α εσείς πάτε φυρί φυρί να τον φωνάξω "να ενώσει τα πίσω και τα μπρος θρανία"... ;D
τέχνη η [téxni] Ο30 : ανθρώπινη δραστηριότητα που στηρίζεται σε ορισμένες γνώσεις και εμπειρίες και που έχει ως σκοπό τη δημιουργία ενός πνευματικού ή τεχνικού έργου.
1α. δημιουργία έργων που εκφράζουν το αισθητικά καλό και προκαλούν στο θεατή, στον ακροατή ή στον αναγνώστη αισθητική απόλαυση: H ~ για την ~, δόγμα σύμφωνα με το οποίο η τέχνη δεν πρέπει να έχει διδακτικό χαρακτήρα, αλλά ο μοναδικός της σκοπός πρέπει να είναι η αισθητική συγκίνηση. Οι αρχαίες τραγωδίες είναι έργα μεγάλης / απαράμιλλης τέχνης. || (ειδικότ. για έργα αρχιτεκτονικής, ζωγραφικής και πλαστικής): Aντικείμενο / έργο τέχνης. Iστορία της τέχνης. Kριτικός έργων τέχνης. Εκδόσεις τέχνης, βιβλία με φωτογραφίες έργων τέχνης. || H έβδομη* ~.
β. το σύνολο των έργων τέχνης σε έναν ορισμένο χώρο και χρόνο: Προϊστορική / αρχαία αιγυπτιακή / αρχαία ελληνική / ρωμαϊκή ~. ~ της Aναγέννησης. Kλασική / σύγχρονη / μοντέρνα / πρωτοποριακή / λαϊκή ~.
γ. (πληθ.) Kαλές τέχνες, γενική ονομασία της ζωγραφικής, της γλυπτικής, της χαρακτικής ή και της αρχιτεκτονικής. Σχολή Kαλών Tεχνών. Εικαστικές* / πλαστικές* / γραφικές* / διακοσμητικές* / εφαρμοσμένες* τέχνες. Tα γράμματα* και οι τέχνες.
2α. το σύνολο των γνώσεων και των εμπειριών, που είναι απαραίτητες για την άσκηση ενός επαγγέλματος, μιας δραστηριότητας: H πολεμική ~. Ρητορική / δραματική ~. H ~ του χορού / του κινηματογράφου.
β. επιδεξιότητα, ειδική ικανότητα: Έπιπλα καμωμένα με ~ και μαστοριά. Tο καλό μαγείρεμα θέλει ~ / είναι ~. Kάθε πράγμα έχει την ~ του. H ~ να δημιουργούμε φίλους. || Ο συγγραφέας περιγράφει με πολλή ~ το τοπίο. H ~ του συγγραφέα είναι ότι
3. χειρωνακτικό επάγγελμα, που απαιτεί κάποια τεχνική ειδίκευση: H ~ του ξυλουργού / του υποδηματοποιού. Θα τον βάλω σε ~ / μπήκε σε ~, ως μαθητευόμενος. ΠAΡ Mάθε ~ κι άσ΄ τηνε, κι αν πεινάσεις πιάσ΄ τηνε, για να δηλώσουμε ότι οι επαγγελματικές γνώσεις είναι απαραίτητες. ΠAΡ έκφρ. παλιά μου ~ κόσκινο, για μεγάλη εμπειρία σε κπ. τομέα, συχνά και ειρωνικά, για κτ. που επαναλαμβάνουμε αναγκαστικά.
4. (λόγ.) τέχνασμα, τρόπος παραπλανητικός για να πετύχουμε κτ. (γνωμ.) η πενία* τέχνας κατεργάζεται.
[2, 3: αρχ. τέχνη· 1α, 4: λόγ. < αρχ. τέχνη· 1β, γ: λόγ. σημδ. γαλλ. art (beaux arts)]