Η Ευρωπαϊκή Συμμαχία Συνθετών & Στιχουργών (ECSA)[1] είναι ένας επαγγελματικός συνασπισμός συνθετών και στιχουργών που εκπροσωπεί πάνω από 12.000 συνθέτες και στιχουργούς σε 28 Ευρωπαϊκές
χώρες.
Ως επαγγελματικός οργανισμός η ECSA εκπροσωπεί όλους τους Ευρωπαίους συνθέτες και στιχουργούς και αποτελείται από τρία κύρια ανά μουσικό είδος δίκτυα συνθετών στην Ευρώπη:
APCOE – Alliance of Popular Music Composer Organizations in Europe (Συμμαχία Ευρωπαίων Συνθετών Ποπ Μουσικής)
ECF - European Composers Forum (Ευρωπαϊκό Φόρουμ Συνθετών)
FFACE - Federation of Film and Audio-visual Composers of Europe (Ομοσπονδία Ευρωπαίων Συνθετών για Κινηματογραφικά και Οπτικοακουστικά Έργα)
Το παρόν παρέχει το λεπτομερές υπόβαθρο της «Απόφασης για τη Διαχείριση Πνευματικών Δικαιωμάτων» της ECSA και υπογραμμίζει τα υφιστάμενα προβλήματα που σχετίζονται με την αδειοδότηση της μουσικής
διαδικτυακά, προτείνει τη λύση που υποστηρίζεται από την ECSA και
τονίζει μερικές ιδέες αναφορικά με την επίτευξή της. Συνοπτικά ορίζει τα
κατωτέρω:
i) Την τρέχουσα κατάσταση,
ii) Ποια είναι η κατάσταση που θα επιθυμούσε η ECSA να επικρατεί,
iii) Πώς θα επιτευχθεί.
Εισαγωγή
Η ECSA, με την ιδιότητα του οργανισμού που εκπροσωπεί τους συνθέτες και στιχουργούς της Ευρώπης, θεωρεί ότι είναι ζωτικής σημασίας η Επιτροπή να κατανοήσει τα οικονομικά συμφέροντα των δημιουργών που
σχετίζονται με τη συλλογική διαχείριση των Δικαιωμάτων τους, ακόμη και
όταν αυτά τα δικαιώματα έχουν ανατεθεί ή εκχωρηθεί με άδεια σε μουσικούς
εκδότες (γεγονός το οποίο, σε πολλές περιπτώσεις, δεν ισχύει).
Είναι αυτονόητο ότι χωρίς συνθέτες και στιχουργούς δεν υπάρχει μουσική για να εκχωρηθεί με άδεια χρήσης, δεν υπάρχει μουσική για να χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο στη ζωή του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού
της Ευρώπης και δεν υπάρχει μουσική για να υποστηρίξει την περαιτέρω
ανάπτυξη του διαδικτύου. Οι πνευματικοί δημιουργοί είναι η πηγή των
δικαιωμάτων που πρέπει να εκχωρούνται με άδεια χρήσης και έχουν το κύριο
οικονομικό συμφέρον στα ποσά που δημιουργούνται από αυτές τις άδειες
χρήσης. Η ECSA εκτιμά ότι όχι λιγότερο από το ογδόντα τοις εκατό του
εισοδήματος που διανέμεται από τους Οργανισμούς Διαχείρισης Πνευματικών
Δικαιωμάτων στον τομέα της μουσικής είναι εισόδημα που θα έπρεπε να
ρέει, άμεσα ή μέσω μουσικών εκδοτών, στους συγγραφείς. Παρόλο που οι
πνευματικοί δημιουργοί έχουν μακράν το μεγαλύτερο οικονομικό συμφέρον,
συχνά οι απόψεις τους ακούγονται μόνο ως συμπληρωματικές ή, ακόμη
χειρότερα, δεν λαμβάνονται καν υπόψη κατά τη λήψη αποφάσεων, οι οποίες
επηρεάζουν και τη ζωή τους αλλά και τη χρήση του έργου τους. Είναι
κρίσιμο αυτό να μην συμβαίνει στην περίπτωση της προτεινόμενης οδηγίας
αναφορικά με τη συλλογική διαχείριση των Δικαιωμάτων τους.
Ενώ η ECSA γνωρίζει ότι η Γενική Διεύθυνση Αγοράς Εσωτερικού είναι υπεύθυνη για τα πνευματικά δικαιώματα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η όποια λύση θα πρέπει να ικανοποιεί και τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού και
την Γενική Διεύθυνση του Προγράμματος Ψηφιακής Ευρώπης, των οποίων οι
πιθανοί προβληματισμοί θα πρέπει να ληφθούν υπόψη. Παρόλα αυτά, σε
συγκεκριμένες περιπτώσεις, η ECSA θεωρεί ότι απόψεις της Γενικής
Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, συγκεκριμένα, είναι αυτές που προκαλούν
σοβαρούς προβληματισμούς στους συνθέτες στιχουργούς.
Σε μια πρόσφατη ομιλία του ο Επίτροπος Almunia δήλωσε:
"Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να αναπτύξουμε Πανευρωπαϊκή διαδικασία αδειοδότησης με παράλληλη διατήρηση και προώθηση της πολιτισμικής ποικιλομορφίας μας. Σε αυτή την δράση μας δεν πρέπει συγχέουμε τους
κινδύνους για τους δημιουργούς περιεχομένου με αυτούς των τρεχόντων
διαμεσολαβητών. Οι πρώτοι είναι αυτοί που είναι σημαντικοί, οι δεύτεροι,
φοβάμαι πως είναι δευτερεύουσας σημασίας." [2]
Όπως παρουσιάζεται στην παρούσα εργασία και το παράρτημά της, σε πολλές περιπτώσεις μια απειλή για το διαμεσολαβητή είναι επίσης απειλή και για τα συμφέροντα των δημιουργών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην
περίπτωση της Αποκλειστικής Ανάθεσης Δικαιωμάτων σε Οργανισμούς
Διαχείρισης Πνευματικών Δικαιωμάτων.
Ποια είναι η τρέχουσα κατάσταση;
Μετά τη Σύσταση του 2005 – αλλά όχι απαραιτήτως εξαιτίας της, επιδεινώθηκε μια διεργασία που είχε ήδη ξεκινήσει – μεγάλοι κάτοχοι δικαιωμάτων (ουσιαστικά οι μεγαλύτεροι μουσικοί εκδότες) ξεκίνησαν να
αποσύρουν τα Δικαιώματα Μηχανής από τους Οργανισμούς Διαχείρισης
Πνευματικών Δικαιωμάτων για το Αγγλο-Αμερικανικό ρεπερτόριο.
Αυτή η ενέργεια είχε πολλές συνέπειες, κάποιες από τις οποίες δεν ήταν αναμενόμενες. Επειδή οι χρήστες πλέον απαιτούσαν πολλαπλές άδειες για πανευρωπαϊκή διαδικτυακή χρήση, υπήρξε πίεση στους Οργανισμούς
Διαχείρισης Πνευματικών Δικαιωμάτων να επιτρέψουν την αδειοδότηση του
Δικαιώματος Εκτέλεσης από τους εκδότες, σε συνδυασμό με το Μηχανικό
Δικαίωμα . Όμως, μια τέτοια λύση δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους — για
παράδειγμα το ανεξάρτητο ρεπερτόριο και η μειοψηφία, συμπεριλαμβανομένης
της σύγχρονης κλασικής μουσικής, μπορεί εύκολα να περιθωριοποιηθεί,
καθώς πλέον δεν θα λάμβανε απαραίτητα άδεια χρήσης μαζί με το κύριο
ρεπερτόριο. Έτσι, μια τέτοια λύση θα παραβίαζε το Άρθρο 2 της συνθήκης
της Λισαβόνας, το οποίο ορίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει «να σέβεται
την πλούσια πολιτισμική και γλωσσική ποικιλομορφία της και πρέπει να
εξασφαλίζει ότι η πολιτισμική κληρονομιά της Ευρώπης διαφυλάσσεται και
ενισχύεται».
Ένα άλλο κύριο πρόβλημα αφορά στην ακεραιότητα του ρεπερτορίου. Μόλις οι Οργανισμοί Διαχείρισης Πνευματικών Δικαιωμάτων πάψουν να είναι το απαραίτητο αποθετήριο του συνόλου του ρεπερτορίου, θα καταστεί δύσκολος ο προσδιορισμός του τι ακριβώς εκχωρείται με άδεια χρήσης στο χρήστη.
Αυτό γίνεται ακόμη δυσκολότερο αν ληφθεί υπόψη ο διαμοιρασμός των πνευματικών Δικαιωμάτων, όπου τα Δικαιώματα σε ένα έργο ελέγχονται από περισσότερους από έναν κατόχους δικαιωμάτων. Η αναγνώριση αυτού του προβλήματος οδήγησε στην αναγκαιότητα δημιουργίας μιας «Καθολικής Βάσης Δεδομένων Ρεπερτορίου». Η ανάγκη για μια τέτοια βάση δεδομένων είναι εμφανής αλλά, μέχρι τώρα, παρόλο που έγιναν κάποια βήματα προς αυτό που θα μπορούσε να γίνει μια τέτοια βάση δεδομένων, οι Οργανισμοί Διαχείρισης Πνευματικών Δικαιωμάτων στην Ευρώπη φαίνονται να διστάζουν να δεσμευτούν στο διαμοιρασμό δεδομένων. Αυτός ο προβληματισμός τους, σε συνδυασμό με την απαιτούμενη δαπάνη κεφαλαίων πιθανά θα αποτελέσουν φραγμό στην πρόοδο αυτής της πρωτοβουλίας, από τους ίδιους τους Οργανισμούς Διαχείρισης Πνευματικών Δικαιωμάτων που η ECSA θεωρεί το φυσικό και εύλογο υποδοχέα μιας τέτοιας βάσης δεδομένων. Πράγματι, όπως αιτιολογείται κατωτέρω, οι Οργανισμοί Διαχείρισης Πνευματικών Δικαιωμάτων ενθαρρύνονται να συνεργαστούν μεταξύ τους ώστε να δημιουργήσουν κέντρα χορήγησης αδειών χρήσης, με μία από τις ευτυχείς καταλήξεις αυτής της συνεργασίας να είναι η παγίωση των διαφόρων βάσεων δεδομένων μουσικών έργων σε αυτό που θα μπορούσε να γίνει μια Καθολική Βάση Δεδομένων Ρεπερτορίου, με το κόστος αυτής της βάσης δεδομένων να μοιράζεται μεταξύ των οργανισμών.
χώρες.
Ως επαγγελματικός οργανισμός η ECSA εκπροσωπεί όλους τους Ευρωπαίους συνθέτες και στιχουργούς και αποτελείται από τρία κύρια ανά μουσικό είδος δίκτυα συνθετών στην Ευρώπη:
APCOE – Alliance of Popular Music Composer Organizations in Europe (Συμμαχία Ευρωπαίων Συνθετών Ποπ Μουσικής)
ECF - European Composers Forum (Ευρωπαϊκό Φόρουμ Συνθετών)
FFACE - Federation of Film and Audio-visual Composers of Europe (Ομοσπονδία Ευρωπαίων Συνθετών για Κινηματογραφικά και Οπτικοακουστικά Έργα)
Το παρόν παρέχει το λεπτομερές υπόβαθρο της «Απόφασης για τη Διαχείριση Πνευματικών Δικαιωμάτων» της ECSA και υπογραμμίζει τα υφιστάμενα προβλήματα που σχετίζονται με την αδειοδότηση της μουσικής
διαδικτυακά, προτείνει τη λύση που υποστηρίζεται από την ECSA και
τονίζει μερικές ιδέες αναφορικά με την επίτευξή της. Συνοπτικά ορίζει τα
κατωτέρω:
i) Την τρέχουσα κατάσταση,
ii) Ποια είναι η κατάσταση που θα επιθυμούσε η ECSA να επικρατεί,
iii) Πώς θα επιτευχθεί.
Εισαγωγή
Η ECSA, με την ιδιότητα του οργανισμού που εκπροσωπεί τους συνθέτες και στιχουργούς της Ευρώπης, θεωρεί ότι είναι ζωτικής σημασίας η Επιτροπή να κατανοήσει τα οικονομικά συμφέροντα των δημιουργών που
σχετίζονται με τη συλλογική διαχείριση των Δικαιωμάτων τους, ακόμη και
όταν αυτά τα δικαιώματα έχουν ανατεθεί ή εκχωρηθεί με άδεια σε μουσικούς
εκδότες (γεγονός το οποίο, σε πολλές περιπτώσεις, δεν ισχύει).
Είναι αυτονόητο ότι χωρίς συνθέτες και στιχουργούς δεν υπάρχει μουσική για να εκχωρηθεί με άδεια χρήσης, δεν υπάρχει μουσική για να χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο στη ζωή του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού
της Ευρώπης και δεν υπάρχει μουσική για να υποστηρίξει την περαιτέρω
ανάπτυξη του διαδικτύου. Οι πνευματικοί δημιουργοί είναι η πηγή των
δικαιωμάτων που πρέπει να εκχωρούνται με άδεια χρήσης και έχουν το κύριο
οικονομικό συμφέρον στα ποσά που δημιουργούνται από αυτές τις άδειες
χρήσης. Η ECSA εκτιμά ότι όχι λιγότερο από το ογδόντα τοις εκατό του
εισοδήματος που διανέμεται από τους Οργανισμούς Διαχείρισης Πνευματικών
Δικαιωμάτων στον τομέα της μουσικής είναι εισόδημα που θα έπρεπε να
ρέει, άμεσα ή μέσω μουσικών εκδοτών, στους συγγραφείς. Παρόλο που οι
πνευματικοί δημιουργοί έχουν μακράν το μεγαλύτερο οικονομικό συμφέρον,
συχνά οι απόψεις τους ακούγονται μόνο ως συμπληρωματικές ή, ακόμη
χειρότερα, δεν λαμβάνονται καν υπόψη κατά τη λήψη αποφάσεων, οι οποίες
επηρεάζουν και τη ζωή τους αλλά και τη χρήση του έργου τους. Είναι
κρίσιμο αυτό να μην συμβαίνει στην περίπτωση της προτεινόμενης οδηγίας
αναφορικά με τη συλλογική διαχείριση των Δικαιωμάτων τους.
Ενώ η ECSA γνωρίζει ότι η Γενική Διεύθυνση Αγοράς Εσωτερικού είναι υπεύθυνη για τα πνευματικά δικαιώματα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η όποια λύση θα πρέπει να ικανοποιεί και τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού και
την Γενική Διεύθυνση του Προγράμματος Ψηφιακής Ευρώπης, των οποίων οι
πιθανοί προβληματισμοί θα πρέπει να ληφθούν υπόψη. Παρόλα αυτά, σε
συγκεκριμένες περιπτώσεις, η ECSA θεωρεί ότι απόψεις της Γενικής
Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, συγκεκριμένα, είναι αυτές που προκαλούν
σοβαρούς προβληματισμούς στους συνθέτες στιχουργούς.
Σε μια πρόσφατη ομιλία του ο Επίτροπος Almunia δήλωσε:
"Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να αναπτύξουμε Πανευρωπαϊκή διαδικασία αδειοδότησης με παράλληλη διατήρηση και προώθηση της πολιτισμικής ποικιλομορφίας μας. Σε αυτή την δράση μας δεν πρέπει συγχέουμε τους
κινδύνους για τους δημιουργούς περιεχομένου με αυτούς των τρεχόντων
διαμεσολαβητών. Οι πρώτοι είναι αυτοί που είναι σημαντικοί, οι δεύτεροι,
φοβάμαι πως είναι δευτερεύουσας σημασίας." [2]
Όπως παρουσιάζεται στην παρούσα εργασία και το παράρτημά της, σε πολλές περιπτώσεις μια απειλή για το διαμεσολαβητή είναι επίσης απειλή και για τα συμφέροντα των δημιουργών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην
περίπτωση της Αποκλειστικής Ανάθεσης Δικαιωμάτων σε Οργανισμούς
Διαχείρισης Πνευματικών Δικαιωμάτων.
Ποια είναι η τρέχουσα κατάσταση;
Μετά τη Σύσταση του 2005 – αλλά όχι απαραιτήτως εξαιτίας της, επιδεινώθηκε μια διεργασία που είχε ήδη ξεκινήσει – μεγάλοι κάτοχοι δικαιωμάτων (ουσιαστικά οι μεγαλύτεροι μουσικοί εκδότες) ξεκίνησαν να
αποσύρουν τα Δικαιώματα Μηχανής από τους Οργανισμούς Διαχείρισης
Πνευματικών Δικαιωμάτων για το Αγγλο-Αμερικανικό ρεπερτόριο.
Αυτή η ενέργεια είχε πολλές συνέπειες, κάποιες από τις οποίες δεν ήταν αναμενόμενες. Επειδή οι χρήστες πλέον απαιτούσαν πολλαπλές άδειες για πανευρωπαϊκή διαδικτυακή χρήση, υπήρξε πίεση στους Οργανισμούς
Διαχείρισης Πνευματικών Δικαιωμάτων να επιτρέψουν την αδειοδότηση του
Δικαιώματος Εκτέλεσης από τους εκδότες, σε συνδυασμό με το Μηχανικό
Δικαίωμα . Όμως, μια τέτοια λύση δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους — για
παράδειγμα το ανεξάρτητο ρεπερτόριο και η μειοψηφία, συμπεριλαμβανομένης
της σύγχρονης κλασικής μουσικής, μπορεί εύκολα να περιθωριοποιηθεί,
καθώς πλέον δεν θα λάμβανε απαραίτητα άδεια χρήσης μαζί με το κύριο
ρεπερτόριο. Έτσι, μια τέτοια λύση θα παραβίαζε το Άρθρο 2 της συνθήκης
της Λισαβόνας, το οποίο ορίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει «να σέβεται
την πλούσια πολιτισμική και γλωσσική ποικιλομορφία της και πρέπει να
εξασφαλίζει ότι η πολιτισμική κληρονομιά της Ευρώπης διαφυλάσσεται και
ενισχύεται».
Ένα άλλο κύριο πρόβλημα αφορά στην ακεραιότητα του ρεπερτορίου. Μόλις οι Οργανισμοί Διαχείρισης Πνευματικών Δικαιωμάτων πάψουν να είναι το απαραίτητο αποθετήριο του συνόλου του ρεπερτορίου, θα καταστεί δύσκολος ο προσδιορισμός του τι ακριβώς εκχωρείται με άδεια χρήσης στο χρήστη.
Αυτό γίνεται ακόμη δυσκολότερο αν ληφθεί υπόψη ο διαμοιρασμός των πνευματικών Δικαιωμάτων, όπου τα Δικαιώματα σε ένα έργο ελέγχονται από περισσότερους από έναν κατόχους δικαιωμάτων. Η αναγνώριση αυτού του προβλήματος οδήγησε στην αναγκαιότητα δημιουργίας μιας «Καθολικής Βάσης Δεδομένων Ρεπερτορίου». Η ανάγκη για μια τέτοια βάση δεδομένων είναι εμφανής αλλά, μέχρι τώρα, παρόλο που έγιναν κάποια βήματα προς αυτό που θα μπορούσε να γίνει μια τέτοια βάση δεδομένων, οι Οργανισμοί Διαχείρισης Πνευματικών Δικαιωμάτων στην Ευρώπη φαίνονται να διστάζουν να δεσμευτούν στο διαμοιρασμό δεδομένων. Αυτός ο προβληματισμός τους, σε συνδυασμό με την απαιτούμενη δαπάνη κεφαλαίων πιθανά θα αποτελέσουν φραγμό στην πρόοδο αυτής της πρωτοβουλίας, από τους ίδιους τους Οργανισμούς Διαχείρισης Πνευματικών Δικαιωμάτων που η ECSA θεωρεί το φυσικό και εύλογο υποδοχέα μιας τέτοιας βάσης δεδομένων. Πράγματι, όπως αιτιολογείται κατωτέρω, οι Οργανισμοί Διαχείρισης Πνευματικών Δικαιωμάτων ενθαρρύνονται να συνεργαστούν μεταξύ τους ώστε να δημιουργήσουν κέντρα χορήγησης αδειών χρήσης, με μία από τις ευτυχείς καταλήξεις αυτής της συνεργασίας να είναι η παγίωση των διαφόρων βάσεων δεδομένων μουσικών έργων σε αυτό που θα μπορούσε να γίνει μια Καθολική Βάση Δεδομένων Ρεπερτορίου, με το κόστος αυτής της βάσης δεδομένων να μοιράζεται μεταξύ των οργανισμών.