Εισαγωγή: Παραμύθι με όνομα για αρχαρίους με ψηφιακούς δράκους, ηλεκτρονικές νεράιδες, μάγισσες με σκουπόξυλα πυριτίου και λοιπά δυαδικά ξωτικά σε audio κάστρα...
Κόκκινη κλωστή δεμένη…
Μια φορά κι έναν καιρό, στο βασίλειο της μουσικής αναπαραγωγής, ο βασιλιάς «δίσκος βινυλίου», κάλεσε τον τρανό μάγο PHILIPS, με σκοπό να του βρει έναν τρόπο, ώστε ο ίδιος να καταστεί πιο προσιτός στους μουσικόφιλους υπηκόους του που παραπονούνταν από καιρό εις καιρό για τη χρηστικότητα και την εν γένει εργονομία της εξουσίας που τους ασκούσε.
Ο μάγος λοιπόν, αφού είδε και απόειδε, τελικά ανακάλυψε μέσα σε μια φτωχική πλαστική καλύβα, τη φτωχή πλην τίμια μεταλλοπούτα «κασέτα» να κοιμάται σ’ ένα σωρό από ρινίσματα σιδήρου. Χρίζοντάς την με συνοπτικές διαδικασίες ως ακόλουθη του βασιλιά, του έλυσε το πρόβλημα της επαφής με τους υποτελείς του ακόμη και στο πιο μακρινό χωριό της χώρας.
Έτσι, για χρόνια πολλά, γαλήνη επικρατούσε στο βασίλειο της μουσικής αναπαραγωγής και όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
Όμως, ο χρόνος είναι σκληρός και ο βασιλιάς γέρασε κινδυνεύοντας να μείνει χωρίς διάδοχο. Κάτω από το βάρος των συνθηκών, επιστρατεύτηκε για άλλη μια φορά ο μάγος «PHILIPS» για να δώσει τη λύση.
Αυτός, αφού είδε και ματαπόειδε, συμβουλευόμενος το κόκκινο βιβλίο του, έφτιαξε ένα μαγικό φίλτρο που βοήθησε την βασίλισσα «τεχνολογία» να χαρίσει στο βασιλιά «βινύλιο» τον πολυπόθητο διάδοχο. Το όνομα δε αυτού «cd».
Ο πανδαμάτωρ χρόνος, χαϊδεύοντας στοργικά με όρους σχετικότητας το πριγκιπόπουλο, το ώθησε να ανδρωθεί γρήγορα και μόλις στην εφηβεία του να ανέβει στο θρόνο (αν και δεν έπεισε ποτέ ότι του αξίζει), παραγκωνίζοντας τον γέρο πατέρα του. Παράλληλα, ήρθε η ώρα της (φτωχής πλην τίμιας όπως προείπαμε ανωτέρω) «κασέτας» να βγει στη σύνταξη, χωρίς μάλιστα να λάβει «εφάπαξ», ως ελάχιστη ανταμοιβή για τις τεράστιες υπηρεσίες που προσέφερε στο κοινωνικό σύνολο.
Να ‘μαστε λοιπόν και στην ανάγκη για την δική της διαδοχή και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις στο ρόλο που καλείται να αναπληρώσει ο επερχόμενος αντικαταστάτης της.
Άλλοι καιροί, άλλα ήθη πια, επιβάλουν την ανάθεση ανεύρεσής του στο Γερμανικό Ινστιτούτο Fraunhofer-IIS σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο Erlangen και εταιρείες όπως η Thomson Multimedia, CNET, AT&T. Σαν αποτέλεσμα της συνεύρεσης όλων αυτών με τη βασίλισσα «τεχνολογία» γεννιέται το νόθο (κατά τις δισκογραφικές εταιρείες πάντα), MPEG-Layer 3 ή κατά κόσμον MP3.
Θα ανταποκριθεί στο ρόλο του; Ποιος ξέρει; Ίδωμεν… Μέχρι τότε θα ζούμε εμείς καλά και αυτοί (οι εταιρείες ως την στιγμή που θα το αξιοποιήσουν δημιουργικά) μάλλον χειρότερα…
Εxtras
Επιστροφή στην πεζή πραγματικότητα, ξεκινώντας με μια αναφορά σε σημαντικές στιγμές από τη ζωή των πρωταγωνιστών του παραμυθιού.
1948 Η βιομηχανία πετρελαίου παρουσιάζει ένα πλαστικό πολλαπλής χρήσης το πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC). Δίνεται λοιπόν ευκαιρία για τη δημιουργία δίσκων με στενό αυλάκι.
1963 Η Philips στην έκθεση του Βερολίνου παρουσιάζει την κασέτα.
1978 Η Philips ανακοινώνει το Compact Disc, το γνωστό μας CD.
1981 Η Philips παρουσιάζει το CD και σε συνεργασία με τη SONY παράγουν ένα ψηφιακό δίσκο για εμπορική χρήση.
1982 Ξεκινά στην Ιαπωνία η παραγωγή CD Hardware και Software.
1983 Την 1η Μαρτίου το CD κάνει την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στην Αγγλία. Θεωρήθηκε η μεγαλύτερη καινοτομία στη μουσική βιομηχανία μετά το δίσκο βινυλίου.
1987 Ξεκινάει η προσπάθεια της συμπίεσης του ψηφιακού ήχου στο Ινστιτούτο Ολοκληρωμένων Κυκλωμάτων Fraunhofer-IIS. Ο αρχικός αλγόριθμος που δημιουργήθηκε ήταν ο MPEG Layer 1 που ήταν και ο πρόγονος του MPEG Layer 3 δηλαδή του MP3.
1988 Για πρώτη φορά οι πωλήσεις CD ξεπερνούν αυτές των δίσκων βινυλίου.
2005 Ο υποφαινόμενος συγγράφει το ανωτέρω παραμύθι, βλέποντας στον ύπνο του εφιάλτες με τον Αίσωπο ως DJ, να του πετά CD σε άψογη φρίσμπι τεχνική, με στόχο το λαιμό του. Μπανάκι στο ποτάμι του ιδρώτα του δεν έκανε ακόμη, αλλά που θα πάει… ίσως στο επόμενό του θέμα…
Τι είναι επιτέλους αυτό το MP3;
Κάθε ηλεκτρονικός υπολογιστής με λειτουργικό Windows χρησιμοποιεί σαν βασικό αρχείο αποθήκευσης ήχου το Wave (.wav). Το MP3 (.mp3) δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια συμπιεσμένη μορφή του. Παράγεται μέσω software το οποίο χρησιμοποιεί έναν απωλεστικό αλγόριθμο συμπίεσης (σημ. ο απωλεστικός αλγόριθμος κατά τη διαδικασία της συμπίεσης χάνει για πάντα κάποιο μέρος της πληροφορίας το οποίο δεν μπορεί πλέον με κανένα τρόπο ν’ ανακτηθεί). Ο εν λόγω λοιπόν, για να μειώσει το μέγεθος του αρχικού ασυμπίεστου αρχείου εκμεταλλεύεται μια ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης ακοής που ονομάζεται ακουστική σκίαση. Με απλά λόγια, ανιχνεύει τα στοιχεία εκείνα από την αρχική μουσική πληροφορία που δεν θα είναι σε θέση (θεωρητικά) το ανθρώπινο αυτί να διακρίνει και τ’ αφαιρεί.
Κι όμως εδώ το «μέγεθος» μετράει
Ένα κοινό CD χωράει 700MB δεδομένων. Ένα τρίλεπτο μουσικό κομμάτι ασυμπίεστο, έχει μέγεθος 30MB. Συμπερασματικά μπορούμε σε ένα CD να «στριμώξουμε» 23 τρίλεπτα μουσικά κομμάτια. Ένα κοινότυπο MP3 αρχείο των 128 Kbps παράγεται με συμπίεση 1/10 οπότε εύκολα πλέον υπολογίζουμε ότι στο CD μας μπορούν να χωρέσουν περίπου 230 κομμάτια. Ε! ναι λοιπόν, το μέγεθος στην περίπτωσή μας παίζει σημαντικό ρόλο.
Και με την ποιότητα; Τι γίνεται;
Τα αρχεία MP3 δεν είναι όλα στον ίδιο βαθμό συμπιεσμένα. Το ποσοστό της συμπίεσης που θα έχει το κάθε αρχείο το επιλέγουμε οι ίδιοι κατά τη δημιουργία του. Όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό συμπίεσης τόσο μικρότερο θα είναι και το αρχείο. Απ’ την άλλη όσο περισσότερο το συμπιέζουμε, τόσο περισσότερη πληροφορία χάνουμε, με άμεσο αντίκτυπο στην ποιότητα του ήχου.
Το μέγεθος της συμπίεσης που εφαρμόζουμε μετριέται σε Kbps (Kbit/δευτερόλεπτο). Η μέτρηση αυτή δεν αφορά το ποσοστό ή το λόγο συμπίεσης αλλά το ρυθμό ροής των δεδομένων. Εύκολα όμως μπορούμε να υπολογίσουμε και το λόγο αυτό, αφού γνωρίζουμε ότι ο ρυθμός ροής δεδομένων του ασυμπίεστου ήχου είναι 1360 Kbps. Π.χ. σ’ ένα MP3 των 128 Kbps ο λόγος συμπίεσης θα είναι περίπου 1/10 (1360 : 128 = 10,63).
Με την εξέλιξη του αλγόριθμου συμπίεσης στο πέρασμα του χρόνου, φτάσαμε στο σημείο ένα MP3 των 320 Kbps σε VBR (μεταβλητό ρυθμό συμπίεσης) να μην έχει καμία «ακουστή διαφορά» στην ποιότητα του ήχου από ένα CD στα μη «εκπαιδευμένα αυτιά» (αν και τα τελευταία εκτίθενται πολλάκις σε blind test…).
Από την άλλη ένα MP3 των 128 Kbps να έχει ικανοποιητικότατη ποιότητα για τον μέσο ακροατή χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις και αρκούντως μικρό μέγεθος ώστε να αποτελεί χρυσή τομή για πλήθος χρήσεων.
2006
Νίκος Παπαρρόδου
Κόκκινη κλωστή δεμένη…
Μια φορά κι έναν καιρό, στο βασίλειο της μουσικής αναπαραγωγής, ο βασιλιάς «δίσκος βινυλίου», κάλεσε τον τρανό μάγο PHILIPS, με σκοπό να του βρει έναν τρόπο, ώστε ο ίδιος να καταστεί πιο προσιτός στους μουσικόφιλους υπηκόους του που παραπονούνταν από καιρό εις καιρό για τη χρηστικότητα και την εν γένει εργονομία της εξουσίας που τους ασκούσε.
Ο μάγος λοιπόν, αφού είδε και απόειδε, τελικά ανακάλυψε μέσα σε μια φτωχική πλαστική καλύβα, τη φτωχή πλην τίμια μεταλλοπούτα «κασέτα» να κοιμάται σ’ ένα σωρό από ρινίσματα σιδήρου. Χρίζοντάς την με συνοπτικές διαδικασίες ως ακόλουθη του βασιλιά, του έλυσε το πρόβλημα της επαφής με τους υποτελείς του ακόμη και στο πιο μακρινό χωριό της χώρας.
Έτσι, για χρόνια πολλά, γαλήνη επικρατούσε στο βασίλειο της μουσικής αναπαραγωγής και όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
Όμως, ο χρόνος είναι σκληρός και ο βασιλιάς γέρασε κινδυνεύοντας να μείνει χωρίς διάδοχο. Κάτω από το βάρος των συνθηκών, επιστρατεύτηκε για άλλη μια φορά ο μάγος «PHILIPS» για να δώσει τη λύση.
Αυτός, αφού είδε και ματαπόειδε, συμβουλευόμενος το κόκκινο βιβλίο του, έφτιαξε ένα μαγικό φίλτρο που βοήθησε την βασίλισσα «τεχνολογία» να χαρίσει στο βασιλιά «βινύλιο» τον πολυπόθητο διάδοχο. Το όνομα δε αυτού «cd».
Ο πανδαμάτωρ χρόνος, χαϊδεύοντας στοργικά με όρους σχετικότητας το πριγκιπόπουλο, το ώθησε να ανδρωθεί γρήγορα και μόλις στην εφηβεία του να ανέβει στο θρόνο (αν και δεν έπεισε ποτέ ότι του αξίζει), παραγκωνίζοντας τον γέρο πατέρα του. Παράλληλα, ήρθε η ώρα της (φτωχής πλην τίμιας όπως προείπαμε ανωτέρω) «κασέτας» να βγει στη σύνταξη, χωρίς μάλιστα να λάβει «εφάπαξ», ως ελάχιστη ανταμοιβή για τις τεράστιες υπηρεσίες που προσέφερε στο κοινωνικό σύνολο.
Να ‘μαστε λοιπόν και στην ανάγκη για την δική της διαδοχή και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις στο ρόλο που καλείται να αναπληρώσει ο επερχόμενος αντικαταστάτης της.
Άλλοι καιροί, άλλα ήθη πια, επιβάλουν την ανάθεση ανεύρεσής του στο Γερμανικό Ινστιτούτο Fraunhofer-IIS σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο Erlangen και εταιρείες όπως η Thomson Multimedia, CNET, AT&T. Σαν αποτέλεσμα της συνεύρεσης όλων αυτών με τη βασίλισσα «τεχνολογία» γεννιέται το νόθο (κατά τις δισκογραφικές εταιρείες πάντα), MPEG-Layer 3 ή κατά κόσμον MP3.
Θα ανταποκριθεί στο ρόλο του; Ποιος ξέρει; Ίδωμεν… Μέχρι τότε θα ζούμε εμείς καλά και αυτοί (οι εταιρείες ως την στιγμή που θα το αξιοποιήσουν δημιουργικά) μάλλον χειρότερα…
Εxtras
Επιστροφή στην πεζή πραγματικότητα, ξεκινώντας με μια αναφορά σε σημαντικές στιγμές από τη ζωή των πρωταγωνιστών του παραμυθιού.
1948 Η βιομηχανία πετρελαίου παρουσιάζει ένα πλαστικό πολλαπλής χρήσης το πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC). Δίνεται λοιπόν ευκαιρία για τη δημιουργία δίσκων με στενό αυλάκι.
1963 Η Philips στην έκθεση του Βερολίνου παρουσιάζει την κασέτα.
1978 Η Philips ανακοινώνει το Compact Disc, το γνωστό μας CD.
1981 Η Philips παρουσιάζει το CD και σε συνεργασία με τη SONY παράγουν ένα ψηφιακό δίσκο για εμπορική χρήση.
1982 Ξεκινά στην Ιαπωνία η παραγωγή CD Hardware και Software.
1983 Την 1η Μαρτίου το CD κάνει την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στην Αγγλία. Θεωρήθηκε η μεγαλύτερη καινοτομία στη μουσική βιομηχανία μετά το δίσκο βινυλίου.
1987 Ξεκινάει η προσπάθεια της συμπίεσης του ψηφιακού ήχου στο Ινστιτούτο Ολοκληρωμένων Κυκλωμάτων Fraunhofer-IIS. Ο αρχικός αλγόριθμος που δημιουργήθηκε ήταν ο MPEG Layer 1 που ήταν και ο πρόγονος του MPEG Layer 3 δηλαδή του MP3.
1988 Για πρώτη φορά οι πωλήσεις CD ξεπερνούν αυτές των δίσκων βινυλίου.
2005 Ο υποφαινόμενος συγγράφει το ανωτέρω παραμύθι, βλέποντας στον ύπνο του εφιάλτες με τον Αίσωπο ως DJ, να του πετά CD σε άψογη φρίσμπι τεχνική, με στόχο το λαιμό του. Μπανάκι στο ποτάμι του ιδρώτα του δεν έκανε ακόμη, αλλά που θα πάει… ίσως στο επόμενό του θέμα…
Τι είναι επιτέλους αυτό το MP3;
Κάθε ηλεκτρονικός υπολογιστής με λειτουργικό Windows χρησιμοποιεί σαν βασικό αρχείο αποθήκευσης ήχου το Wave (.wav). Το MP3 (.mp3) δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια συμπιεσμένη μορφή του. Παράγεται μέσω software το οποίο χρησιμοποιεί έναν απωλεστικό αλγόριθμο συμπίεσης (σημ. ο απωλεστικός αλγόριθμος κατά τη διαδικασία της συμπίεσης χάνει για πάντα κάποιο μέρος της πληροφορίας το οποίο δεν μπορεί πλέον με κανένα τρόπο ν’ ανακτηθεί). Ο εν λόγω λοιπόν, για να μειώσει το μέγεθος του αρχικού ασυμπίεστου αρχείου εκμεταλλεύεται μια ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης ακοής που ονομάζεται ακουστική σκίαση. Με απλά λόγια, ανιχνεύει τα στοιχεία εκείνα από την αρχική μουσική πληροφορία που δεν θα είναι σε θέση (θεωρητικά) το ανθρώπινο αυτί να διακρίνει και τ’ αφαιρεί.
Κι όμως εδώ το «μέγεθος» μετράει
Ένα κοινό CD χωράει 700MB δεδομένων. Ένα τρίλεπτο μουσικό κομμάτι ασυμπίεστο, έχει μέγεθος 30MB. Συμπερασματικά μπορούμε σε ένα CD να «στριμώξουμε» 23 τρίλεπτα μουσικά κομμάτια. Ένα κοινότυπο MP3 αρχείο των 128 Kbps παράγεται με συμπίεση 1/10 οπότε εύκολα πλέον υπολογίζουμε ότι στο CD μας μπορούν να χωρέσουν περίπου 230 κομμάτια. Ε! ναι λοιπόν, το μέγεθος στην περίπτωσή μας παίζει σημαντικό ρόλο.
Και με την ποιότητα; Τι γίνεται;
Τα αρχεία MP3 δεν είναι όλα στον ίδιο βαθμό συμπιεσμένα. Το ποσοστό της συμπίεσης που θα έχει το κάθε αρχείο το επιλέγουμε οι ίδιοι κατά τη δημιουργία του. Όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό συμπίεσης τόσο μικρότερο θα είναι και το αρχείο. Απ’ την άλλη όσο περισσότερο το συμπιέζουμε, τόσο περισσότερη πληροφορία χάνουμε, με άμεσο αντίκτυπο στην ποιότητα του ήχου.
Το μέγεθος της συμπίεσης που εφαρμόζουμε μετριέται σε Kbps (Kbit/δευτερόλεπτο). Η μέτρηση αυτή δεν αφορά το ποσοστό ή το λόγο συμπίεσης αλλά το ρυθμό ροής των δεδομένων. Εύκολα όμως μπορούμε να υπολογίσουμε και το λόγο αυτό, αφού γνωρίζουμε ότι ο ρυθμός ροής δεδομένων του ασυμπίεστου ήχου είναι 1360 Kbps. Π.χ. σ’ ένα MP3 των 128 Kbps ο λόγος συμπίεσης θα είναι περίπου 1/10 (1360 : 128 = 10,63).
Με την εξέλιξη του αλγόριθμου συμπίεσης στο πέρασμα του χρόνου, φτάσαμε στο σημείο ένα MP3 των 320 Kbps σε VBR (μεταβλητό ρυθμό συμπίεσης) να μην έχει καμία «ακουστή διαφορά» στην ποιότητα του ήχου από ένα CD στα μη «εκπαιδευμένα αυτιά» (αν και τα τελευταία εκτίθενται πολλάκις σε blind test…).
Από την άλλη ένα MP3 των 128 Kbps να έχει ικανοποιητικότατη ποιότητα για τον μέσο ακροατή χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις και αρκούντως μικρό μέγεθος ώστε να αποτελεί χρυσή τομή για πλήθος χρήσεων.
2006
Νίκος Παπαρρόδου