Μόλις τελείωσα το διάβασμα του ωκεανού του ήχου του David Toop.
Ό,τι γράφω παρακάτω θα μπορούσε να είναι κάτι που ήταν γραμμένο εκεί, αλλά αποτελεί μια εμπειρία που έχω βιώσει πολλές φορές με τον ίδιο τρόπο, αισθητικά τουλάχιστον, τα τελευταία χρόνια.
Το ξημέρωμα του Σαββάτου με βρήκε σε ενα μπαλκόνι ενός φίλου κάπου στα Πατήσια.
Μπροστά στην καρέκλα που καθόμουν μια κοπέλα τραμπαλιζόταν σε μια μεταλλική κούνια και με μια όλο και αύξουσα περιοδικότητα ακουγόταν το τρίξιμο από τους πολυκαιρισμένους συνδέσμους στους οποίους στηριζόταν. Έκλεισα τα μάτια μου σαφώς καταβλημένος από την κούραση και το ξενύχτι. Όλη μου η μέρα είχε περάσει γεμάτη ήχους, μικρούς και επαναλαμβανόμενους.
Ήχους που ποτέ τους δεν παίζουν κυρίαρχο ρόλο σε τίποτα, παρά μόνο σε πειραματικές ταινίες τύπου EraserHead του Lynch ή σε τίποτα abstract συγκροτήματα ηλεκτρονικής μουσικής.
Το προηγούμενο πρωί: Ακούω τον ήχο του air condition και το χτύπημα των πλήκτρων του υπολογιστή μου. Αργότερα την κίνηση, τα αυτοκίνητα και τους ήχους από τα μηχανήματα των έργων στους δρόμους της Αθήνας. Το μετρό. Τον βόμβο από τον τις διακριτικές ομιλίες του κόσμου μέσα στο τρένο, την εκνευριστική παγωμένη φωνή που ανήγγειλε τις στάσεις και το άνοιξε-κλείσε των θυρών. Πιο μετά, ακούω ένα τζιτζίκι που μόνο του, σε ένα δέντρο της μεγαλούπολης, προσπαθεί να κάνει αισθητή την παρουσία του.
Με τον ήχο των κλειδιών μου, και το “βάθος» από τις ανακλάσεις του διαδρόμου, μπαίνω στην ησυχία του σπιτιού μου...
Ο ήχος από το νερό που πλένει τα πιάτα μου, ο ήχος του αφρού από το σφουγγάρι, το βουρτσάκι στο νεροχύτη...
Μετά από λίγο, το φαί μου κοχλάζει, σηκώνω το καπάκι στο ύψος του προσώπου μου. Ο ήχος από τον απορροφητήρα αλλάζει καθώς κατοπτρίζεται στον φορητό ανακλαστήρα μου...
Παρατηρώ τον ήχο από το πιρούνι στο πιάτο μου. Χτυπάει το κινητό μου, το ακούω να τρίζει στο τραπέζι μου....
Βγαίνω έξω, πάλι ο βόμβος της πόλης κυκλώνει τα αυτιά μου. Πηγαίνω στο γκάζι. Παραγγέλνω καφέ, ακούω το διαπεραστικό ήχο της φραπεδιέρας, το χέρι του υπαλλήλου στα παγάκια, την ταμιακή μηχανή. Λίγο αργότερα, λίγο πριν αρχίσει ενα φεστιβάλ, βάζουν μουσική. Δεν ακούω τη μουσική, αλλά την αντήχηση της πάνω στους τοίχους των απέναντι πολυκατοικιών.
Σε μια ώρα από τότε βρίσκομαι μέσα σε ένα τζιπ. Ακούω τα αυτοκίνητα γύρω μου και 3 φίλους να μιλάνε. Ακούω την τραγουδίστρια από το cd player του αυτοκινήτου, να προσπαθεί να ακουστεί ανάμεσα στη φασαρία. Δεν τα καταφέρνει, παρά μόνο όταν οι φίλοι σιωπούν. Μετά από άλλες 2-3 ώρες βρισκόμαστε σε ενα πάρτι. Εκεί οι ήχοι δεν έχουν και πολύ σημασία, έχω αρχίσει να καταβάλλομαι. Φεύγουμε και πηγαίνουμε για ποτό, 3 η ώρα την νύχτα. Συζητάμε ένα τετριμμένο θέμα. Δεν ακούω κανένα, βυθίζομαι σε σκέψεις...
Όταν καταλήγω κάπου, είναι αργά, οι λέξεις δεν έχουν κανένα νόημα, γίνονται ήχοι. Οι κοπέλες τραγουδάνε, ο φίλος μου είναι ο ρυθμός. Προσπαθώ να κάνω ενα πρόχειρο dictee στη φράση «πάμε σπίτι;». «Σίγουρα δεν είναι κάτι το συγκερασμένο», καταλήγω.
Είμαστε στο σπίτι του φίλου. 5 η ώρα πλέον. Εγώ φτιάχνω καφέ. Πάλι ο ήχος της φραπεδιέρας, πιο σιγανός και πιο οξύς αυτή τη φορά. Βγαίνω έξω, κάθομαι στη ταράτσα. Στρίβω ενα τσιγάρο, και ακούω πεντακάθαρα όλους τους ήχους της διαδικασίας. Το βγάλσιμο του χαρτιού, το κόψιμο του καπνού, το τσίριγμα της υγρασίας αυτού όταν του βάζεις φωτιά. Τον ήχο της εξόδου του καπνού από μέσα μου. Είμαι πραγματικά καταβεβλημένος. Οι δύο φίλοι μου ξαπλώνουν μαζί, έχουν αρχίσει να κοιμούνται.
Μπροστά στην καρέκλα που κάθομαι η άλλη κοπέλα τραμπαλίζεται σε μια μεταλλική κούνια και με μια όλο και αύξουσα περιοδικότητα ακούγεται το τρίξιμο από τους πολυκαιρισμένους συνδέσμους, στους οποίους στηρίζεται. Μου μιλάει και εγώ της χαμογελάω σαν τα τις λέω «σιωπή, άκου τι γίνεται». Και όντως, η φύση ξυπνάει. Ακούω τα ωδικά πουλιά από τις γύρω πολυκατοικίες, να τραγουδούν, ακούω τα pads/drones από τα αυτοκίνητα που ηχούν από μακριά, το ρυθμικό τρίξιμο από τη κούνια της φίλης μου. Όλα αυτά αρχίζουν να αποχτούν μουσική αξία...
Δύο ώρες πιο μετά, στο σπίτι μου, κάθομαι στο πιάνο μου. Δεν έχει αξία να παίξω κάτι άλλο.
Σκέφτομαι εάν, ό,τι πρόκειται να βγει από τα δάκτυλά μου είναι μουσική.
Τι είναι μουσική; Αυτό που άκουγα πριν κάποιες ώρες δεν με ευχαριστούσε αρκετά;
Θεωρώ τη μουσική μια σκηνοθετική τέχνη. Μια τέχνη που σε κάνει να δημιουργείς εικόνες στο μυαλό σου.
Η «ησυχία» του πρωινού έκανε αυτό ακριβώς. Περισσότερο από κάθε fender, κάθε korg ή roland. Ζούσα μέσα στην «ησυχία». Δεν ήταν κάτι αλλόκοσμο, ίσα -ίσα ήταν κάτι οικείο, κάτι στο οποίο είχα γεννηθεί μέσα.
¶ρχισα να σκέφτομαι, μήπως, αν όντως η μουσική σου προκαλεί εικόνες, αυτό που θεωρούμε «μουσική» και υπάγεται σε κανόνες και περιορισμούς, δεν αποτελεί παρά μιας μορφής καταναγκαστικής χειραγώγησης της τέχνης αυτής.
¶ρχισα να σκέφτομαι οτι οι φόρμες, ίσως να μην μπορούν να προσδώσουν στον ακροατή αυτό που θα έπρεπε, κάτι σαν να λέγαμε musique pour les yeux.
Φιλικά,
Terumi
Ό,τι γράφω παρακάτω θα μπορούσε να είναι κάτι που ήταν γραμμένο εκεί, αλλά αποτελεί μια εμπειρία που έχω βιώσει πολλές φορές με τον ίδιο τρόπο, αισθητικά τουλάχιστον, τα τελευταία χρόνια.
Το ξημέρωμα του Σαββάτου με βρήκε σε ενα μπαλκόνι ενός φίλου κάπου στα Πατήσια.
Μπροστά στην καρέκλα που καθόμουν μια κοπέλα τραμπαλιζόταν σε μια μεταλλική κούνια και με μια όλο και αύξουσα περιοδικότητα ακουγόταν το τρίξιμο από τους πολυκαιρισμένους συνδέσμους στους οποίους στηριζόταν. Έκλεισα τα μάτια μου σαφώς καταβλημένος από την κούραση και το ξενύχτι. Όλη μου η μέρα είχε περάσει γεμάτη ήχους, μικρούς και επαναλαμβανόμενους.
Ήχους που ποτέ τους δεν παίζουν κυρίαρχο ρόλο σε τίποτα, παρά μόνο σε πειραματικές ταινίες τύπου EraserHead του Lynch ή σε τίποτα abstract συγκροτήματα ηλεκτρονικής μουσικής.
Το προηγούμενο πρωί: Ακούω τον ήχο του air condition και το χτύπημα των πλήκτρων του υπολογιστή μου. Αργότερα την κίνηση, τα αυτοκίνητα και τους ήχους από τα μηχανήματα των έργων στους δρόμους της Αθήνας. Το μετρό. Τον βόμβο από τον τις διακριτικές ομιλίες του κόσμου μέσα στο τρένο, την εκνευριστική παγωμένη φωνή που ανήγγειλε τις στάσεις και το άνοιξε-κλείσε των θυρών. Πιο μετά, ακούω ένα τζιτζίκι που μόνο του, σε ένα δέντρο της μεγαλούπολης, προσπαθεί να κάνει αισθητή την παρουσία του.
Με τον ήχο των κλειδιών μου, και το “βάθος» από τις ανακλάσεις του διαδρόμου, μπαίνω στην ησυχία του σπιτιού μου...
Ο ήχος από το νερό που πλένει τα πιάτα μου, ο ήχος του αφρού από το σφουγγάρι, το βουρτσάκι στο νεροχύτη...
Μετά από λίγο, το φαί μου κοχλάζει, σηκώνω το καπάκι στο ύψος του προσώπου μου. Ο ήχος από τον απορροφητήρα αλλάζει καθώς κατοπτρίζεται στον φορητό ανακλαστήρα μου...
Παρατηρώ τον ήχο από το πιρούνι στο πιάτο μου. Χτυπάει το κινητό μου, το ακούω να τρίζει στο τραπέζι μου....
Βγαίνω έξω, πάλι ο βόμβος της πόλης κυκλώνει τα αυτιά μου. Πηγαίνω στο γκάζι. Παραγγέλνω καφέ, ακούω το διαπεραστικό ήχο της φραπεδιέρας, το χέρι του υπαλλήλου στα παγάκια, την ταμιακή μηχανή. Λίγο αργότερα, λίγο πριν αρχίσει ενα φεστιβάλ, βάζουν μουσική. Δεν ακούω τη μουσική, αλλά την αντήχηση της πάνω στους τοίχους των απέναντι πολυκατοικιών.
Σε μια ώρα από τότε βρίσκομαι μέσα σε ένα τζιπ. Ακούω τα αυτοκίνητα γύρω μου και 3 φίλους να μιλάνε. Ακούω την τραγουδίστρια από το cd player του αυτοκινήτου, να προσπαθεί να ακουστεί ανάμεσα στη φασαρία. Δεν τα καταφέρνει, παρά μόνο όταν οι φίλοι σιωπούν. Μετά από άλλες 2-3 ώρες βρισκόμαστε σε ενα πάρτι. Εκεί οι ήχοι δεν έχουν και πολύ σημασία, έχω αρχίσει να καταβάλλομαι. Φεύγουμε και πηγαίνουμε για ποτό, 3 η ώρα την νύχτα. Συζητάμε ένα τετριμμένο θέμα. Δεν ακούω κανένα, βυθίζομαι σε σκέψεις...
Όταν καταλήγω κάπου, είναι αργά, οι λέξεις δεν έχουν κανένα νόημα, γίνονται ήχοι. Οι κοπέλες τραγουδάνε, ο φίλος μου είναι ο ρυθμός. Προσπαθώ να κάνω ενα πρόχειρο dictee στη φράση «πάμε σπίτι;». «Σίγουρα δεν είναι κάτι το συγκερασμένο», καταλήγω.
Είμαστε στο σπίτι του φίλου. 5 η ώρα πλέον. Εγώ φτιάχνω καφέ. Πάλι ο ήχος της φραπεδιέρας, πιο σιγανός και πιο οξύς αυτή τη φορά. Βγαίνω έξω, κάθομαι στη ταράτσα. Στρίβω ενα τσιγάρο, και ακούω πεντακάθαρα όλους τους ήχους της διαδικασίας. Το βγάλσιμο του χαρτιού, το κόψιμο του καπνού, το τσίριγμα της υγρασίας αυτού όταν του βάζεις φωτιά. Τον ήχο της εξόδου του καπνού από μέσα μου. Είμαι πραγματικά καταβεβλημένος. Οι δύο φίλοι μου ξαπλώνουν μαζί, έχουν αρχίσει να κοιμούνται.
Μπροστά στην καρέκλα που κάθομαι η άλλη κοπέλα τραμπαλίζεται σε μια μεταλλική κούνια και με μια όλο και αύξουσα περιοδικότητα ακούγεται το τρίξιμο από τους πολυκαιρισμένους συνδέσμους, στους οποίους στηρίζεται. Μου μιλάει και εγώ της χαμογελάω σαν τα τις λέω «σιωπή, άκου τι γίνεται». Και όντως, η φύση ξυπνάει. Ακούω τα ωδικά πουλιά από τις γύρω πολυκατοικίες, να τραγουδούν, ακούω τα pads/drones από τα αυτοκίνητα που ηχούν από μακριά, το ρυθμικό τρίξιμο από τη κούνια της φίλης μου. Όλα αυτά αρχίζουν να αποχτούν μουσική αξία...
Δύο ώρες πιο μετά, στο σπίτι μου, κάθομαι στο πιάνο μου. Δεν έχει αξία να παίξω κάτι άλλο.
Σκέφτομαι εάν, ό,τι πρόκειται να βγει από τα δάκτυλά μου είναι μουσική.
Τι είναι μουσική; Αυτό που άκουγα πριν κάποιες ώρες δεν με ευχαριστούσε αρκετά;
Θεωρώ τη μουσική μια σκηνοθετική τέχνη. Μια τέχνη που σε κάνει να δημιουργείς εικόνες στο μυαλό σου.
Η «ησυχία» του πρωινού έκανε αυτό ακριβώς. Περισσότερο από κάθε fender, κάθε korg ή roland. Ζούσα μέσα στην «ησυχία». Δεν ήταν κάτι αλλόκοσμο, ίσα -ίσα ήταν κάτι οικείο, κάτι στο οποίο είχα γεννηθεί μέσα.
¶ρχισα να σκέφτομαι, μήπως, αν όντως η μουσική σου προκαλεί εικόνες, αυτό που θεωρούμε «μουσική» και υπάγεται σε κανόνες και περιορισμούς, δεν αποτελεί παρά μιας μορφής καταναγκαστικής χειραγώγησης της τέχνης αυτής.
¶ρχισα να σκέφτομαι οτι οι φόρμες, ίσως να μην μπορούν να προσδώσουν στον ακροατή αυτό που θα έπρεπε, κάτι σαν να λέγαμε musique pour les yeux.
Φιλικά,
Terumi