Ο Ιάννης Ξενάκης είναι γνωστό πως είχε σφοδρή αγάπη για τα μαθηματικά, καθώς τα θεωρούσε το τελειότερο εργαλείο που δημιούργησε ποτέ η ανθρώπινη διάνοια και γλώσσα του σύμπαντος (ως απόρροια του γεγονότος ότι μέσω των μαθηματικών μελετάμε το σύμπαν και οι συγγενικές επιστήμες δηλαδή αστρονομία κλπ, τα χρησιμοποιούν για να εξηγήσουν το χώρο, το χρόνο, τα ουράνια σώματα και τις σχέσεις των επιμέρους στοιχείων τους). Κεντρικός άξονας της μουσικής του σκέψης μάλιστα ήταν ότι η μουσική του έπρεπε οπωσδήποτε να επαληθεύει κάποιον μαθηματικό ισχυρισμό, υπόθεση ή συνάρτηση. Ειδάλλως δεν είχε απολύτως κανένα νόημα η ύπαρξή της μέσα στο χρόνο. Μάλιστα αδιαφορούσε εντελώς για το εάν το αποτέλεσμα ήταν ωραίο ηχητικά ή όχι. Πίστευε ότι αυτά είναι από αδιάφορα ως θέμα συνήθειας και ο παραπάνω αναφερθής σκοπός σημαντικότερος από μερικά λεπτά διασκέδασης.
Στην προσπάθεια του επ αυτής της οδού στη σύνθεση και με την πολυπλοκότητα να αυξάνεται διαρκώς είχε ήδη ξεκινήσει να ενδιαφέρεται για τους ηλ. Υπολογιστές από το 1961 με ένα IBM όπου προσπαθούσε να δημιουργήσει με αλγόριθμους μουσικά τμήματα που θα χρησιμοποιούσε στις «Metastaseis». Κατά δήλωσή του ήδη είχε ξεκινήσει από παλιότερα να χρησιμοποιεί το νόμο των πιθανοτήτων σαν εργαλείο τυχαίου καθορισμού των βασικών συνθετικών δεδομένων του. Και επειδή είχε αρχίσει να γίνεται περίπλοκο, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία για να κάνει πιο εύκολα τη δουλειά του και ενδεχομένως να το διευρύνει με την ευχή να ανακαλύψει κάτι καινούριο. Αρχικά οι τότε υπολογιστικές μηχανές δεν βοηθούσαν παρα σαν ισχυρότερα μηχανήματα που μπορούσαν να χειριστούν πράξεις. Όμως προς το τέλος της δεκαετίας του 60 αποκτήθηκε η δυνατότητα να μπορούν να επεξεργαστούν εκ παραλλήλου τόσο υπολογιστικά δεδομένα, ήχο όσο και γραφήματα. Τότε γεννήθηκε η δυνατότητα για κάτι που από την εφηβεία του φανταζόταν. Να υπάρχει η δυνατότητα να μεταφράζεται σε μουσική (εν προκειμένω σε παρτιτούρα) ο γραφικός σχεδιασμός μιας κυματομορφής.
Προσοχή δεν μιλάμε για τη μετατροπή κυματομορφής σε παρτιτούρα, αλλά για γραφικό σχεδιασμό κυματομορφής και μετά μετατροπή αυτής σε παρτιτούρα αρχικά και ύστερα και σε ήχο με όσο το δυνατον μικρότερο χρόνο επεξεργασίας δεδομένων (ιδανικά real time).
Στο project αυτό συνεργάστηκε με τον μηχανικό ηλ.υπολογιστών Patrick Saint-Jean και από κοινού ανέπτυξαν το Σύστημα Πολυαγωγίας UPIC στο CEMAMu (Centre d’Etudes de Mathématique et Automatique Musicales). To UPIC ήταν ένα από τα πρώτα, αλλά όχι το πρώτο*, computer based graphic controllers το οποίο ταυτόχρονα βοηθούσε το συνθέτη με την μαθηματική πολυπλοκότητα του έργου όσο και την αποτύπωση και δυνατότητα επικοινωνίας κάποιων ήχων που δεν ήταν δυνατό να παρασταθούν με τη γνωστή μουσική σημειογραφία του συστήματος του Guido d’Arezzo (Το σύστημα μουσικής σημειογραφίας που όλοι ξέρουμε).
Το Upic αποτελείτω από μια μεγάλη ταμπλέτα-πίνακα ψηφιοποίησης για input device και μια οθόνη που εμφανιζόταν οτιδήποτε σχεδίαζες στην ταμπλέτα. Ταυτόχρονα ήταν συνδεδεμένα με τον υπολογιστή για την επεξεργασία και ένα σύστημα ηχείων για να ακούς τι σχεδίασες. Στις πρώτες υλοποιήσεις υπήρχε καθυστέρηση ανάμεσα στο τι σχεδίαζες και τι αποτυπωνόταν ή τι θα άκουγες επομένως ο συνθέτης έπρεπε να περιμένει λίγο για να πάρει το αποτέλεσμα. Όμως σε μεταγενέστερες υλοποιήσεις υπήρχε δυνατότητα να πάρει input και από ηχητική μορφή real time ή ηχογραφημένη μέσω μαγνητοταινίας.
Το UPIC ολοκληρώθηκε το 1977 (ή τουλάχιστον ως εκεί έφτασε η εξέλιξή του καθώς ο Ξενάκης το φανταζόταν να δουλεύει και με stacked ήχους αλλά μάλλον αυτό ήταν πολύ μπροστά για τις τεχνολογικές δυνατότητες της εποχής). Ο συνθέτης το χρησιμοποίησε στο Mycènes Alpha (1978) και δυο έργα ακόμη αλλά χρησιμοποιήθηκε και από τον Julio Estrada, τον Jean Claude Risset, τον Άκη Δαούτη, τον Jorge Antunes, Gerard Pape, Takehito Shimazu, Curtis Roads κ.α
Αργότερα έγινε μια προσπάθεια να αναπαραχθεί το σύστημα με εμπορεύσιμο υλικό και έτσι προέκυψε το Iannix, το HighC και το UPISketch. Το πρώτο χρηματοδοτήθηκε και το από Γαλλικό Υπ.Πολιτισμού. Το HighC χρησιμοποιείται ως παιδαγωγικό εργαλείο όπως και το UPISketch αλλά σε διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης.
* Πρόγονοι της προσπάθειας αυτής ήταν το Variophone του Yevgeny Sholpo το 1932, το "Hanert Electric Orchestra" το 1945, "Oramics" της Daphne Oram το 1959, το ANS synthesiser του Yevgeny Murzin το 1958 και το Graphic 1 των Ninke, Christensen, McDonald & Mathews το 1965.
Στην προσπάθεια του επ αυτής της οδού στη σύνθεση και με την πολυπλοκότητα να αυξάνεται διαρκώς είχε ήδη ξεκινήσει να ενδιαφέρεται για τους ηλ. Υπολογιστές από το 1961 με ένα IBM όπου προσπαθούσε να δημιουργήσει με αλγόριθμους μουσικά τμήματα που θα χρησιμοποιούσε στις «Metastaseis». Κατά δήλωσή του ήδη είχε ξεκινήσει από παλιότερα να χρησιμοποιεί το νόμο των πιθανοτήτων σαν εργαλείο τυχαίου καθορισμού των βασικών συνθετικών δεδομένων του. Και επειδή είχε αρχίσει να γίνεται περίπλοκο, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία για να κάνει πιο εύκολα τη δουλειά του και ενδεχομένως να το διευρύνει με την ευχή να ανακαλύψει κάτι καινούριο. Αρχικά οι τότε υπολογιστικές μηχανές δεν βοηθούσαν παρα σαν ισχυρότερα μηχανήματα που μπορούσαν να χειριστούν πράξεις. Όμως προς το τέλος της δεκαετίας του 60 αποκτήθηκε η δυνατότητα να μπορούν να επεξεργαστούν εκ παραλλήλου τόσο υπολογιστικά δεδομένα, ήχο όσο και γραφήματα. Τότε γεννήθηκε η δυνατότητα για κάτι που από την εφηβεία του φανταζόταν. Να υπάρχει η δυνατότητα να μεταφράζεται σε μουσική (εν προκειμένω σε παρτιτούρα) ο γραφικός σχεδιασμός μιας κυματομορφής.
Προσοχή δεν μιλάμε για τη μετατροπή κυματομορφής σε παρτιτούρα, αλλά για γραφικό σχεδιασμό κυματομορφής και μετά μετατροπή αυτής σε παρτιτούρα αρχικά και ύστερα και σε ήχο με όσο το δυνατον μικρότερο χρόνο επεξεργασίας δεδομένων (ιδανικά real time).
Στο project αυτό συνεργάστηκε με τον μηχανικό ηλ.υπολογιστών Patrick Saint-Jean και από κοινού ανέπτυξαν το Σύστημα Πολυαγωγίας UPIC στο CEMAMu (Centre d’Etudes de Mathématique et Automatique Musicales). To UPIC ήταν ένα από τα πρώτα, αλλά όχι το πρώτο*, computer based graphic controllers το οποίο ταυτόχρονα βοηθούσε το συνθέτη με την μαθηματική πολυπλοκότητα του έργου όσο και την αποτύπωση και δυνατότητα επικοινωνίας κάποιων ήχων που δεν ήταν δυνατό να παρασταθούν με τη γνωστή μουσική σημειογραφία του συστήματος του Guido d’Arezzo (Το σύστημα μουσικής σημειογραφίας που όλοι ξέρουμε).
Το Upic αποτελείτω από μια μεγάλη ταμπλέτα-πίνακα ψηφιοποίησης για input device και μια οθόνη που εμφανιζόταν οτιδήποτε σχεδίαζες στην ταμπλέτα. Ταυτόχρονα ήταν συνδεδεμένα με τον υπολογιστή για την επεξεργασία και ένα σύστημα ηχείων για να ακούς τι σχεδίασες. Στις πρώτες υλοποιήσεις υπήρχε καθυστέρηση ανάμεσα στο τι σχεδίαζες και τι αποτυπωνόταν ή τι θα άκουγες επομένως ο συνθέτης έπρεπε να περιμένει λίγο για να πάρει το αποτέλεσμα. Όμως σε μεταγενέστερες υλοποιήσεις υπήρχε δυνατότητα να πάρει input και από ηχητική μορφή real time ή ηχογραφημένη μέσω μαγνητοταινίας.
Το UPIC ολοκληρώθηκε το 1977 (ή τουλάχιστον ως εκεί έφτασε η εξέλιξή του καθώς ο Ξενάκης το φανταζόταν να δουλεύει και με stacked ήχους αλλά μάλλον αυτό ήταν πολύ μπροστά για τις τεχνολογικές δυνατότητες της εποχής). Ο συνθέτης το χρησιμοποίησε στο Mycènes Alpha (1978) και δυο έργα ακόμη αλλά χρησιμοποιήθηκε και από τον Julio Estrada, τον Jean Claude Risset, τον Άκη Δαούτη, τον Jorge Antunes, Gerard Pape, Takehito Shimazu, Curtis Roads κ.α
Αργότερα έγινε μια προσπάθεια να αναπαραχθεί το σύστημα με εμπορεύσιμο υλικό και έτσι προέκυψε το Iannix, το HighC και το UPISketch. Το πρώτο χρηματοδοτήθηκε και το από Γαλλικό Υπ.Πολιτισμού. Το HighC χρησιμοποιείται ως παιδαγωγικό εργαλείο όπως και το UPISketch αλλά σε διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης.
* Πρόγονοι της προσπάθειας αυτής ήταν το Variophone του Yevgeny Sholpo το 1932, το "Hanert Electric Orchestra" το 1945, "Oramics" της Daphne Oram το 1959, το ANS synthesiser του Yevgeny Murzin το 1958 και το Graphic 1 των Ninke, Christensen, McDonald & Mathews το 1965.
Last edited by a moderator: