Δεν υπάρχουν βιομηχανικές προδιαγραφές που ανακυρήσουν ένα σετ ηχείων σε studio monitor.
Υπάρχουν όμως δύο σκέλη για την επιλογή αυτού που ονομάζουμε monitor.
Το υποκειμενικό, αν έχει «καλό ήχο» και το τεχνικό βάσει προδιαγραφών.
Η προσωπική μου άποψη είναι ότι εάν ένα ηχείο ακολουθεί τις παρακάτω τεχνικές προδιαγραφές είναι πολύ κοντά στο να έχει και τον ζητούμενο υποκειμενικά «καλό ήχο». Και αυτό διότι ένα σωστό ηχείο είναι ο καθρέφτης της ηχογράφησης, που φανερώνει τα λάθη και δεν τα καλύπτει, ώστε να μπορούμε να τα διορθώνουμε.
Ένα monitor θα πρέπει να πληροί κάποιες προδιαγραφές που έχουν να κάνουν με τις ακόλουθες παραμέτρους.
Distortion
Λόγω του ότι περνάμε πολλές ώρες μπροστά στα monitor, αν έχουν ψηλή παραμόρφωση θα κουράσουν τα αυτιά μας εύκολα.
Η παραμόρφωση πέρα από το ότι κουράζει έχει και σοβαρές συνέπειες στη διαύγεια, και την στερεοφωνική εικόνα.
Ένα monitor λοιπόν πρέπει να έχει χαμηλό δείκτη παραμόρφωσης με σημείο αναφοράς τα 96db/m περίπου.
Frequency response
Ιδανικά ότι μπαίνει στην είσοδο πρέπει να βγαίνει στα μεγάφωνα ατόφιο.
Αυτό ονομάζουμε flat response και είναι άπιαστο όνειρο.
Ένα monitor όμως πρέπει να έχει μια maximum διακύμανση +-3db κατά μήκος του ακουστικού φάσματος που καλύπτει, σύμφωνα με τον όγκο του.
Σε ένα απλό ηχείο αυτές οι διακυμάνσεις είναι πολύ μεγαλύτερες με αποτέλεσμα να μην είναι τονικά ισορροπημένα.
Dispersion (Διασπορά)
Λόγω του ότι μαζί με τον ήχο ακούμε και τις αντηχήσεις του (από την κονσόλα, τους τοίχους κλπ), είναι σημαντική η συμπεριφορά των χαρακτηριστικών διασποράς των μεγαφώνων (off axis polar response).
Όταν είναι ισορροπημένη χωρίς μεγάλες κορυφές και «κοιλάδες», το αυτί δεν «ξεγελιέται» και συντονίζεται στον κύριο ήχο.
Power handling
Λόγω του ότι στα στούντιο ακούμε ασυμπίεστα όργανα (μπάσο, κιθάρα, raw synths, κλπ) με μεγάλη δυναμική συμπεριφορά, και όχι συμπιεσμένο πρόγραμμα που έχει υποστεί mastering, ένα καλό monitor πρέπει να διαθέτει αποθέματα ισχύος (Peak power handling) και καλή συμπεριφορά στις κορυφώσεις (transients).
Ένα monitor θα πρέπει να διατηρεί τα χαρακτηριστικά του σε όλες τις εντάσεις και να μην υφίσταται φαινόμενα συμπίεσης (Power compression) από υπερθέρμανση των πηνίων.
Όταν λοιπόν, λαμβάνοντας τις παραπάνω παραμέτρους υπ’ όψη, καταλήξουμε σε μερικά πιθανά ηχεία που συγκεντρώνουν τις minimum προδιαγραφές, ένα συγκριτικό τεστ, κάτω από κοινές συνθήκες (χώρου, προγράμματος, κλπ) θα είναι αυτό που σύμφωνα με το υποκειμενικό μας πλέον κριτήριο θα αναδείξει το monitor μας.
Ιδανικά μία σοβαρή σειρά monitor θα πρέπει να έχει την ίδια συμπεριφορά σε όλη της τη γκάμα (από το μικρό 5-ιντσο μέχρι και 15-ιντσο) με μόνη διαφορά την αποκοπή των χαμηλών δεδομένου του όγκου.
Για τις ανάγκες ενός project studio ένα σετ close-range monitor είναι ιδανικά λόγω του ότι ο περιορισμένος χώρος μας επιβάλει να καθόμαστε σε μικρή απόσταση από αυτά. Η πληροφορία που μεταφέρει ένα σωστό ηχείο είναι ενδεικτική αν όχι αρκετή για όλο το φάσμα και παράλληλα επιρρεάζεται στο ελάχιστο από τις αντηχήσεις.
Τα active (δηλ. τα αυτοενισχυόμενα) είναι προτιμότερα καθώς οι ενισχυτές τους έχουν φτιαχτεί για τις συγκεκριμμένες μονάδες και έχουν το απόλυτο matching.
Το όνομα ενός κατασκευαστή παίζει ρόλο εφ’όσον δεν επιρρεαζόμαστε από το marketing hype.
Εταιρίες με ιστορία στην κατασκεύη monitor όπως ATC, Meyer, Genelec, PMC, JBL, κ.α. δεν είναι τυχαίες και παρά το γεγονός ότι κάποιο μοντέλο μπορεί να μη σταθεί στο ύψος του ονόματος που κουβαλάει, αυτό θα είναι εξαίρεση, και δύσκολα θα πέση κανείς έξω στην επιλογή του αγοράζοντας τα, αν και θα πρέπει να τ’ «ακουμπήσει».
Συνήθως το πρόβλημα παρουσιάζεται όταν προσπαθούμε να βρούμε κάτι όχι τόσο ακριβό και καταλήγουμε πλέον σε προτάσεις με έμφαση στη σχέση τιμής προς απόδοση.
Εκεί πάλι λαμβάνοντας υπ’ όψη τις παραπάνω προδιαγραφές ψωνίζεις γνωρίζοντας τα πιθανά (ίσως και ελάχιστα) ελατώματα και κάνεις τις απαραίτητες υποχωρήσεις αφού το υπαγορεύει η τσέπη σου. Υπάρχουν πια πολλές σοβαρές προτάσεις από Samson, M-Audio, Blue Sky, Tannoy, KRK, κλπ.