Εδώ και κάποιο καιρό σκεφτόμουν ότι πολλές λέξεις που κληρονομήσαμε από παλιότερους μουσικούς θα χαθούν ή χάνονται καθώς πολλά πράγματα στη μουσική έχουν αλλάξει.
Οι σύγχρονοι αργκοτικοί όροι είναι αποκλειστικά ελληνοποιημένες λέξεις από τα αγγλικά που χρησιμοποιούνται. Έτσι παροπλίζονται παλιές και ευφυείς λέξεις που έχουν αναδυθεί απο λαϊκά και κυρίως δημοτικά περιβάλλοντα που παραδοσιακά ήταν οι πιο επαγγελματικές ρεπερτοριακές κατηγορίες στη χώρα μας.
Ο αργκοτικός όρος και η αργκό, δεν είναι ένας απλός όρος. Πρέπει γενικά να είναι ένας όρος που δεν είναι ευρέως κατανοητός εάν κάποιος δεν έχει σχέση με το αντικείμενο γιατι συνήθως είναι μια καθημερινή λέξη που αποκτά εντελώς άλλη και μερικές φορές συνθηματική σημασία απο τη χρήση που και ένας μη μουσικός και πολλές φορές μουσικός ενός συγκεκριμένου χώρου, δεν αντιλαμβάνεται.
Η συλλογή αυτή είναι λέξεις που εγώ έμαθα και επ ουδενί δεν είναι πλήρης η λίστα. Ενδεχομένως μάλιστα να έχω λησμονήσει και κάτι γιατί έστυψα μεν το μυαλό μου αλλά όλο και κάτι μπορεί να ξεφύγει. Ή σίγουρα αγνοώ πολλά ακόμη. Επίσης μπορεί σε αρκετούς κάποιες λέξεις να ακούγονται προφανείς (όπως η βρώμα στην κιθάρα) αλλά πρέπει να σκεφτούμε ότι αυτό δεν είναι προφανές για κάποιον που δεν είναι μουσικός.
Για το λόγο αυτό θα καλέσω ανοιχτά όποιον-α γνωρίζει κάτι επιπλέον να το προσθέσει στα σχόλια γιατι δεν έχει πέσει στην αντίληψή μου κάποια άλλη συγκεντρωμένη καταγραφή για το θέμα αυτό.
Α
Γ
Ε
Θ
Ι
Ξ
Υ
Φ
Ω
Οι σύγχρονοι αργκοτικοί όροι είναι αποκλειστικά ελληνοποιημένες λέξεις από τα αγγλικά που χρησιμοποιούνται. Έτσι παροπλίζονται παλιές και ευφυείς λέξεις που έχουν αναδυθεί απο λαϊκά και κυρίως δημοτικά περιβάλλοντα που παραδοσιακά ήταν οι πιο επαγγελματικές ρεπερτοριακές κατηγορίες στη χώρα μας.
Ο αργκοτικός όρος και η αργκό, δεν είναι ένας απλός όρος. Πρέπει γενικά να είναι ένας όρος που δεν είναι ευρέως κατανοητός εάν κάποιος δεν έχει σχέση με το αντικείμενο γιατι συνήθως είναι μια καθημερινή λέξη που αποκτά εντελώς άλλη και μερικές φορές συνθηματική σημασία απο τη χρήση που και ένας μη μουσικός και πολλές φορές μουσικός ενός συγκεκριμένου χώρου, δεν αντιλαμβάνεται.
Η συλλογή αυτή είναι λέξεις που εγώ έμαθα και επ ουδενί δεν είναι πλήρης η λίστα. Ενδεχομένως μάλιστα να έχω λησμονήσει και κάτι γιατί έστυψα μεν το μυαλό μου αλλά όλο και κάτι μπορεί να ξεφύγει. Ή σίγουρα αγνοώ πολλά ακόμη. Επίσης μπορεί σε αρκετούς κάποιες λέξεις να ακούγονται προφανείς (όπως η βρώμα στην κιθάρα) αλλά πρέπει να σκεφτούμε ότι αυτό δεν είναι προφανές για κάποιον που δεν είναι μουσικός.
Για το λόγο αυτό θα καλέσω ανοιχτά όποιον-α γνωρίζει κάτι επιπλέον να το προσθέσει στα σχόλια γιατι δεν έχει πέσει στην αντίληψή μου κάποια άλλη συγκεντρωμένη καταγραφή για το θέμα αυτό.
Α
- Αιγύπτιοι: Παλαιότερος χαρακτηρισμός από τους «Ρόμηδες» για το ίδιο αντικείμενο. Αιγύπτιους λέγανε τους κλαριντζήδες με ρομά καταγωγή. «Το καλοκαίρι πάω και παίζω με κάτι Αιγύπτιους σε όλη τη Στερεά».
- Άμπαντος: Μουσικός που για οποιοδήποτε λόγο δεν έχει συμμετάσχει σε κάποιο συγκρότημα ποτέ ή για μεγάλο χρονικό διάστημα. «Ειμαι άμπαντος 5 χρόνια τώρα».
- Αναδάσωση: Καταιγισμός από «Πράσινες» δηλαδή λάθος νότες.
- Αραβία: Χαρακτηριστικό ρυθμικό μουσικό μοτίβο (Βλέπε εισαγωγή «Όλα τα σφάλματά σου» Μενιδιάτης, και «Κάφτρα» Αντζυ Σαμίου. Ο όρος ονομάζεται έτσι γιατι μάλλον το ρυθμικο μέρος προέρχεται απο κομμάτια όπως το Enta Omri, Alf leila wa leila και άλλες συνθέσεις του Mohammed Abdel Wahab. Μάλιστα το Enta omri με μικρή διασκευή έγινε το "Τα φιλιά σου ειναι φωτιά" του Μανώλη Αγγελόπουλου στην ελληνική δισκογραφία.
- Αργόσχολος: Ένας μουσικός, συχνά guest, ο οποίος δεν έχει πολλά μουσικά μέρη και παίζει ελάχιστα. Σε κλασσικές ορχήστρες συχνά οι παίκτες των κρουστών που έχουν πολλές παύσεις και όταν είναι σε ένα σημείο να μπουν ξεχνιούνται και δεν μπαίνουν σωστά.
- Αρμονιέρα: Ο keyboard player που έχει μανία να αντικαθιστά και να προσθέτει συνεχώς συγχορδίες κάνοντας το κομμάτι πολύπλοκο και εντελώς διαφορετικό. «Ο τύπος είναι αρμονιέρα σκέτη. Δε λέει να παίξει ένα κομμάτι όπως είναι. Δεν εχει αφήσει ακόρντο για ακόρντο απείραχτο».
- Αυτοκτονία: Η απόφαση του να ξεκινήσεις να παίξεις ζωντανά ένα κομμάτι που δεν ξέρεις καλά (ή καθόλου) και είναι αβέβαιο πως θα πάει. «Ανέβηκε χθες στη σκηνή ένας τύπος και ήθελε να παίξουμε ένα τραγούδι που έχει γράψει και μόνο η τραγουδίστρια ήξερε. Αυτοκτονίες…»
- Βάθια: Όλα τα εφέ της ομάδας των hall effects (reverb, delay, echo και όλα τα υποείδη).
- Βάθος: To εφέ του reverb
- Βεντάλια: Το χρονικό διάστημα στο οποίο απλώνεται η μπριζέ συγχορδία (που περιγράφεται στο λήμμα μπριάμ ή βούρτσα). Ο Διαμαντόπουλος ήταν μάστορας στο μπριάμ. Η βεντάλια του ήταν τέλεια.
- Βιοπάλη: Ένας μουσικός που βιοπορίζεται αποκλειστικά από το ζωντανό παίξιμο και έχει πολλά live. «Δουλεύεις και σε ωδείο ή μόνο βιοπάλη κάνεις»?
- Βρώμα: Η παραμόρφωση στον ήχο που συνήθως προέρχεται από υπερβολικό compression. Μπορεί να προέρχεται από πετάλι ή άλλη πηγή.
Γ
- Γαλλία: Όταν η ορχήστρα παίζει όλα τα μουσικά κομμάτια στο περίπου. Συνήθως από μνήμης και χωρίς να έχει reference σε παρτιτούρα. Ο όρος είναι συντομία του παπαγαλία και αναφέρεται στο πως ένας παπαγάλος θα μιμείτο τη φωνή ενός ανθρώπου. «Ανέβηκε χθες μια τραγουδίστρια και μας ζήτησε το απορώ με την καρδιά μου. Το ήξερε μόνο ο μπουζουξής και το παίξαμε Γαλλία».
- Γαργάρα: Ιδέ Μπαλάρισμα
- Γέφυρα: Ένα οργανικό κομμάτι ή μουσικό μέρος το οποίο γεφυρώνει δυο τραγουδιστικά μέρη.
- Γκάιντα: Χαρακτηρισμός που αποδίδεται συνήθως σε κακούς βυζαντινούς ψάλτες λόγω της στενής και ένρινης χροιάς του τραγουδιού τους που τρυπάει τα αυτιά όπως ο ήχος της γκάιντας. «Πήγα εκκλησία και με το που μπαινω μου τρύπησαν τα αυτιά οι γκάιντες».
- Γκεράπια: Κομμάτια που σηκώνουν το κοινό από τις καρέκλες για χορό. Εκ του Get up του James Brown από το Sex Machine που ακούγεται περίπου Gerup! Συνήθως πρόκειται για Disco ρεπερτόριο και Funk. Αλλά πρόκειται πρακτικά για το ρεπερτόριο που έπαιζαν στην Ελλάδα οι ντισκοτέκ. Και αυτοί που τα ακούγανε και τα χόρευαν οι καρεκλάδες.
- Γρατζουνάω: Παίζω συνήθως έγχορδα μουσικά όργανα. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως με μειωτική σημασία προς τις ικανότητες. Π.χ «Ο Γιώργος αγόρασε μια κιθάρα και τη γρατζουνάει όλη μέρα. Μας έχει πάρει τα αυτιά».
- Γρέζι: Η φυσική βραχνάδα στη φωνή. Αποτελεί προτέρημα σε πολλά είδη μουσικής καθώς προσθέτει βάρος και συναίσθημα στην ερμηνεία. Προέρχεται εκ του ιταλικού greggio (γκρέτζο) που σημαίνει ωμό, ακατέργαστο και συντάσσεται σχεδόν αποκλειστικώς με το πετρέλαιο και δηλώνει, εννοώντας αυτό που λέμε στα ελληνικά αργό. Η λέξη όμως έχει ακολουθήσει μεγάλη διαδρομή στην ελληνική αργκό μέχρι την προαναφερθείσα σημασία. Τα γρέζια στην μαστοριλίστικη αργκό είναι το παχύρρευστο μείγμα ορυκτελαίου και μικρορινισμάτων μετάλλων που έχουν αποπλυθεί από την κυκλοφορία του ελαίου κατά την διάρκεια μιας μηχανουργικής διεργασίας ή ρονταρίσματος κάποιας μηχανής. Εμφανώς, κάποιος εύστοχα συνέδεσε το παχύρρευστο και ακατέργαστο των ελαιωδών αυτών διαλυμάτων με την φλεγματώδεις εκκρίσεις της λαρυγγοφαρυγγικής κοιλότητας, που προκαλούν και την εν λόγω βραχνάδα. Υπάρχουν βέβαια και ψευδογρέζια στα οποία αρκετοί metal τραγουδιστές προσπαθούν να επιδοθούν, χρησιμοποιώντας σάλιο επιγλωττίδα και ότι άλλο μπορεί να βάλει κάνεις με το νου του. Καταχρηστικά το γρέζι, κυρίως ως ανεπιθύμητο background noise, χρησιμοποιείται σε κάθε είδους συσκευή ήχου (ενίοτε και εικόνας).
Ε
- Εκο: Το εφέ του Echo δηλαδή delay με μικρό χρόνο επανάληψης.
- Ζητιανόξυλο: Κυριολεκτικά πρόκειται για το μουσικό όργανο που χρησιμοποιείται για επαιτεία, αλλά ο όρος επινοήθηκε για να μειώσει τους μπουζουξήδες και γενικά τους λαϊκούς μουσικούς.
Θ
Ι
- Θυσία: Όταν σε μια ηχογράφηση κάποιο όργανο θάβεται στη μιξη για να αναδεχθεί η φωνή. «Φέραμε πιανίστα που έπαιξε παπάδες και τον κάναμε θυσία».
- Καγγέλι: Στη στερεά Ελλάδα είναι χορός που ξεκινάει 7/8 σαν αργό καλαματιανό και κλείνει σε γρήγορα 2/4 συχνά μονο με γρήγορο σόλο στο κλαρίνο. Έχει αρβανίτικη προέλευση και είναι χορός αυτοσχεδιαστικός. Λέγεται πως η ονομασία του προέρχεται απο την αρβανίτικη διάλεκτο και σημείνει "Όπως ο Κόκορας" καθώς όταν τον χόρευαν, στο τέλος χοροπηδούσαν σαν κοκόρια.
- Καλαμπόρτζης (ή ξυλοσχίστης): Αστοιχείωτος μουσικός. Ανεκπαίδευτος.
- Καμπίσιο: Ιδιαίτερο τροπικό αυτοσχεδιαστικό στυλ στο δημοτικό κλαρίνο δημοφιλές στην περιοχή της Θεσσαλίας και της Ανατολικής Στερεάς. Χαρακτηριστικοί στυλίστες ήταν ο Κώστας και ο Γιώργος Γιαούζος απο το Μαρτίνο Βοιωτίας και ο Νίκος Καρακώστας απο την Κρανιά Τρικάλων.
- Καπάκια: Όταν δυο μουσικοί παίζουν μαζί με απόλυτη χρονική ταύτιση «Ο Παπαδόπουλος και ο Καρνέζης παίζανε καπάκια στο Θεοδωράκη».
- Καραμούζα: Ήχος από synthesizer που μιμείται κλαρίνο ή ζουρνά
- Καράολο (ή καράουλο): Η κεφαλή του μπουζουκιού και κατ επέκταση όλων των έγχορδων οργάνων. Ο όρος ξεπήδησε απο την οργανοποιία των μπουζουκιών.
- Καρφί (παίζω καρφί): Όρος με τριπλή σημασία. Σε κιθαριστικό ή μπασιστικό περιβάλλον σημαίνει ότι παίζω με τον φυσικό ήχο του οργανου μου στον ενισχυτή χωρίς ενδιάμεση παρουσία παραμορφωτων ήχου (πετάλια κλπ). Αλλά σημαίνει και ότι παίζω επακριβώς μια μουσική σύνθεση χωρίς λάθη. Επίσης είναι το αρσενικό βύσμα ενός καλωδίου (ιδέ και «πιπιρόλι»).
- Καυσόξυλο – Κούτσουρο: Μουσικό όργανο κακής κατασκευής και ευτελών υλικών που παράγει ήχο κακής ποιότητας αλλά και αναξιοπιστία λειτουργίας. Συνηθίζεται σε έγχορδα μουσικά όργανα. "Αυτό το καυσόξυλο που πήρα δε μένει κουρδισμένο με τίποτα. Και έδωσα ένα σκασμό λεφτά".
- Κλαπατσίμπαλα (ή κλαπατσίμπανα): Απαξιωτικός όρος για οργανοπαίχτες και τα όργανα τους που υποδηλώνει κακόφωνα και θορυβώδη όργανα. Ελέγχεται εαν ο όρος προέρχεται με σφάλμα απο το κλαβιτσέμπαλο ή κλειδοκύμβαλο. "Μαζεύτε τα κλαπατσίμπαλα και δρόμο".
- Κοκοράκι: Φωνητικό σφάλμα με απότομη και ακούσια μετατόπιση του τονικού ύψους προς υψηλότερες συχνότητες μοιάζοντας με τη χροιά του κόκορα όταν κράζει. Οφείλεται συνήθως σε ταλαιπωρημένες φωνητικές χορδές από ουσίες, κούραση, αϋπνία ή κακή υγεία. Συνηθίζεται όμως και σε περιόδους με έντονη ορμονική δραστηριότητα όπως κατά τη μεταφώνηση στην εφηβεία.
- Κοκορέτσι: Σε περιβάλλον heavy metal αφορά το υπερηχητικό αλλα βαρετό, συχνά και άτσαλο σόλο, φουλ στα δεξιοτεχνικά και φιγουρατζίδικα κλισέ. Το κοκορέτσι διαγράφεται απο τη μνήμη μας δευτερόλεπτα αφού τελειώσει, αλλά μερικές φορές και πριν καν τελειώσει.
- Κολάτζα: Λωρίδα ξύλου που περιβάλει το σκάφος οργάνων όπως τα μπουζούκια ή τα λαούτα. Δεν πρέπει να συγχέεται με την «Κωλάτζα» που χρησιμοποιούν δρομείς για να αναφερθούν σε απροπόνητους συναδέλφους χαμηλών επιδόσεων.
- Κομπάρσος: Μουσικός που απλά παίζει συνοδεία και ποτέ πρωταγωνιστικό ρόλο ή κάποιο σόλο.
- Κονσέρβα: Όρος με διπλή σημασία. Μπορεί να είναι το στάνταρ ρεπερτόριο ορχήστρας που δεν ανανεώνεται μέσα στο χρόνο παίζοντας τα ίδια και τα ίδια ή έτοιμα προηχογραφημένα μέρη που παίζονται playback κατά τη διάρκεια του live.
- Κοτσύφι: Τενόρος με πολύ στενή και τσιριχτή χροιά. Συχνά και εύθραυστη φωνή. «Αυτός είναι κοτσύφι. Δεν είναι για δραματικό ρόλο. Άντε για κανα τραγουδάκι ή οπερέτα.»
- Κουαράτσα: Χαοτικό και γρήγορο παίξιμο. Επίσης είναι τετράσημος ρυθμος χαρακτηριστικο παράδειγμα του οποίου είναι το «πήραν τα στήθια μου φωτιά».
- Κουτί: Τετραγωνισμένο και ρυθμικά άκαμπτο παίξιμο χωρίς χορευτική ρυθμική αίσθηση.
- Κρά: Κρά (εκ του χαρακτηριστικού ήχου της φωνής του κορακιού) ονομάζονται τριμελή & τετραμελή κλιμάκια τραγουδιστών και ψαλτών που ειδοποιούνται απο τον εργολάβο τους (που ονομάζεται κόρακας) για να πάνε εκτάκτως να καλύψουν ψαλτικά μια εξόδιο ακολουθία. Τα κρά ειναι δουλειά που συνήθως εκτελούν συνταξιούχοι τραγουδιστές καθώς πρέπει να γνωριζεις απ εξω τα σχετικα τροπαρια και να κινεισαι γρήγορα (συνηθως με μηχανάκι) για να προλαβαινεις να καλύπτεις συνεχείς τελετές που προκυπτουν και κλείνονται η μια πισω απο την άλλη. Δηλαδή σε παίρνει ο κόρακας που εχει γνωριμιες με ιερείς και σου λεει "Αυριο στις 14:00 εχεις ΚΡΑ στο 2ο νεκροταφειο, μετά πας καπάκι στον κόκκινο μύλο στις 15:00 και στις 17:00 στο 1ο.
- Λάμπα: Ο ενισχυτής λυχνιών στην πιο hardcore στουντιακή ιδιόλεκτο. "Ωραία κιθάρα αυτή. Κάτσε να σε βάλω στη λάμπα να δείξει το όργανο".
- Μαιμού Μονιτοράς: Ο μουσικός που γκρινιάζει όλη την ώρα στον ηχολήπτη ότι δήθεν δεν ακούει στα μονιτορς προσπαθώντας να δικαιολογήσει μια κακή απόδοση.
- Μακαρονάδες: Όταν το πρόγραμμα της ορχήστρας είναι γεμάτο με γλυκερά, μελό κομμάτια χωρίς νεύρο. «Παίζω στο λόμπυ ενός ξενοδοχείου με γερόντια. Μακαρονάδες από τις 8 ως τις 12 και σχολάω».
- Μανίκι (ή μάνικο): Το μπράτσο των έγχορδων οργάνων.
- Μάσκα: Ο σχηματισμός των χειλιών που πρέπει να γινει γύρω από το επιστόμιο κάποιων πνευστών μουσικών οργάνων ώστε να επιτευχθεί η παραγωγή του ήχου.
- Ματζόρια: Ήχος ματζόρε
- Μικροφωνάς: Ο ηχολήπτης που στήνει τα μικρόφωνα.
- Μικροφωνιάς: Τραγουδιστής που γκαρίζει στο μικρόφωνο συχνά φάλτσα. Επίσης είναι ο τραγουδιστής που χτυπάει το μικρόφωνο ή προκαλεί μικροφωνισμούς. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον μικροφωνά που είναι ο ηχολήπτης που στήνει τα μικρόφωνα.
- Μινόρια: Ήχος μινόρε (Ο μαέστρος φωνάζει Σολ τα μινόρια)
- Μισομπούζουκο: Ένα μπουζούκι με πιο μικρός σκάφος κάτι μεταξύ τζουρά και μπουζουκιού. Μερικές φορές και ο ίδιος ο τζουράς.
- Μουργκάνα ή μπουργκάνα: Η διπλή χορδή του μπουζουκιού. Συνδυασμός από απλή και τυλιχτή χορδή κουρδισμένες σε οκτάβα για ηχητικό όγκο.
- Μουσακάς: «Παίζω μουσακά» είναι δάνειο που προήλθε από την υποκριτική του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και περιγράφει τον υποκρισία ότι τραγουδάς ή παίζεις πάνω από playback.
- Μπαλάρισμα ή γαργάρα: Στο τραγούδι ονομάζεται η αδυναμία να κρατηθεί μια νότα σταθερή στο τονικό της ύψος, και να λικνίζεται σε ακαθόριστο διάστημα ημιτονίου ή και τόνου γύρω από το σωστό ύψος. Το μπαλάρισμα συμβαίνει όταν κάποιος προσπαθεί να τραγουδήσει εκτός φυσικού εύρους της φωνής του αλλά προς τα κάτω (να μπασάρει περισσότερο από όσο μπορεί) αλλά συμβαίνει και φυσικά σε ανθρώπους πιο μεγάλης ηλικίας οι οποίοι έχουν κάνει κατάχρηση στη φωνή τους. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον όρο που χρησιμοποιούν οι bodybuilders για να περιγράψουν άλλο πράγμα. Το μπαλάρισμα δινει ακουστικά την αίσθηση του τρέμολο που έχει το αυτοκίνητο όταν σηκώνεις πολύ το συμπλέκτη και λίγο πριν σβήσει η μηχανή. «Πήγα και άκουσα τον Μάριο χθες. Δεν τραγουδάει. Μεγάλωσε πια και δε μπορει να στηριξει νότα. Μπαλάρει συνέχεια ένα τόνο πάνω κάτω. Σκέτη γαργάρα".
- Μπάνιο-ξύρισμα: Σχολαστική τεχνική περιποίηση και εργασίες καθαρισμού σε μουσικό όργανο που από την πολλή χρήση έχει υποστεί τόσο τεχνική φθορά όσο και συγκεντρώσει βρώμα από ιδρώτα, σάλια, ξένες ουσίες (αλκοόλ, κάπνα, σκόνη) και οτιδήποτε μπορεί να έχει συμβεί σε ένα επαγγελματικό όργανο που γράφει χιλιόμετρα. «Πήγα τη σκαφιά στο μάστορα για μπάνιο-ξύρισμα-χορδές γιατί έχω παιξίματα στη σειρά τώρα».
- Μπασοκίθαρο: Τρόπος ρυθμική συνοδείας από έγχορδα όπου συνδυάζεται το ρυθμικό παίξιμο με μια βαριά και σοφιστικέ χρήση από διαβατικές φράσεις μεταξύ των διαφορετικών βαθμίδων. Κάποιες φορές χρωματικές, κάποιες μελωδικές και κάποιες arpeggio. Οι δημοτικοί κιθαριστές είναι εξαιρετικοί στο συγκεκριμένο στυλ αλλά υπάρχουν και λαϊκοί. «Το μπασοκίθαρο του Σούκα είναι πανεπιστήμιο».
- Μπετό ή Βράχος: Ρυθμικό παίξιμο που είναι απόλυτα πάνω στο ρυθμό και δεν παρεκκλίνει καθόλου. Επίσης τόσο σταθερό που όλοι οι μουσικοί βασίζονται πάνω του. «ο ντράμμερ είναι βράχος. Κρατάει όλη τη μπάντα».
- Μπλόκο: Μουσικό σημείο που δυσκολεύει τη μπάντα και συχνά γίνονται λάθη. «Εκεί που το τραγούδι κάνει μετατροπία , τρώμε μπλόκο κάθε φορά που το παίζουμε».
- Μπολερό (ή μπικίνι): Ρυθμός τετράσημος εμπνευσμένος απο τα bolero που ακούγονταν στον κινηματογράφο τη δεκαετία του 50 και 60 απο τα trios romanticos. Η λαική εκδοχή στην ελληνική μουσική δεν τονίζεται όπως το bolero που ξέρουμε απο την ανατολική Κούβα ή την υπόλοιπη Λατινική Αμερική. Χαρακτηριστικο κομμάτι "Αποκοιμήθηκα" του Στρ.Διονυσίου. Ωστόσο υπήρξαν και boleros στο ελληνικό ρεπερτόριο που ήταν απευθείας εμπνευσμένα απο το κανονικό L.A bolero μιας και η λατινοαμερικάνικη μουσική ήταν πολύ της μόδας στα 60s.
- Μπότα: Το μπάσο τύμπανο στο drum set που παίζεται με πετάλι που χτυπάει τον κόπανο στη μεμβράνη (kick drum) ή (bass drum)
- Μπουκάλι: Παίξιμο ασαφές και κακοκουρδισμένο ή μουσικός που παίζει με τον αντίστοιχο τρόπο. «Ο τραγουδιστής ήταν μπουκάλι. Δεν τον έπιανες πουθενά»
- Μπουκωτή: Τεχνική στα έγχορδα όπου με την άκρη της παλάμης ακουμπάς τις χορδές μπλοκάροντας την ελεύθερη ταλάντωση της χορδής. Στην ηλεκτρική κιθάρα είναι το palm muting ή το pizzicato στην κλασσική κιθάρα. "Έπαιξε μπουκωτή την πρώτη βόλτα της εισαγωγής απο το ότι αγαπαω εγώ πεθαίνει και κανονικά στη δεύτερη ενώ γεμιζε η μπάντα".
- Μπούρδου μπούρδου: Μουσικές φράσεις που εκτελούνται με ταχύτητα αλλά δεν είναι καθαρές και ευκρινείς, αλλά άτσαλες και στο περίπου. «Ηταν διπλα ένας πιανίστας και μελετούσε την Petrushka του Stravinsky αλλά μπούρδου μπούρδου».
- Μπριάμ: (Εναλλακτικά βούρτσες "παίξε βούρτσες") ρυθμικός τρόπος συνοδείας στην κιθάρα ή άλλα έγχορδα όπου παίζεις απλοϊκά κάνοντας χρήση μεγάλης χρονικής αξίας μπριζέ συγχορδίες. Στο μπριάμ, η μπριζέ συγχορδία πρέπει να παιχτεί απο λίγο νωρίτερα και με το σωστό χρονισμό, ωστε η θέση του ρυθμού να πέσει πάνω στο "α" απο μια υποθετικά εκφερόμενη λέξη Μπρι"α"μ. «Ρε συ αυτος ο πιανίστας δεν αφήνει κενά, που θα βάλεις κιθάρες, άσε παίξε μόνο μπριαμ». Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κιθάρα στην εισαγωγή του "Να΄τανε το 21" του Κουγιουμτζή.
- Ντακίμι: Ορχήστρα παραδοσιακής μουσικής (στην περιοχή της Ηπείρου).
- Ντούς: Drum roll που παίζεται στην αρχή ενώ ανακοιώνεται κάτι ή εισέρχεται κάποιο/α τραγουδιστής-τρια σαν guest.
- Ντουζένι: Ντουζένι εκ του τουρκικού duzen κυριολεκτικά σημαίνει αρμονία ή κούρδισμα. Στην πράξη είναι μια λέξη που μας εισηγαγε ο Μ.Βαμβακάρης όπως και το παράγωγο καραντουζένι. Όταν οι μουσικοι λένε ντουζένι δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο κουρδισμα του οργάνου αλλά και στο αρμονικό περιβάλλον ενός κομματιού συνήθως τροπικής αρμονιας. Ντουζένια με την εννοια του κουρδισματος υπάρχουν πολλα σε ολα τα οργανα ανατολικής προέλευσης. Έτσι το μπουζούκι έχει διάφορους τροπους να κουρδίζεται περαν της συνηθισμένης σειράς D-A-D. Τα διαφορετικά κουρδίσματα αποδίδουν εκτός απο εναν βαθύ και διαφορετικής αισθητικής ήχο, και ευκολία στην εκτέλεση συγκεκριμένων μουσικών δρόμων της ανατολικής μουσικής. Σχετικο θέμα: https://forum.noiz.gr/threads/dhrom...laikis-mousikis-se-singerasmena-organa.63486/ και σχετικό άρθρο: https://forum.noiz.gr/articles/laikoi-dhromoi-tropikotita-sto-rembetiko.13/
Ξ
- Ξεκουρδιστάν: Μυθική χώρα στα σύνορα με το Πανκιστάν. Οι κάτοικοι της οποίας ήταν tone deaf. Το DNA των κατοίκων υπάρχει σε όλα τα μέρη του σύγχρονου κόσμου και ανθεί στην Indie και Hipster σκηνή.
- Ξυλοσχίστης: Ιδέ καλαμπόρτζης.
- Ξύσιμο: Πρόβλημα ήχου στην αναπαραγωγή έχοντας υπερβολικά πολλά πρίμα. "Κόψε πρίμα, ξύνει"
- Ουά ουά: (Wah wah) χαρακτηριστικό κιθαριστικό εφέ όπου η ονομασία περιγράφει τον ήχο που παράγει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κιθάρα του Voodoo Child Slight return του Jimi Hendrix και η κιθάρα στο Tales of Brave Ulysses των Cream.
- Παπαρδέλας (ή τσαφατσούφας): Μουσικός που παίζει γρήγορα και φιγουρατζίδικα για εντυπωσιασμό όμως το παίξιμό του είναι ασαφές, μπερδεμένο και πρόχειρο. Με πολλή Γαλλία, καλαμπόρτζικο, με λάθη και άχρονο. Ο παπαρδέλας είναι συνήθως λαϊκός όρος ενώ το αντίστοιχο «μπούρδου μπούρδου» χρησιμοποιείται σε πιο κλασσικά και ωδειακά περιβάλλοντα.
- Παραγγελιά: Παλαιά πρακτική σχεδόν έθιμο, προερχόμενο απο τη δημοτική μουσική που πέρασε στη λαική. Μετά το τέλος το τακτικού προγράμματος, και όταν κάποιος ακροατής (συνήθως σε γάμο ή πανηγυρι) ήθελε να ακούσει κάποιο συγκεκριμένο κομμάτι για να χορέψει, το ζητούσε απο την ορχήστρα και πλήρωνε (μερικές φορές αδρά) τους μουσικούς καταθέτοντας στη "σφουγγάρα" το ποσό και γράφοντας σε ένα μπλοκάκι που υπήρχε δίπλα το κομμάτι που ήθελε. Αν δεν αποτελούσε μέρος του ρεπερτορίου το εκτελούσαν "γαλλικά" αλλά εφόσον είχαν πληρωθει είχαν υποχρέωση να το εκτελέσουν. Ο όρος ειναι φορτισμένος με αρνητική χροιά γιατι στο παρελθον και υπο την επηρεια ουσιών εχουν γινει πολλά σκηνικά συμπλοκών, διαπληκτισμών μέχρι και πολλαπλών φόνων καθώς σε έναν άγραφο εθιμοτυπικο κώδικα, αυτός που παραγγέλνει το κομμάτι και εφόσον έχει πληρώσει απολαμβάνει το προνόμιο να έχει μια εκτέλεση αποκλειστικά για αυτόν και δεν επιτρέπεται σε άλλον να χορέψει ή να ανέβει στη σκηνή όσο εκτελείτω το κομμάτι. Μετά το περιστατικό της υπόθεσης Κοεμτζή, πολλοί μουσικοί σταμάτησαν για πολλά χρόνια να δέχονται παραγγελιές.
- Παράθυρο: Σημείο που υπαγορεύεται κάποια αρμονική ή αυτοσχεδιαστική ελευθερία από το συνθέτη. «Παίζουμε κουπλέ-ρεφρέν-κουπλέ-ρεφρέν και μετά τη δεύτερη βόλτα έχει παράθυρο στο μπουζούκι και ξανα ρεφρέν για φινάλε»
- Πάστα: Ο όρος προέρχεται απο το ασετόπαστα ως συντομία του. Αναφέρεται στα πλαστικά μέρη του οργάνου (pickguards) που παλιά ήταν κατασκευασμένα απο celluloid.
- Πατάρι: Το πάλκο το οποίο είναι στημένη ο ορχήστρα. Η σκηνή.
- Περασμένο: «Το εχω περασμένο» Κομμάτι που έχει μελετηθεί και προβαριστεί και εχει αποτελέσει τμήμα του γνωστού ρεπερτορίου. "Άκουσα το καινούριο κομμάτι της Ματίνας Ζάρα. Το περνάω για να το έχω".
- Περίπτερο: Παίξιμο με πολλές και περίπλοκες μουσικές φράσεις χωρις να υπάρχει λόγος. Απλά για επίδειξη δεξιοτεχνίας «ήρθε ένας μπουζουξής καυλωμένος και το έκανε περίπτερο το ζειμπέκικο»
- Πέτσινο: Φάλτσο ή αβέβαιο βιμπράτο ή τραγούδι. Μη σωστό ιντονάρισμα/κούρδισμα (ιδέ και μπαλάρισμα ή γαργάρα). Παράδειγμα «πάμε πάλι λίγο το ρεφρέν γιατι βγήκε λίγο πέτσινο».
- Πικάρω: Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράφει ότι η μουσική κυματομορφή φτάνει σε υψηλά επίπεδα έντασης προκαλώντας ανεπιθύμητη παραμόρφωση.
- Πιπιρόλι: Αρσενικό βύσμα καλωδίου ή usb. "Βάλε το πιπιρόλι στη λάμπα (τον ενισχυτή)".
- Πουκάμισο (ή καρδούλα): Είναι το σχεδιαστικό μοτίβο στην κορυφή του καράολου στα μπουζούκια.
- Πράσινη: Λάθος νότα «Ρε συ αυτός πετάει πράσινες».
- Πρίμο σεκόντο: Σειρά από δύο μουσικές φωνές που κινούνται σε συγκεκριμένο διάστημα (Μικρές και μεγάλες παράλληλες 3ες). Π.χ τραγούδι σε πρώτη και δεύτερη φωνή ή μελωδίες σε μπουζούκια.
- Πρόστιμο: Παραγγελιά κάποιου πολύ γνωστού και διάσημου μουσικού κομματιού σε μουσικούς, υπερβολικά κλισέ, το οποίο ο μουσικός αισθάνεται ψυχολογικό βάρος να εκτελέσει καθώς προφανώς το έχει παίξει χιλιάδες φορές. "Παιζαμε σε γάμο και ήρθε ο άλλος μετά από 8 ώρες παιξιμο και μου έβαλε πρόστιμο το ζειμπέκικο της Ευδοκίας ρε φίλε....".
- Ραντεβού στο φινάλε: Όταν ένα κομμάτι παίζεται γαλλικά και το μονο δεδομένο είναι οι μουσικοί να κοιτάξουν να κλείσουν το κομμάτι συντονισμένοι για να φανει ότι το ξέρουν.
- Ρόμηδες: Χαρακτηρισμός που οι λαικοί μουσικοί αποδίδουν στους παραδοσιακούς, καταχραζόμενοι το γεγονός ότι αρκετοι κλαριτζίδες έχουν καταγωγή ρομά. «Το καλοκαίρι πάω και παίζω με κάτι ρόμηδες σε όλη την Στερεά».
- Σεντόνι: Σόλο υπερβολικά μεγάλο σε διάρκεια και μερικές φορές χωρίς ουσία. Πολλές φορές χρησιμοποιείται και για να περιγράψει έναν μεγάλο σε έκταση και υπερβολικά αναλυτικό οδηγό. «Αυτός ο κιθαρίστας, αμα αρχίσει σολο, κανει σεντόνια». "Με πήρε ο μαέστρος και μου ειπε οτι μου έστειλε σε μειλ τους οδηγούς. Κοιτάω και βλέπω ένα σεντόνι απο εδώ ως τη Σαλαμίνα".
- Σεσιονάς: Εξωτερικός μουσικός συνεργάτης που προσλαμβάνεται για να εκτελέσει κατά παραγγελία ειδικά μουσικά μέρη σε ζωντανή παράσταση ή στούντιο ηχογράφηση.
- Σιμπεμόλ: Χαρακτηρισμός που οι δημοτικοί μουσικοί αποδίδουν στους συναδέλφους, συνήθως προερχόμενους από ροκ ή λαικο ρεπερτόριο, που μη έχοντας πείρα στο να συνοδεύουν πνευστά, δυσκολεύονται να ακολουθήσουν τις τονικότητες που τα κλαρίνα αυτοσχεδιάζουν. Συνήθως αυτές είναι Βb. «Ηρθε προχθές ένας κιθαρίστας, ροκας. Δεν επαιξε τιποτα. Κάθε 3ο μέτρο χανόταν. Σιμπεμόλ ο τύπος».
- Σκαφιά: Κιθάρες ηλεκτρικές ημιακουστικού τύπου (semi hollow ή hollow) χρησιμοποιείται από δημοτικούς μουσικούς που συνήθως χρησιμοποιούν κιθάρες τύπου Gibson ES335-345-355, Guild Starfire, Ibanez John Scofield κλπ. Το κουφωτό σώμα της κιθάρας ονομάζεται «σκάφος» και κατά τη γλωσσική χρήση, «σκαφιά».
- Σκούπα (ή βούρτσα στα drums): εξάρτημα που χρησιμοποιείται αντι της κλασσικής μπαγκετας στα drums. Δεν πρέπει να συγχέεται με το παικτικο στυλ "σκούπα" που ή «βούρτσες» που θα ακουσει καποιος σε κιθαριστικό περιβάλλον τα οποία αντιστοιχούν σε strumming και μπριζέ ακόρντα. «Δεν κοιτάει που δεν μπορει να κρατήσει ρυθμό, θέλει να παιξει και σκούπες (ή βούρτσες)»
- Σκούπα (στην κιθάρα): Αναφέρεται στο strumming στην ακουστική κιθάρα.
- Σούπα: Ο όρος έχει διπλή σημασία. Μπορει να περιγράφει κομμάτι απαλό και ψευτοσυγκινητικό αλλά ευτελές, ή κομμάτι που είναι εκτελεσμένο άνευρα και αδύναμα κάνοντας το κοινό να πλαδαρεύει.
- Σούς ή σάς (sus): Suspended Chords. Συγχορδίες που η τρίτη αντικαθίσταται από μια τέταρτη καθαρή ή δεύτερη μεγάλη.
- Σούστα: Πέραν του γνωστού χορευτικού ρυθμού στην νησιωτική μουσική, είναι και ενας όρος που περιγράφει μεταξύ των συνθετών, τα κομμάτια που προορίζονται να γίνουν καλές χορευτικές επιτυχίες. "Του έχω δώσει καμια 10αρια κομμάτια αλλά έχω ένα χασάπικο που είναι σούστα".
- Σουτιέν: Η ακολουθία των βαθμίδων V-I
- Σπάγγος: Σε λαικό περιβάλλον πρόκειται για τον τραγουδιστή που τραβάει την ορχήστρα ελάχιστα χρονικά μπροστά, δίνωντας ώθηση στο τέμπο.
- Στις χαραμάδες: Φράση που έχει προκύψει από πιανίστες που συνοδεύουν τραγουδιστές για να περιγράψει πόσο κακοκουρδισμένοι είναι. «Σου παίζω στα λευκά (πλήκτρα του πιάνου) δεν είσαι. Σου παίζω στα μαύρα δεν είσαι. Που τραγουδάς στις χαραμάδες»?
- Στίχια: αργκοτικος όρος για τους στίχους συνήθως από παλιούς ροκάδες. «Βρήκα στίχια στα ελληνικά για να τα βάλω πάνω στο Paint it black».
- Στραβοπάτημα: Παίξιμο λάθος νότας που προέκυψε από ad hoc λάθος και όχι από κακή μελέτη ή έλλειψη μελέτης. Συχνά λογω στιγμιαίας κατάρρευσης της συγκέντρωσης ή άγχους.
- Σφάζω: Απότομη διακοπή εκτέλεσης κομματιού για οποιοδήποτε λόγο. «Κάποιος του πέταξε έναν αναπτήρα στο κεφάλι την ώρα που τραγουδούσε και το έσφαξε το κομμάτι επι τόπου και του έβαλε χέρι».
- Σφουγγάρα: Το κουτί που υπήρχε παλιά στις δημοτικές ορχήστρες για την κατάθεση των χρημάτων για παραγγελιές. Εκ παραλλήλου και το πιατάκι ή κουτί που τοποθετούσαν οι μουσικοί που έπαιζαν στο δρόμο για να αφήνουν οι περαστικοί χρήματα.
- Ταστάρισμα (ή κροτάλισμα): Ο χαρακτηριστικός ήχος της χορδής που λόγω ανομοιογενούς ύψους των τάστων, βρίσκει πάνω σε κάποιο τάστο και τρίζει. Ο εναλλακτικός λαικός όρος κροτάλισμα που μιμειται κάπως τον χαρακτηριστικο αυτο ήχο, τεινει να ξεχαστεί.
- Τεμπάρω: Συνοδεύω ρυθμικά χωρίς ποικίλματα. Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει μουσικό ο οποίος έχει ικανότητα στη ρυθμική συνοδεία, μεταφέροντας σωστή ρυθμική αίσθηση τόσο σε συμπαίκτες μουσικούς όσο και χορευτές. «Ο κιθαρίστας που ήρθε τεμπάρει καλά. Χόρευε ο κόσμος».
- Τέρτσο: Η υψηλότερη φωνή σε ένα σύνολο ή μια σειρά από παράλληλες φωνές. «Βγαίνω τέρτσος γιατι είσαι πιο βαρύς». Ωστόσο ως γλωσσικό δάνειο απο τους επτανήσιους χρησιμοποιείται για να δηλώσει υπεροχή σε κάποια δεξιότητα. "Πήγε να μου το παίξει παιχταράς και έκανε όλο σολίδια αλλά του βγήκα τέρτσος".
- Τζαζ: Σε περιβάλλον δημοτικής μουσικής ονομάζεται το drumset. «Στην τζάζ ο Κώστας ο Τασουλας».
- Τζαζμπανίστας: (ή Τζαζμπανίτσας) Ο drummer σε περιβάλλον δημοτικής μουσικής. Εικάζεται ότι σαν ορος εχει προέλθει από την ελληνοποιηση του jazz-band-ίστας απο τη δεκαετία του 1920 και μετά καθώς τότε οι ελληνες δημοτικοι μουσικοί είδαν για πρώτη φορά συγκεντρωμένο drumset στις jazz bands. Περιγράφει περιπεκτικά τον drummer που ενώ είχε βλέψεις να παιζει σε jazz band παιζει σε λαικό πάλκο ή πανηγύρι. Επίσης είναι ο drummer που έχοντας θητεία σε άλλο μουσικό είδος τζαζ ή ροκ, βάζει υπερβολικά πολλά breaks χαλώντας το ρυθμό στο δημοτικό κομμάτι.
- Τζαμάρισμα: Εκ του Jamming εξελληνισμένο για να περιγράψει μια αυτοσχεδιαστική συνύπαρξη μιας ομάδας μουσικων που συνήθως παίζουν πρώτη φορά ένα κομμάτι που δεν έχουν ξαναπροβάρει μαζί.
- Τζιβιτζιλίκι: Ποίκιλμα συνήθως σε οργανικο παίξιμο. Παραπλήσιος όρος με την τσαλκάτζα αλλά η τσαλκάτζα συνήθως αναφέρεται στη φωνή.
- Τούρτα: Κομμάτι με υπερβολικά φορτωμένη ενορχήστρωση. Πολλά layers.
- Τσαλκάτζα: Τσακίσματα της φωνής του τραγουδιστή ή στη μελωδια ενός σολιστικού οργάνου, που χρησιμοποιούνται ως ποικίλματα στη μελωδία.
- Τσεκούρι: Όργανο ή παίξιμο με σκληρό και κοφτό ήχο «Αυτος ο Στουραίτης ήταν τσεκουράτο μπουζούκι».
- Τσιμέντο (ή παξιμάδι): Ηχογράφηση στεγνή και άκαμπτη, άνευ συναισθήματος και βάθους.
Υ
Φ
- Φάλαινες: Σε κιθαριστικό περιβάλλον tone swell
- Φαντασία: Σε ντραμιστικό περιβάλλον, drum roll που προηγείται του φινάλε κομματιού. Σε keyboard-ιστικό περιβάλλον πρόκειται για αυτοσχεδιαστικό μουσικό μέρος ατμοσφαιρικού χαρακτήρα που παίζεται σαν εισαγωγή πάνω στην οποία θα εκτελεστεί ή σολο απο κάποιο όργανο ή θα προηγηθεί ενός κομματιού που ανοίγει το πρόγραμμα.
- Φαρδύ: Παίξιμο με άνεση και ευχέρεια αλλά laid back στο χρόνο.
- Φασολάδα: Εκ του Fa-Sol-La δεν προκειται για κυριολεξία, αλλά περιγράφει μια πολύ απλή αρμονική ακολουθία και λίγο κλισέ.
- Φέτα: rack effects unit
- Φεύγα: Επανάληψη της μελωδίας του κομματιού οργανικά για όσες φορές χρειαστεί κατα την εκτέλεση του τελευταίου κομματιού του προγράμματος, έως ο τραγουδιστής-τρια αποχωρήσει.
- Φλαμάρω: Όταν οι μουσικοί δεν συντονίζονται με ακρίβεια και έχουν χρονικές μικροδιαφορές μεταξύ τους, κάνοντας το σύνολο της μουσικής να μην ακούγεται ενιαίο και ρυθμικό.
- Φλαμενκο: Σε λαικό μουσικό περιβάλλον πρόκειται για μια αρμονική ακολουθία τύπου Im-VII-VI-V7
- Φούτζιμπαλ: To Hi-Hat στο Drumset. Ο όρος έχει προέλθει από ελληνοποιηση του Foot-cymbal.
- Χαβαλές: Η κατάσταση του να παίζεις μουσική με ακουστικά όργανα χωρίς ενίσχυση και μικρόφωνα σε χώρο που είναι θορυβώδης. Η κατάσταση αυτή είναι μια ιδιαίτερα απαιτητική περίσταση που έκανε τους μουσικούς κατά καιρούς εξαιρετικά εφευρετικούς όπως όταν ο κόσμος μίλαγε πολύ δυνατά και δεν έδινε σημασια στη μουσική, οι οργανοπαίκτες χαμήλωναν προοδευτικά την ένταση του παιξιματος, και όταν ο κόσμος σταματούσε και τους πρόσεχε γιατι παρατηρούσε ότι κάτι άλλαξε στο ηχητικο τοπίο, οι μουσικοί συνέχιζαν φούλ δυνατά. «Μας φώναξαν για αρπαχτή σε ένα ταβερνάκι και πάμε και δεν ειχε καθόλου μικροφωνική. Παίξαμε χαβαλέ μέσα στον κόσμο. Η τραγουδίστρια ξελαρυγγιάστηκε και εμάς μας πέσανε τα χέρια.
- Χαλί ή Πλάτες: Σταθερό αρμονικό υπόστρωμα παιγμένο συνήθως από synthesizer
- Χαμπανέρα: Τετράσημος αργός ρυθμός που δεν εχει σχέση με τον αντίστοιχο κουβανικό από τον οποίο προήλθε το γνωστό ρυθμικο μοτίβο που υπάρχει στην κλασσική μουσική στην ομώνυμη άρια από την Carmen του Bizet. H λαϊκή Χαμπανέρα είναι όπως το απορώ του Χριστοδουλοπουλου ή το Γυρισε κοντά μου από τον Στράτο Διονυσίου.
- Χαρτούρα (ή Σταλός): Μειωτικός όρος από πρακτική που γινόταν παλιά σε λαϊκούς μουσικούς όπου ενας πελάτης έφτυνε πάνω σε χαρτονομίσματα και τα κόλλαγε στο κούτελο μουσικών και τραγουδιστών για να εκτελέσουν παραγγελιά. Οι μουσικοί για να το σταματήσουν καθιέρωσαν τη σφουγγάρα ή κουτί. "Το μαγαζί δε δίνει πολλά, αλλά έχει χαρτούρα".
- Χασαπιές (ή μπαστουνιές): Όρος που χαρακτηρίζει το παίξιμο κακού τεχνικά drummer συχνά αυτοδίδακτου. Ο όρος προέρχεται από την κίνηση των χεριών που δεν είναι μικρή και οικονομική αλλά μεγάλη, απότομη και δυνατή όπως κάνει ο χασάπης όταν κόβει κρέας με τη σατήρα. «Πήγα σε μια πανκ συναυλία και ήταν ένας ντράμερ που κοπάναγε κάτι χασαπιές και τα έσπασε όλα. Μεμβράνες και πιατίνια τα πήρε στη μασχάλη».
- Ψεύτικη: Το φαλτσέτο (falsetto). Ψευδοφωνή, ενίοτε εκνευριστική τεχνική που χρησιμοποιείται για να αποδοσει κανεις νοτες πολύ παραπάνω από το κανονικο εύρος της φωνής του. Συχνα για να μιμηθει ηχους γυναικείους ών ανδρας ή να μιμηθει νοτες εκτός κανονικού εύρους. Χαρακτηριστικο παράδειγμα staying alive και You are beautiful του James Blunt.
- Ψηλοχάμηλος: Συνήθως αναφέρεται σε πνευστούς αλλά ταιριάζει και σε τραγουδιστές. Πρόκειται για όρο που περιγράφει μουσικούς που δεν βρίσκονται ποτέ κουρδισμένοι σωστά στον τόνο που πρέπει και είναι μονιμα ή λιγο πιο ψηλά ή λίγο πιο χαμηλά. Αλλά ποτέ in tono. H παρουσία τους σε ένα μουσικό σύνολο διπλα σε άλλους που είναι κουρδισμένοι σωστά δημιουργει ακουστικό χάος. «Ήρθε αυτός ο Κερκυραίος που μας έχει ζαλίσει με τις φιλαρμονικές στο νησί του λες και δεν παιζει άλλος μουσική σε αυτή τα χώρα. Εν τω μεταξύ πήγαμε να παιξουμε και δεν κουρδίζαμε ποτέ. Είναι ψηλοχάμηλος».
- Ψησταριά: Τα πλήκτρα σε περιβάλλον δημοτικής μουσικής. Ο όρος χρησιμοποιείται για την περίπτωση όπου ο μουσικός δεν συνοδεύει κανονικά αλλά χρησιμοποιεί έτοιμα patterns που πατάει πληκτρα μονο οποτε αλλάζει η τονικότητα. Χαρακτηριστικά ως απότοκο της λέξης ο κιθαρίστας μπορεί να του φωνάξει «γύρνα τα σουβλάκια» εάν ξεχαστεί να αλλάξει ακόρντο. Επίσης περιγράφει μια κατάσταση οπου ένα μουσικό σχήμα παίζει πάρα πολύ καιρό το ίδιο ακριβώς ρεπερτόριο και το παιζει με κλειστά μάτια χωρίς να σκεφτεται καθόλου, σαν να ήταν αυτοματοποιημένο.
Ω