Απολείπειν ο θεός Καχον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
χιπστερ θίασος να περνά
με μουσικές απαίσιες, με χασισοφωνές—
την τύχη σου τη ρημαδα πια, τις ωτοασπιδες
που απέτυχαν, τα σαπούνια που κρέμασες για να τους διώξεις
και βγήκαν όλα πλάνα, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα τη, την Καθαριότητα που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες να ακούσεις κλασσική και ντεθ μεταλ,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με αηδία, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία τιμωρία τους ήχους,
τα απαίσια όργανα του άπλυτου θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Καθαριότητα που χάνεις.