Το ροκ δημιουργήθηκε σε αγγλοσαξονική χώρα και παίζεται καλά και βιωμένα μόνο σε αγγλωσαξωνικές χώρες, με την εξαίρεση κάποιων ξαδέρφων των αγγλοσαξώνων στας Γερμανίας και Σκανδιναβίας.
Από εκεί και πέρα όσο πιο μακριά είναι μια χώρα από την αγγλοσαξονική κουλτούρα, τόσο μεγαλύτερη η δυσκολία να παίξει σωστά και βιωμένα το ροκενρόλ.
Για αυτό οι Έλληνες, οι Ρώσοι, οι Ιάπωνες, οι Ινδοί, οι Αιγύπτιοι (αλλά ακόμη και Δυτικοί όπως οι Γάλλοι, οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι και οι Ιταλοί) έχουμε μεγάλες δυσκολίες στην πρόσληψη του ροκ και συχνά ακουγόμαστε γελοίοι όταν πάμε να το παίξουμε 100% πούροι και αυθεντικοί ρόκερ. Ποτέ όμως δεν γινόμαστε γελοίοι όταν επιχειρούμε γόνιμα κροσόβερ μεταξύ της τοπικής μας μουσικής και του ροκενρόλ.
Το ότι υπάρχουν λίγοι Έλληνες που όντως ροκάρουν πολύ καλά δεν είναι απόδειξη ότι έχουμε αφομοιώσει το ροκενρόλ αλλά η εξαίρεση/επιβεβαίωση του κανόνα. Εξάλλου αν μόνο το 1% από τις ροκ μπάντες σου ροκάρει καλά υπάρχει πρόβλημα, στο Αμέρικα και μια μπάντα γειτονιάς μπορεί να ροκάρει γαμάτα, γιατί οι τύποι παίζουν βιωματικά.
Αυτό αλλάζει τα τελευταία 10 χρόνια λόγω του ότι το ροκενρόλ είναι παγκόσμια μουσική και πλέον έχει γίνει μέρος μιας οικουμενικής κουλτούρας. Επιπλέον η έκθεση στην αγγλοσαξονική κουλτούρα των νέων ανά τον κόσμο (και στην Ελλάδα) έχει αυξηθεί δραματικά, λόγω δύο παράλληλων φαινομένων: της παγκοσμιοποίησης και του ίντερνετ.
Έτσι ολοένα και περισσότεροι παίζουν καλύτερα και πιο βιωμένα ροκενρόλ στην Ελλάδα αλλά και πάλι όχι με την ευκολία και την άνεση που γίνεται αυτό στην πατρίδα του ροκενρόλ. Για τον ίδιο λόγο εμείς μπορούμε να μάθουμε να παίζουμε μπουζούκι με το σωστό ύφος και να χορεύουμε τσάμικο με χάρη (και όχι σαν μονοκόμματοι Γότθοι) σε χρόνο ντετέ, ενώ ένας ξένος θέλει σπουδές για να το πετύχει, και πάλι μπορεί ποτέ να μην πιάσει το βιωματικό μέρος της ιστορίας.