Πριν μερικά χρόνια, βρίσκομαι με άλλους τρεις φίλους-συνδαιτημόνες-κρασοπατέρες στο σπίτι ενός από αυτούς. Η ώρα είναι αρκετά περασμένη, τα αλκοολούχα έχουν καταναλωθεί σε γενναίες ποσότητες και ακόμα γενναιότερους συνδυασμούς, και βέβαια παίζουμε κιθάρες και τραγουδάμε (σ.τ.μ: γκαρίζουμε). Σε κάποια παύση ακούγεται μια φωνή, για την οποία πήραμε και οι τέσσερις όρκο ότι ακούστηκε από διπλανό μπαλκόνι, λέγοντας κάτι του στυλ "σταματήστε βρε παιδιά, φτάνει, λυπηθείτε μας". Φωνή γριούλας, ήμασταν σίγουροι. Σε απάντηση, εκτοξεύσαμε εν χορώ ύβρεις και κατάρες, με ηπιότερο το "σκάσε μωρή κωλόγρια". Γελώντας σαν βλαμμένα (σ.τ.μ: τύφλα ήσασταν βρε) συνεχίσαμε ακάθεκτοι, μέχρι τελικής πτώσης.
Την επόμενη μέρα, η μητέρα του οικοδεσπότη (αυτή η χρυσή γυναίκα με τη γαϊδουρινή υπομονή) λέει στο γιό της: "Όλα καλά ρε παιδί μου, χαλάλι που ξαγρύπνησα, αλλά γιατί με βρίσατε;".
"Όχι ρε μάνα, για όνομα του Θεού, εσένα; Μια σκατόγρια βρίσαμε από δίπλα που μας πρόγκηξε"
"Δεν κατάλαβες, εγώ ήμουν". (Σαραντάρα τότε)
Τέσσερις άνθρωποι, ακούσαμε μια φωνή από ένα σημείο 180 μοίρες μακριά από κει που ερχόταν στ'αλήθεια. Και κόβαμε το λαιμό μας ότι ήταν και χούφταλο. Γι'αυτό σας λέω, το καλοκαίρι μην βάζετε τα ποτά στο ψυγείο γιατί μπορεί κάποιοι, λιγότερο ανεκτικοί, να σας τα βάλουν υπόθετο. ;D