Αντί σχολίου, πάρε ένα short story:
Εκπληκτικός πλασιέ
Η υπόσχεση στη συσκευασία του προϊόντος ήταν σαφής: «Μια πανέμορφη γυναίκα στο σαλόνι σου». Φύσει δύσπιστος, δεν τσίμπησα αμέσως.
«Καλά, εντάξει», είπα.
«Κύριο ντοκιμάζει και κύριο πολύ ικανοποιημένο. Αν κύριο όκι ικανοποιημένο, πάρει λεφτά του πίσω και καθαρίζω όλο σπίτι», επέμεινε ο ασιατικής καταγωγής πλασιέ.
Το καθάρισμα του σπιτιού έφτανε για να με πείσει. Είχα να καθαρίσω πραγματικά από τότε που με επισκέφτηκε κάποιος συγγενής- και αυτός ο συγγενής δεν ζει πια.
«Ωραία», είπα. «Πόσο πάει;»
«Πενήντα ευρώ. Και απόντειξη τα πάρετε που γκράφει ότι αν κύριο όκι ικανοποιημένο εγκώ καθαρίζω όλο σπίτι».
Καθώς ήμουν γυμνός, αναγκάστηκα να πάω να βρω το πορτοφόλι μου και να φέρω ένα πενηντάρι.
«Εντάξει. Κύριο πρέπει πρώτα συμπληρώσει ειντικό έντυπο».
Μου έδωσε ένα ροζ φύλλο χαρτί. Ζητούσε ένα σωρό στοιχεία.
«Προσοκή. Αν κύριο γκράψει ψέματα, τότε συμπόλαιο λέει ότι εγκώ ντεν καθαρίσει σπίτι ούτε ντώσω λεπτά πίσω αν κύριο όκι ικανοποιημένο».
Συμπλήρωσα τα πάντα. Όνομα, επίθετο, τηλέφωνο, επάγγελμα, τα ονόματα των κολλητών μου και τα τηλέφωνά τους και άλλα πολλά.
Ο πλασιέ πήρε το έντυπο και το έβαλε στο βαλιτσάκι του. «Γκύριο πρέπει χρησιμοποιήσει σε μια βδομάδα. Όκι νωρίτερα».
«Εντάξει, εντάξει», είπα και του έκλεισα την πόρτα.
Άνοιξα το κουτί. Μέσα υπήρχε μια συσκευή, σαν κινητό τηλέφωνο, με ένα μεγάλο πράσινο πλήκτρο.
Στην οθόνη έγραφε «Μέρες που απομένουν: 7» και έβλεπες και την ένδειξη της μπαταρίας του.
Οι μέρες που απέμεναν έγιναν 6 και 5 και 4. Είχα ξεχάσει την αγορά μου και τη χρήση της, μέχρι που την έβδομη μέρα, ξύπνησα από τον ήχο του μονόκουμπου κινητού. Πολύ δυνατός ήχος, δυο φορές πιο δυνατός από το alarm του δικού μου κινητού.
Χωρίς να έχω καλά- καλά ξυπνήσει, πήγα στο τραπέζι της κουζίνας που το είχα αφήσει και το κράτησα στο χέρι μου. Δεν ήξερα πώς να το σταματήσω. Υπέθεσα ότι θα έπρεπε να το πατήσω τη σωστή στιγμή και όχι για να σταματήσω απλά το alarm. Το πάτησα. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Το alarm σταμάτησε και το άκουσα να καλεί. Το έβαλα στο αυτί μου.
«Κώστα, εσύ;», από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Ναι», ψέλλισα εγώ. «Ποιος είναι;»
«Η Μαρία είμαι βρε Κώστα. Χαθήκαμε ε; Έρχομαι από εκεί, πρέπει τα πούμε οπωσδήποτε».
Δέχτηκα, φυσικά.
Πήρα τηλέφωνο στη δουλειά και είπα ότι είμαι άρρωστος. Μετά άρχισα να καθαρίζω το σαλόνι.