»;
Κοίταξε, δεδομένου ότι από μικρός είχα συνείδηση της φτώχιας μας, μεγαλώνοντας ανακάλυπτα και ποιοι είναι οι λόγοι της φτώχιας. Όταν ήμουν παιδί θεωρούσα ότι η φτώχια είναι μια κατάσταση φυσιολογική στη ζωή. Σιγά-σιγά έβλεπα ότι δεν ήταν και τόσο φυσιολογικό ότι ο πατέρας μου ήταν πάντα ένας εργάτης που τον ξεζουμίζανε και το μόνο που κέρδιζε ήταν να δίνει ένα κομμάτι ψωμί στα παιδιά του. Άρχισα να αναρωτιέμαι λοιπόν τι σόι οργανωμένη κοινωνία είναι αυτή. Απ' την άλλη, επειδή ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής και οργανωμένος στο ΚΚΕ, καταλάβαινα ότι ούτε τα υποτιθέμενα επαναστατικά κόμματα φτιάχναν ελεύθερους ανθρώπους. Δηλαδή δεν μπορούσα να δεχτώ ότι ο πατέρας μου, ο επαναστάτης, ο κομμουνιστής, αρνιόταν τα ρούχα μου, τη μουσική μου, την ιδιομορφία μου.
Οπότε;
Οπότε κάποια στιγμή έπαψα να πιστεύω - ως τότε το πίστευα - ότι η λύση είναι η κοινοβουλευτική αριστερά. Είδα ότι οι άνθρωποί της είναι θύματα ενός άλλου μηχανισμού που πάλι τους κρατούσε στο σκοτάδι και τους έδινε εντολές.
Όλο αυτό σου δημιούργησε μια απελπισία;
Ναι. Πέρασα μια εποχή, 20-22 χρονών, που ήμουνα κυνικός και μηδενιστής. Δεν έβλεπα πουθενά.
Και τι σε στήριξε;
Η μουσική και ο δρόμος, το να ζεις στο δρόμο, να βρίσκεις κι άλλους ανθρώπους που να' χουν τις ίδιες αγωνίες, τους ίδιους άλυτους γρίφους...
Τους βρήκες αυτούς τους ανθρώπους;
Ναι, τους βρήκα, ήμουν τυχερός. Και είχαμε την αισιοδοξία ότι, παρ' όλα τα σκατά, «εμείς μπορεί και να καταφέρουμε να ζήσουμε αλλιώς». Και νομίζω ότι υπάρχουν αρκετά παιδιά από εκείνη τη γενιά του πανκ που μέχρι και σήμερα καταφέρνουν να ζουν με αξιοπρέπεια, με ελεύθερη σκέψη και με την προσωπική τους ηθική ανέγγιχτη.
Αυτές οι αντιλήψεις που είχες στα 20 σου για τον κόσμο έχουν αλλάξει σήμερα;
Όχι, ίσα-ίσα. Αν τότε ο κόσμος σου άφηνε κάποια περιθώρια να τον ονειρευτείς καλύτερο, τώρα στενεύουν τα πράγματα. Τότε ήταν εύκολο για ένα παιδί να πει «Δεν γουστάρω τίποτα, θα ντύνομαι όπως θέλω, θα κάνω παρέα με τους αλήτες που θέλω». Ήταν εύκολο να ζήσεις ένα -έστω ακίνδυνο- περιθώριο.
Τώρα όμως το ντύσιμο δεν σημαίνει τίποτα. Είναι μόδα τα μαλλιά και τα σκουλαρίκια.
Έχετε δίκιο. Νομίζω ότι σήμερα που όλοι τρέχουν (τους έχουν πείσει ότι αν δεν τρέχουν θα πεθάνουν της πείνας), η πρόκληση είναι τα παιδιά που χάνουν τον καιρό τους και ονειρεύονται. Αυτά είναι τα επικίνδυνα παιδιά. Τα παιδιά που ονειρεύονται όχι τον εαυτό τους, αλλά τον κόσμο αλλιώς, ακόμα και όταν όλα γύρω-γύρω τους αποθαρρύνουν. Όχι να σκέφτονται «εντάξει, ο κόσμος είναι κρύος» και να τρέχουν να εξασφαλίσουν ένα παλτουδάκι ή μια γούνα. Μα να σκέφτονται πώς μπορεί να γίνει ο κόσμος πιο ζεστός.
Πιστεύεις ότι υπάρχουν τέτοια παιδιά;
Ναι. Απλώς είναι πιο λίγα και πιο μοναχικά, γι' αυτό δεν τα βλέπουμε ακόμα.
Να μιλήσουμε λίγο για τις Τρύπες… Πόσο χρονών ήσουν όταν φτιάχτηκαν;
Γύρω στα 23.
Ήταν δύσκολα τα πρώτα χρόνια;
Οικονομικά ναι, ήταν χρόνια ανέχειας. Από το ʼ82 μέχρι το ʼ92 που βγαίνει ο δίσκος «Εννιά πληρωμένα τραγούδια» και γίνεται το εμπορικό μπαμ με τις Τρύπες, εμείς πεινούσαμε.
Παρότι ήσασταν ήδη γνωστοί;
Και τι μʼ αυτό; Θυμάμαι το ʼ91, να κυκλοφορώ στην πλατεία Ναυαρίνου. Μόλις είχαμε κάνει την πρώτη συναυλία στο Λυκαβηττό και είχε έρθει 3000 κόσμος.
Είχαμε πάρει κάτι ψιλά, αλλά εγώ εξακολουθούσα να είμαι άφραγκος. Κυκλοφορούσα λοιπόν στην πλατεία Ναυαρίνου κι ένας πιτσιρικάς μου φωνάζει:«Γεια σου Αγγελάκα καπιτάλα!». Είχα χεστεί στο γέλιο. Εγώ σκεφτόμουν πώς θα τη βγάλω εκείνη την ημέρα και για κάποιους είχα γίνει καπιτάλας…
Εκείνα τα χρόνια είναι που κάνεις παρέα και με τον στιχουργό Μανώλη Ρασούλη;
Ναι, άλλος επιτυχημένος και άφραγκος ο Μανώλης! Γιατί ήταν άνθρωπος που μίλαγε και ενοχλούσε… Μουʼ μαθε πάρα πολλά η παρέα μαζί του. Υπήρχαν εποχές που μέναμε στο ίδιο δωμάτιο και μοιραζόμασταν ένα πιάτο φαΐ. Μετά νοίκιασε ένα σπίτι μόνος του και επειδή αυτός έπαιρνε που και που τίποτα λεφτά από την ΑΕΠΙ, βοηθούσε κι εμένα. Θυμάμαι ότι μπορεί να άνοιγα την πόρτα του σπιτιού μου και να έβρισκα από κάτω ένα πεντοχίλιαρο. Καταλάβαινα ότι είχε περάσει ο Μανώλης.
Και όλα αλλάζουν με τα «Εννιά πληρωμένα τραγούδια»;
Ναι. Ξαφνικά πούλησαν 40.000 δίσκους! Αστρονομικό νούμερο για μας.
Το περίμενες;
Τελείως παράλογα, ναι, το περίμενα. Πίστευα ότι αυτό που κάναμε αφορούσε πολύ κόσμο -την είχα αυτή την πεποίθηση από το '85. Βέβαια άλλο να το περιμένεις και άλλο να σου συμβαίνει. Όταν συνέβη, πέρασα δύσκολα.
Δηλαδή;
Με σόκαρε όλη αυτή η ενέργεια που ήρθε ξαφνικά επάνω μας. Άρχισα να αισθάνομαι άβολα, σχεδόν αρρώστησα.
Τι ακριβώς σε τρόμαξε; Ο κόσμος; Τα αυτόγραφα;
Όλα! Με τρόμαξε το όλο πράγμα που ξαφνικά μεγάλωσε και έγινε ανεξέλεγκτο: η ένταση, η υστερία, οι συναλλαγές, οι promoters που τα τσέπωναν... Χρειάστηκαν ένα-δυο χρόνια για να καταλάβω πώς θα σταθώ μέσα σ' αυτό το πανηγύρι χωρίς να χαθεί η υπόστασή μου. Και σιγά-σιγά βρήκα τους τρόπους να κάνω όλη αυτή την τρέλα συνείδηση και να τη στέλνω πίσω στον κόσμο.
Πέρα από δικαίωση, ήταν και μια εκδίκηση όλη αυτή η επιτυχία;
Ναι, το ένιωσα κι αυτό κάποιες στιγμές, γιατί οι δημοσιογράφοι μέχρι το '93-'94 μας είχαν γραμμένους. Δεν μπορούσαμε να τους παραδοθούμε άνευ όρων. Είχαμε πίσω μας 10 χρόνια πείνας και πίστης.
Κι έτσι είπατε πολλά «όχι»;
Πάρα πολλά «όχι» και σε συνεντεύξεις και σε εξώφυλλα.
Και σε διαφημίσεις;
Ναι, εννοείται.
Τι διαφημίσεις;
Ας πούμε, από μια γνωστή εταιρεία μας κάνανε μια φοβερά μεγάλη πρόταση για να χρησιμοποιήσουν ένα τραγούδι μας σε διαφήμιση.
Τι είδους εταιρεία;
Φαστ φουντ. Δεν έχει σημασία το όνομα.
Και ποιο τραγούδι σας θα βάζανε;
Το «Δεν χωράς πουθενά». Ήθελαν να ξεπουλήσουν όλη μας τη ζωή...
Για τα χάμπουργκερ!
Όχι χάμπουργκερ. Είχαν κάνει τότε τις «τρυπάτες πατάτες»! Είχαν στήσει ολόκληρο concept πάνω στις Τρύπες... Και δεν πιστεύανε ότι αρνιόμασταν τα ποσά που μας δίνανε.
Τι ποσά;
Φτάσανε τα 40-50 εκατομμύρια! (σ.σ. 150.000 ευρώ) Μιλάμε για μυθικά ποσά. Βέβαια δεν ξεκινήσανε από 50, αλλά ήταν, ξέρεις, ο αλαζονικός τύπος που έλεγε: «Δε δέχεστε με 10; Τα διπλασιάζω! Ούτε με 20; Τα τριπλασιάζω!»... Αυτός πρέπει να έπαθε στο τέλος υπαρξιακό πρόβλημα! (γέλια)
Πότε γίνονται αυτά;
Γύρω στο 2000, τότε που σταματούσαν οι Τρύπες. Δηλαδή ό,τι έπρεπε: Κλείνουμε το μαγαζί και το ξεπουλάμε κιόλας! (γέλια)
Πέρα από διαφημίσεις, είχατε προτάσεις και για συνεργασίες με «μεγάλα ονόματα»;
Ναι, βέβαια. Από το να εμφανιστούμε στα γενέθλια γνωστού καλλιτέχνη που δηλώνει ροκ μέχρι και το να τραγουδήσω εγώ με έντεχνη μεγαλοτραγουδίστρια.
Μιλάμε για συνεργασίες παράλογες.
Γιατί παράλογες;
Γιατί βρωμάνε καριέρα.
Τελευταία επεξεργασία από moderator: