Ρε φίλε θα σου πω μια δεύτερη ιστορία και κάνε ότι νομίζεις (έτσι κι αλλιώς αυτό πρέπει να κάνεις).
Ήταν Κυριακή του Πάσχα πριν πολλά χρόνια. Όλη μέρα έπινα του κιαρατά.
Το βράδι, πέφτει τηλέφωνο με τον γνωστό και αγαπητό συμφορουμίτη Gvour (αυτός έμενε τότε στο Περιστέρι, κι εγώ στην Νέα Σμύρνη), και κανονίσαμε να έρθει από το σπίτι (ήμουν τότες μόνος, γιατί οι γονείς μου έκαναν Πάσχα στο εξοχικό).
Μέχρι να έρθει πήρα ένα μπουκάλι Brandy, να έχουμε κάτι να πιούμε (είχα και μπύρες βέβαια).
Έλα όμως που ήπια όλο το μπουκάλι και ακόμα δεν είχε φτάσει (έχοντας πιεί από το μεσημέρι κι εγώ δεν ξέρω πόσο)!
Έβγαλα την κιθάρα (η πρώτη μου τότε, που την πρόσεχα σαν τα μάτια μου) και άρχισα να παίζω Blues (κόλλαγε με το πως ήμουν).
Ξαφνικά μέσα στην θολούρα μου παραπατάω και πέφτω με το μπράτσο της κιθάρας πάνω στην ντουλάπα, κάνοντας ένα μεγάλο σημάδι-χτύπημα στο headstock της κιθάρας.
Τρελάθηκα στην κυριολεξία.
Βάζω την κιθάρα στην θήκη, πάω στην στάση του λεωφορείου να περιμένω τον φίλο μου, και με πήρε ο ύπνος σε ένα παγκάκι.
Όταν ήρθε, πήγαμε σπίτι, πίναμε και παίζαμε μέχρι το πρωί, και όταν ξύπνησα την άλλη μέρα και είδα το χτύπημα, ξανατρελάθηκα.
Κι όμως....
It was a day to remember!
Δεν θα ξεχάσω αυτό το Πάσχα του χτυπήματος ποτέ.
Και δεν θέλω να το ξεχάσω φτιάχνοντας την ζημιά.