1733699175305.png


Στο αρθρο αυτο θα επιχειρησουμε μια επιγραμματικη (λεμε τωρα) χαρτογραφιση των πιο κλασσικων μοντελων flattop ακουστικης κιθαρας, οπως αυτα καθιερωθηκαν απο την Martin και την Gibson κυριως κατα το πρωτο μισο του 20ου αιωνα.

Υπαρχουν πολλα αρθρα/videos εκει εξω που προσπαθουν να χαρτογραφησουν το τοπιο με βαση τα διαφορετικα body shapes που συνανταμε στις ακουστικες κιθαρες, απο parlour μεχρι grand auditorium και παει λεγοντας. Παρολο που εχει μια βαση ολο αυτο, μιας και ειναι απο τα κυριοτερα χαρακτηριστικα που επηρεαζουν την αποκριση και ηχο του οργανου, ειναι επισης χρησιμο να εχουμε μια πιο ολoκληρωμενη εικονα των πιο «κλασσικων» τυπων ακουστικης κιθαρας που μονοπολουσαν την αγορα επι της χρυσης, “formative” εποχης της ακουστικης κιθαρας, μιας και παραμενουν τα αρχετυπα πανω στα οποια βασιζονται τεραστιος αριθμος μοντελων μεχρι και σημερα.

Το σκηνικο δεν διαφερει και τοσο απο αυτο της ηλεκτρικης κιθαρας, οπου η ηγεμονια των 5-6 κλασσικων μοντελων της Fender και της Gibson κρατα καλα μεχρι και σημερα. Αν ξερεις τι εστι Strat, Tele, LP, 335 ηδη εχεις ενα καλο μπουσουλα για εναν αρχαριο. Χωρις φυσικα να σημαινει αυτο οτι ξεγραφουμε ειτε αλλα πιο niche κλασσικα μοντελα ειτε πιο νεες σχεδιασεις. Κοιτωντας πιο ολιστικα τα «κυρια συστατικα» των διαφορων «συνταγων» αποκτα κανεις μια πιο ξεκαθαρη εικονα για τους διαφορους τυπους ακουστικης κιθαρας και τη φιλοσοφια τους.

Προφανως δε μπορουμε να καλυψουμε τα παντα, και σε πολλα απο οσα θα γραφουν εχουν υπαρξει εξαιρεσεις και αλλαγες. Αλλα σε γενικες γραμμες, νομιζω οτι θα μπορει καποιος να παρει μια ιδεα οσον αφορα τις κλασσικες φορμες, και να μπορει να καταλαβει πανω κατω την σχεδιαστικη φιλοσοφια μιας κιθαρας που τον ενδιαφερει και το τι μπορει να περιμενει ηχητικα και παικτικα χωρις να καταφευγουμε σε τσιτατα τυπου «παρλορ μονο για μπλουζ, dreads μονο για εντεχνα με πενα».

Τελος, σκεφτομουν αρχικα να μην βαλω βιντεακια, απο τη μια γιατι υπαρχουν πολλα συγκριτικα μεταξυ των διαφορων σχολων που μπορει να βρει ο καθενας και απο την αλλη επειδη οι διαφορες μεταξυ παικτων και ηχογραφησεων ειναι χαοτικες. Εν τελει αποφασισα οτι ωραιο θα ηταν να υπαρχει κατι να ακουμε οσο διαβαζουμε, οποτε διαλεξα βιντεκια απο το TNAG με (κατα το πλειστον) τις original κιθαρες που συζηταμε, ολα με τον ιδιο παικτη (Carl Miner), στον ιδιο χωρο και με τα ιδια μικροφωνα ωστε να παρουμε τουλαχιστον μια ιδεα περι ηχητικου χαρακτηρα απο μοντελο σε μοντελο.

Ξεκιναμε λοιπον!



MARTIN FLATTOPS
H ακουστικη flat-top κιθαρα οπως την γνωριζουμε σημερα ειναι πρακτικα εφευρεση του C.F. Martin Senior, του πατριαρχη και ιδρυτη της γνωστης Martin Guitar Company. Στα μεσα του 1800 ο C.F. ξεκινησε να καθιερωνει εναν καθαρα αμερικανικο τυπο κιθαρας, βασισμενο προφανως στην κεντροευρωπαικη παραδοση (μαθητευσε διπλα στον Stauffer εξαλλου), με επιρροες απο την πρωιμη ισπανικη παραδοση (κατα την Cadiz σχολη) αλλα με χαρακτηριστικα εκ γενετης αμερικανικα – σταδιακα κανουν την εμφανιση τους μεγενθυμενα σωματα (αν και ακομα μικροσκοπικα με τα σημερινα standards), συρματινες χορδες, το γνωστο πλεον X bracing και γενικα ολα τα χαρακτηριστικα που σημερα αντιλαμβανομαστε ως διαφοροποιητικα στοιχεια μεταξυ μιας ακουστικης και μιας κλασσικης (πχ) κιθαρας.

Για αρχη ας κανουμε μια επιγραμματικη επεξηγηση περι της ονοματολογιας των Martin. το πρωτο κομματι του ονοματος (00, OM, D) υποδεικνυει το σχημα του σωματος και το δευτερο (18,28,45) το style, δηλαδη το πακετο απο specifications σχετικα με την ξυλεια και το διακοσμο της κιθαρας. Κατα κανονα οσο μεγαλυτερο το νουμερο τοσο ακριβοτερο και πιο φανταχτερο το οργανο. Τα πιο κλασσικα styles τα οποια θα αναφερθουν εδω εχουν ως εξης:
· Style 15 (και παλαιοτερα, 17): Mahogany top, mahogany back and sides.
· Style 18: Spruce top, mahogany back and sides.
· Style 28: Spruce top, rosewood back and sides.
· Style 42 & 45: Spruce top, rosewood back and sides, fancy pearl binding & inlays.

Αν παρουμε μια οποιαδηποτε κιθαρα, πχ μια Martin Dreadnought, θα παρατηρησουμε οτι αναμεσα στα διαφορα styles (πχ D-15, D-18, D-28) εχουμε φυσικα διαφορες στην εμφανιση και στον ηχο λογω των διαφορετικων ξυλων. Ο «σκελετος» ομως παραμενει ιδιος – υπαρχουν καποια βασικα χαρακτηριστικα σχετικα με τον ογκο, την ατακα και το blend του ηχου τα οποια καθοριζονται σε μεγαλο βαθμο απο το σχεδιο και τις διαστασεις του σωματος, το bracing, τη σχεδιαση της γεφυρας και την κλιμακα του μανικιου, με τα ξυλα να λειτουργουν περισσοτερο σαν «eq» επανω σε αυτη τη βαση (ή τουλαχιστον, ετσι το βρισκω χρησιμο να το σκεφτομαι εγω, your mileage may vary).

Δε θα επεκταθουμε παραπανω περι ξυλων εδω – υπαρχουν πολλα καλοφτιαγμενα βιντεο στο Youtube (προσωπικη προτιμηση τα παλια A/B comparison στο Acoustic Letter με τον Tony Polecastro αλλα και τα βιντεο του Ian Meadows) οπου γινεται συγκριση κατα τα αλλα πανομοιοτυπων οργανων με διαφορετικα tonewoods ωστε να παρετε μια ιδεα σχετικα με το eq του καθενος.


0, 00 and 000 12-frets
Ξεκιναμε στις αρχες του 20ου αιωνα. Οι κιθαρες που προσεφερε η Martin αυτο τον καιρο (και κατ’επεκταση οι κιθαρες που προσεφερε και ο ανταγωνισμος τους) ειναι ολες πανω κατω παραλλαγες της ιδιας συνταγης που καθιερωθηκε προς τα τελη του 19ου αιωνα, διαθεσιμες σε διαφορετικα μεγεθη. H συνεχης αναγκη για οργανα με δυνατοτερη ενταση, ειδικα καθως η κιθαρα αρχιζει να γινεται απο οργανο του σαλονιου οργανο μπαντας, αναγκαζει την Martin να «φουσκωνει» καθε τρεις και λιγο τη γραμμη της με ολο και μεγαλυτερες υλοποιησεις της ιδιας συνταγης. Αυτες που μας ενδιαφερουν πλεον στα τελη της δεκαετιας του ΄20 ειναι τα μοντελα 0, 00 και 000.

1733699205893.png

Martin 0-18 (1928)

Οι κιθαρες αυτες εχουν ενα σχημα σωματος που θυμιζει αρκετα αυτο της κλασσικης κιθαρας, ειδικα τις πρωιμες ισπανικες κιθαρες με τα στενα slopped shoulders. Το μεγεθος του σωματος, που το μετραμε τυπικα σε ιντσες (στο πλατυτερο σημειο του σωματος), μετραει 13.5’’ στην 0, 14.3” στην 00 και τελος η 000 ειναι η μεγαλυτερη με σωμα στις 15”. Το παχος του σωματος επισης αυξανεται σιγα σιγα μαζι με το πλατος, απο μοντελο σε μοντελο. Η 0 λοιπον ειναι αυτο που σημερα θα λεγαμε parlor κιθαρα, ισως και concert, ενω την 000 μπορει να τη χαρακτηριζαμε ως auditorium.

Περαν του σωματος, οι κιθαρες αυτες ηταν κατα τα αλλα τυπικα ιδιες σε specs. Το μανικι ενωνεται με το σωμα στο 12ο ταστο (και οχι στο πολυ πιο συνηθες σημερα 14ο), το scale length ειναι 24.9” (πιο κοντο απ’οτι οι αλλες Martin που θα δουμε), τα μανικια ειναι συνηθως αρκετα μπαμπατσικα, με σχετικα σκληρο V προφιλ και επισης συνηθως εχουμε slotted headstocks και την μικρη, ισια pyramid γεφυρα. Τα ξυλα και ο διακοσμος προφανως πανε αναλογα με το style.

1733699214113.png

Martin 00-21 (1916).

Oι κιθαρες αυτες διαφερουν ηχητικα προφανως απο μοντελο σε μοντελο λογω διαφορας σωματος. Αλλα σε γενικες γραμμες προκειται για οργανα με focused και ισορροπημενο ηχο, πιο boxy και intimate με την μικρη 0 και πιο ανοικτο και γεματο με την 000, με την 00 οπως θα περιμενε κανεις καπου στην μεση.Δεν εχουν τρομερα γεματα μπασα λογω μεγεθους (ειδικα η 0 ειναι ισως για πολλους αναιμικη) και ο ηχος τους χαρακτηριζεται περισσοτερο απο καλο string separation παρα το blended, boomy sound μεγαλυτερων οργανων.

Το 12-fret μανικι (μιλαμε για το neck joint σημειο παντα) ειναι το πιο σημαντικο διαφοροποιητικο χαρακτηριστικο αυτης της oικογενειας, καθως οπως θα δουμε απο την δεκαετια του ‘30 και μετα καθιερωθηκε το neck joint στο 14ο ταστο ως το νεο νορμαλ. Η αλλαγη αυτη εχει σημαντικο αντικτυπο στο στησιμο και στον ηχο της κιθαρας και δεν περιοριζεται απλα στη διαφορα προσβασης στα ψηλα ταστα. Με την μετατοπιση του μανικιου ερχεται και μετατοπιση της γεφυρας σε σχεση με το καπακι και το bracing, αλλαζει ετσι και η αποκριση του οργανου, το attack και το sustain. Τα cowboy chords στην ανοικτη θεση ξαφνικα βρισκονται λιγο πιο μακρια και θελουν τεντωμα περισσοτερο του ωμου, το χερι πεφτει σε ελαφρως διαφορετικη θεση κατα μηκος της χορδης και παει λεγωντας.

Αυτες οι διαφορες μεταξυ 12-ταστου και 14-ταστου neck joint, μαζι και με το ανανεωμενο ενδιαφερον σε παλιες μουσικες και παιξιματα (πχ country blues) εχει οδηγησει στην διατηρηση των παλαιων αυτων 12-ταστων οργανων ως εναλλακτικη στην πλειοψηφια, καθως υπαρχει μεριδιο παικτων που θεωρει οτι οι 12-ταστες υπερτερουν παικτικα/ηχητικα. Και επειδη οταν μιλαμε για 12-ταστες μιλαμε κατα 90% για οργανα αντιγραφα αυτων των παλαιων Martin, ειναι χρησιμο να εχουμε υποψην οτι τα specs που αναφεραμε πανω (πχ το V profile) συχνα πανε πακετο, οποτε θα δουμε οργανα με παρομοια σετ specs σε καθε κατηγορια τιμης.


ΟΜ and the 14-fret 0,00 and 000
Η ΟΜ ηταν προιον των τασεων της εποχης – το banjo, που μεσουρανουσε επι ΄10s και ‘20s ξαφνικα επεσε στην αφανεια, και η κιθαρα πηρε τη θεση του ως το de facto εγχορδο μπαντας. Πολλες εταιρειες προσπαθουσαν να τραβηξουν τους πρωην banjoists και νυν κιθαριστες προσφερωντας τους μια πιο «οικεια» παικτικη εμπειρια (με αποκορυφωμα τις διαφορες tenor κιθαρες, 4-χορδες και κουρδισμενες σε 5ες οπως το tenor banjo). Ενα απο τα πραγματα που δοκιμαστηκαν λοιπον ηταν η βελτιωση της προσβασης στα υψηλοτερα ταστα, ειδικα στη 12η θεση της οκταβας που ηταν «μπλοκαρισμενη» στις κιθαρες μεχρι τοτε. Το 1929 ο Perry Bechtel (γνωστος bandleader της εποχης) παει στο εργοστασιο της Martin, βλεπει καποιες πρωτες «long-neck» αποπειρες και ζηταει να του φτιαξουν μια 000-28 με το νεο 14-fret μανικι. Voila, γεννιεται η Martin OM.

Η νεα OM δεν ηταν απλα μια 000 με το μανικι τραβηγμενο πιο «εξω». Αν γινοταν μονο αυτο η γεφυρα θα επρεπε να ανεβει κατα την αντιστοιχη αποσταση πολυ πιο πανω στο σωμα και αυτο δημιουργουσε προβληματα πολλων ειδων. Για να ελαχιστοποιηθει λοιπον η μετατοπιση της γευφρας η Martin επανασχεδιασε το πανω μερος του σωματος, φερνοντας τα upper bouts πιο αποτομα προς τα μεσα, ωστε να βρουν το μανικι λιγο πιο νωρις, στο 14ο πλεον ταστο, δημιουργωντας το κλασσικο πλεον square-shoulder look.

1733699225427.png

Συγκριση μεταξυ 0, 00 και 000 με 12-fret necks και μια OM με 14-fret neck, με εμφανη τη διαφορα στο πανω μερος του σωματος. Σημειωση – η συγκεκριμενη OOO-28VS εχει ηδη το μακρυτερο scale της OM. Γραφικο απο https://www.dhaenensguitars.com

Μαζι με το νεο σχεδιο του σωματος ηρθαν και καποιες ακομα αλλαγες. Το scale length αυξηθηκε απο 24.9” σε 25.4” (για βελτιωμενο projection και ενταση με τις βαρυτερες χορδες που γινοταν της μοδας), το bracing εγινε λιγο πιο ελαφρυ, το slotted headstock αντικατασταθηκε απο solid headstock και η γεφυρα απεκτησε το χαρακτηριστικο belly (οπου ειναι πλατυτερη στο κεντρο) ενω ανεβηκε και ενα τσικ προς το soundhole. Αρχιζουν να κανουν και την εμφανιση τους τα pickguards ως στανταρ, ενω τα μανικια πλεον ειναι λιγο πιο μοντερνα και σπανιζει πλεον το εντονο V προφιλ.

To νεο 14αρι μανικι απεδειχθη τεραστιο χιτ – αν και οπως ειπαμε υπαρχουν κιθαριστες που προτιμουν τα ιδιαιτερα χαρακτηριστικα των παλαιωτερων 12fret, για τους περισσοτερους το 14αρι και η παικτικη ανεση που προσφερει ειναι μακραν προτιμωτερο. Συντομα μετα την εμφανιση της OM η Martin «ανανεωσε» και τα μικροτερα 0 και 00 μοντελα με το νεο μανικι, επανασχεδιαζοντας παλι τα upper bouts του σωματος. Διατηρησαν ομως το παλαιο, κοντυτερο scale length των μικροτερων μοντελων, και εν τελει κατεληξαν να κυκλοφορουν και την OΜ και 14-fret 000 – κιθαρες σχεδον πανομοιοτυπες δηλαδη παρα για την διαφορα στο scale length και…το σχημα του pickguard (η OM εχει ενα πολυ χαρακτηριστικο μικρο teardrop pickguard, ενω οι 00,000 και Dreadnought που θα δουμε αργοτερα εχουν κανονικου μεγεθους teardrop που αγκαλιαζει ολοκληρο το soundhole).

1733699236408.png

Martin 00-17 (1950).


Για να συνοψισουμε λοιπον, η αλλαγη απο 12αρι σε 14αρι μανικι για τις 0, 00 και 000 ηρθε πακετο με ελαφρως κοντυτερα σωματα, τετραγωνισμενα shoulders, belly bridges, solid headstocks και στην περιπτωση της OM μεγαλυτερο scale length. Πλεον συνανταμε κυριως αυτες τις 14-fret εκδοχες, αν και οπως ειπαμε επιβιωνουν και οι 12-fret βερσιον του προηγουμενου κεφαλαιου.


The Martin Dreadnought

To 1934 κανει την εμφανιση της η Dreadnought, η κιθαρα που ειναι μεχρι και σημερα με διαφορα ο πλεον διαδεδομενος τυπος ακουστικης κιθαρας με τη χαρακτηριστικη πλατια μεση και τον ογκωδη, boomy ηχο.

Οι ριζες της Dreadnought πανε στην πραγματικοτητα ολιγον τι πιο πισω, ξεκινωντας το 1915 απο ενα υπερμεγεθες (για την εποχη του) custom οργανο που εφτιαξε η Martin για τον Χαιβανεζο μουσικο Kealakai. Η εταιρεια Ditson, μεγαλο musical publishing house της εποχης, αναθετει στην Martin να τους φτιαξει μια in-house σειρα οργανων (OEM), συμπεραλαμβανωμενων και μερικων τετοιων «υπερτροφικων» flattops – αυτες οι Martin-made Ditson ηταν ουσιαστικα οι πρωτες dreadnought. Οι κιθαρες δεν ηταν καμια ιδιαιτερη επιτυχια και μερικα χρονια μετα η Ditson φαληριζει (για ασχετους λογους) οποτε η Martin αποφασιζει διστακτικα να κυκλοφορησει αυτες τις νεες κιθαρες υπο το δικο της ονομα. Τις περναει εν καιρω και αυτες απο την «μοντερνοποιηση» του 14-fret neck και το 1934 επισημως εμφανιζονται πλεον στον καταλογο της Martin οι D-18 και D-28. Παραλληλα εμφανιζονται και οι πρωτες custom-ordered D-45, οι Rolls Royce του ακουστικου κοσμου, αλλα μιας και η διαφορα μεταξυ τους και των φτηνωτερων μοντελων ηταν κατα 99% κοσμητικη δε θα τις συζητησουμε περαιτερω εδω.

1733699246876.png

Martin D-28 (1941)

H Dreadnought συντομα αλλαξε τελειως το τοπιο της ακουστικης κιθαρας. Ηταν ενα οργανο τεραστιο για την εποχη του, πολυ μεγαλυτερη απο μια 000/ΟΜ και με αισθητα δυνατοτερο ηχο με τρομερα δυνατα μπασα. Η δυνατοτητα της να ακουστει ξεκαθαρα εν μεσω αλλων οργανων στο πλαισιο μιας μπαντας ηταν (και παραμενει) κλασεις ανωτερη απο οτιδηποτε αλλο κυκλοφορουσε τοτε.

Οι τυπικες Dreadnought εχουν πλατος 15.6’’ στο lower bout. Το βαθος του σωματος ειναι επισης μεγαλυτερο, κοντα στις 4 3/4’’ στο βαθυτερο του σημειο. Το bracing τελος ειναι βαρυτερο, φτιαγμενο απο καμαρια μεγαλυτερου πλατους ωστε να αντεπεξελθει στις αναγκες του μεγαλυτερου σωματος. Αλλα το πιο χαρακτηριστικο ισως σχεδιαστικο στοιχειο ειναι το ποσο διογκωμενες ειναι στην περιοχη της μεσης – πολυ πιο πλατια απο μια OM ή μια ισπανικη κλασσικη, ποσο μαλλον παλαιοτερες κιθαρες, η Dreadnought ειναι σχεδον τετραγωνισμενη. Διατηρει τελος το belly bridge, το solid headstock και την κλιμακα 25.4’’ που ηρθαν με την OM.

Ο αυξημενος ογκος του σωματος δημιουργει εναν ηχο οχι μονο δυνατοτερο σε ενταση, αλλα και με τεραστιο βαθος και εντονα μπασα, πραγματικο κανονι σε σχεση με τις μικροτερες κιθαρες. Πολυ χαρακτηριστικος ειναι και ο blended ηχος τους, με τις συγχορδιες να σκανε σαν ενα wall of sound αντι για τον ξεκαθαρο, note-for-note defined ηχο που εχουν οι μικροτερες κιθαρες – ενα χαρακτηριστικο που για πολλους ειναι συνυφασμενο με τον «κλασσικο» ηχο ακουστικης κιθαρας α λα open chord strumming.




Μιας και συζηταμε τις dreads, πρεπει να αναφερουμε και μερικους ορους που σχετιζονται με μια σειρα αλλαγων που επηλθαν κυριως προς τα μεσα του ’40, και που οδηγησαν σε μια κατηγοριοποιηση των οργανων σε pre-war και post-war προτυπα. Οι αλλαγες αυτες ειχαν να κανουν τοσο με τα υλικα οσο και με τον τροπο κατασκευης των dreadnoughts και ειχαν ως αποτελεσμα σημαντικες αλλαγες στον ηχο και την αποκριση, με τον βασικο χαρακτηρα του ηχου βεβαια να διατηρειται.

Οι σημαντικες αλλαγες ηταν στο bracing – η Μartin μεχρι και τοτε χρησιμοποιουσε scalloped braces, braces δηλαδη που ηταν σκαμμενα κατα το μηκος τους. Aυτο μειωνει το βαρος τους και εχει ως αποτελεσμα συνηθως ενα οργανο πιο ελαφρυ, πιο responsive και πιο «αερατο» στον ηχο του. Με το περας του πολεμου παυουν να το κανουν αυτο και τα braces ειναι πλεον μασιφ, non-scalloped. Αυτο ειναι και φτηνοτερο ως παραγωγικη διαδικασια αλλα και πιο στιβαρο και ανθεκτικο, πραγμα χρησιμο μιας και ολο και βαρυτερες χορδες γινοντουσαν της μοδας. Το X brace επισης γινεται forward-shifted, μετακινειται δηλαδη η διασταυρωση του Χ πιο πανω στο καπακι, πιο κοντα στην ακρη του soundhole.

Ηχητικα χανεται λιγο απο αυτο τον αερατο χαρακτηρα που ειχαν οι pre-war dreads αλλα οι κιθαρες αποκτουν ακομα περισσοτερο projection και punch. Δεν ειναι δηλαδη απαραιτητα αρνητικη η αλλαγη, περι ορεξεως κολοκυθοπιτα, αν και πολυς κοσμος προτιμα/φετιχοποιει την παλια, pre-war συνταγη.



Περαν των αλλαγων στο bracing ειχαμε και αλλαγες στην ποικιλα ελατου για το καπακι (απο Adirondack spruce πηγαν σε Sitka spruce), απλοποιηθηκαν τα fingerboard inlays και το χαρακτηριστικο herringbone trim του στυλ 28 αντικατασταθηκε απο multi-ply ασπρομαυρο binding. Μεχρι και σημερα οι dreads της standard σειρας της Martin ακολουθουν την post-war συνταγη των forward shifted, non-scalloped braces ενω εδω και δεκαετιες εχει εισαχθει η σειρα HD (H for Herringbone) που επαναφερει σε γενικες γραμμες την pre-war συνταγη.

Τελος, μια ιδιατερη μνεια για την D-35, ενα μελος της dreadnought οικογενειας που εμφανιστηκε αρκετα αργοτερα, το 1965. H D-35 ειναι ενα οργανο που ενω επιφανειακα μοιαζει σχεδον ιδια με μια D-28, στην πραγματικοτητα ειναι a completely different animal, διαφορετικη απο καθε αλλη Martin Dreadnought σε βαθμο που εχει δημιουργησει ενα υπο-ειδος δικο της. Το χαρακτηριστικο αυτης της κιθαρας ειναι η πλατη της, που ειναι φτιαγμενη απο 3, αντι για 2, κομματια rosewood. Το σκεπτικο εδω ηταν οτι η Martin ειχε αρχισει να μαζευει στις αποθηκες της αρκετα κομματια του ηδη σπανιου Brazilian rosewood τα οποια δεν ηταν αρκετα μεγαλα, ή ειχαν στα ακρα τους ατελειες που τα καθιστουσαν ακαταλληλα για την κατασκευη μιας dreadnought πλατης. Αν ομως η πλατη ειναι φτιαγμενη απο 3 μικροτερα κομματια, αντι για 2 κομματια των 8’’, τοτε μπορουν να αξιοποιηθουν αυτα τα μικρα κομματια.

1733699259646.png

H 3-piece πλατη μιας D-35 (1967).

Η Martin βεβαια δεν ηταν ο πρωτος κατασκευαστης που πειραματιστηκε με 3-piece backs (ή και καπακια) και σιγουρα γνωριζαν τον αντικτυπο που θα ειχε αυτη η κινηση. Μια 3-piece πλατη δεν ειναι απλα διαφορετικη κοσμητικα απο μια 2-piece, αλλα ειναι και αρκετα πιο δυσπλαστη και αδρανης. Το αποτελεσμα ηταν οτι, κρατωντας την υπολοιπη συνταγη ιδια, η κιθαρα ειχε υπερτροφικα μπασα και τρομερα μουντο, λασπωμενο ηχο. Χρειαζοταν λοιπον και επανασχεδιασμος του bracing ωστε να διορθωθει η κατασταση, και εν τελει η D-35 κατεληξε να εχει ελαφρυ bracing φτιαγμενο απο πιο στενα κοματια ξυλου απ’οτι οι υπολοιπες Dreadnought, σαν αυτα που χρησιμοποιουσαν για την OM. Ηχητικα η D-35 ειναι μια κιθαρα με παρα πολυ ζωντανη και αμεση αποκριση που δεν ειναι ισως τυπικη μιας dread. Δεν εχει επισης τα τονισμενα μεσαια και το thump μιας D-18 ή D-28 και γενικα εχει το λιγοτερο «dread» χαρακτηρα απο ολες στα αυτια μου, ενω συνεχιζει να ακουγεται ογκωδης και με τρομερα μπασα.

H D-35 αν και ξεκινησε ως εναν τροπο να μη πανε χαμενα τα ξυλα στην αποθηκη εν τελει κατεληξε να ειναι πολυ δημοφιλης, και μαλιστα για καποιο καιρο ειχε ξεπερασει σε πωλησεις και την D-28. Η δημοφηλια της κατα την δεκαετια του ’70 ηταν και ενας απο τους λογους που συνανταμε παρα πολυ συχνα 3-piece πλατες σε ιαπωνικες lawsuit-era ακουστικες, αν και ειναι αμφιβολο κατα ποσο ακολουθουν τη συνταγη και στο ηχητικο κομματι.

The Martin Jumbos
Θα κλεισουμε το κομματι περι Martin με μια πολυ συντομη αναφορα στις 2 κιθαρες της Martin που θα μπορουσαν να χαρακτηριστουν ως Jumbo, καθαρα για λογους πληροτητας (στην κατηγορια αυτη οπως θα δουμε αργοτερα δεσποζει η Gibson). Την δεκαετια του ΄60 η Martin αποφασισε οτι ισως ηταν καλο να εχει καποια αντιστοιχα οργανα, εν μερει επειδη υπαρχει αρκετα μεγαλο χασμα απο την ΟΜ/000 μεχρι την Dreadnought. Κυκλοφορησαν ετσι τα μοντελα M (ή και 0000) και J. Η M ειναι, οπως το ανεπισημο της ονομα υποδηλωνει, μια μεγενθυμενη 000/OM – κραταει τη γενικη γραμμη/σχεδιο της σειρας αλλα πλεον πιανει τις 16’’ πλατος, με το παχος του σωματος να παραμενει πανω κατω ιδιο με μια 000. Η J απο την αλλη παει ενα βημα παραπερα και συνδυαζει το 16’’ σωμα της M με το αυξημενο βαθος/παχος της D.



GIBSON FLATTOPS
H Gibson ιδρυεται το 1900 και ξεκιναει προσφερωντας μαντολινα και κιθαρες φτιαγμενες κατα την violin-making archtop παραδοση, καινοτομια που ειχε εισαγει ο Orville Gibson στα τελη του 19ου αιωνα. Σιγα σιγα αρχιζουν να εμφανιζονται τα κλασσικα οργανα της εποχης, ειδικα και με τη συμμετοχη του Loyd Loar, οπως η L5 και το αντιστοιχο μαντολινο F5.

The small-bodied Gibsons
Βλεπωντας ομως οτι η flattop ακουστικη κιθαρα εχει αρχισει να κερδιζει εδαφος αποφασιζουν να μπουν και αυτοι στο χωρο, και ξεκινανε μετατρεπωντας το 1926 τα μοντελα L-1 και L-0 απο archtop σε flattop. Οι πρωτες αυτες Gibson flattops ηταν μικρα οργανα, με το μεγεθος του σωματος οριακα μεγαλυτερο απο μια Martin 00 αλλα με αρκετα διαφορετικο σχημα, με το lower bout ειδικα να παραμενει ιδιαιτερα στρογγυλο κατα τα προτυπα των πολυ πρωιμων archtop. Ειχαν spruce καπακι, με maple/birch πλαινα για την L-1 και birch αρχικα και μετεπειτα μαονι για την L-0, με την κλιμακα του μανικου περιπου στις 25’’ και 12-fret body joint. Mια τετοια L-1 ειναι η κιθαρα που κραταει στη γνωστη του φωτογραφια ο πατερας των delta blues Robert Johnson (αν και υπαρχουν αμφιβολιες σχετικα με το αν οντως ηταν δικια του).
1733699268468.png

O Robert Johnson με μια L-1.

Το 1932 μοντερνοποιουνται, και η Gibson εισαγει την L-00 που γινεται και το μακραν πιο δημοφιλες οργανο της σειρας. Το σχημα του σωματος παραμενει σε διαστασεις πολυ κοντινες με την Martin 00, με το στρογγυλο κατω μισο να εχει αλλαξει τωρα σε ενα πολυ πιο τυπικο (με σημερινα δεδομενα) προφιλ. Το καπακι ειναι απο ελατο, τα πλαινα και η πλατη απο μαονι, το μανικι βρισκει το σωμα στο 14ο ταστο (χωρις να ειναι τα upper bouts οσο τετραγωνισμενα οσο σε μια μεταγενεστερη 14-fret Martin 00) και η κλιμακα ειναι στις (κλασσικα πλεον για Gibson) 24.75’’.
1733699327879.png

Gibson L-00 (1933)

Τον ιδιο καιρο κυκλοφορουν και Hawaiian εκδοχες του ιδιου μοντελου, υπο το ονομα HG-00. Oι HG εχουν τυπικα πιο στιβαρη κατασκευη με βαρυτερο bracing, πλατυτερο nut width και 12-fret necks – oι περισσοτερες που επιβιωνουν εχουν μετατραπει για κανονικο παιξιμο αλλα συνηθως θεωρουνται καπως υποδεεστερες των L-00 μιας και δεν ‘’κινουνται’’ το ιδιο ευκολα.





Αυτες οι κιθαρες εχουν ισως μεινει γνωστες ως οι penultimate blues ακουστικες κιθαρες. Ο ηχος τους εχει πολλα απο τα χαρακτηριστικα των Martin 00 (focused and tight, σχεδον boxy) αλλα ειναι σχετικα πιο ξηρος και ξυλινος, συχνα χωρις την φινετσα και τον αρμονικο πλουτο που ειχαν οι Martin της εποχης αλλα με μια καταπληκτικη μουσικοτητα. Χαρακτηριστικο τους ηταν επισης το ποσο ελαφρια φτιαγμενες ηταν. Τα braces, η γεφυρα και ειδικα το bridgeplate σε αυτες τις early 30s L-00s ηταν μικροσκοπικα συγκριτικα με αλλες κιθαρες παρομοιου μεγεθους. Το αποτελεσμα ηταν ενα τρομερο responsiveness, με παρα πολυ αερα στον ηχο και εντονο resonance. Δεν ειναι και οτι καλυτερο ομως για καποιον με βαρυ χερι, καθως λογω κατασκευης οι κιθαρες αυτες δεν εχουν μεγαλο headroom και κομπρεσαρουν σχετικα γρηγορα.

Aργοτερα τη δεκαετια του 40 η Gibson αντικατεστησε την L-00 απο μια νεα σειρα οργανων, τις LG. Αυτες οι κιθαρες ειχαν περιπου το ιδιο σωμα και διατηρουσαν παρομοιο ηχητικο χαρακτηρα, αλλα βγαινανε σε περισσοτερες...γευσεις. Η LG-0 ειχε μαονι καπακι, πλαινα και πλατη με ladder bracing, η LG-1 ειχε sunburst φινιρισμα, ελατο καπακι, μαονι πλαινα και πλατη και ladder bracing, η LG-2 ειχε sunburst φινιρισμα, ελατο καπακι, μαονι πλαινα και πλατη αλλα τωρα με X-bracing και η LG-3 ηταν ιδια με την LG-2 αλλα με natural finish. Κλιμακα 24.75’’ και 14-fret neck joint οπως και πριν, αν και η κατασκευη τους ειναι πλεον πιο στιβαρη οποτε ατονει ελαφρα και ο σουπερ ανοικτος χαρακτηρας των early 30s L-00.




Η LG-0 και η LG-1 ειχαν οπως ειπαμε το χαρακτηριστικο οτι ηταν ladder braced, κατι που δεν το συνανταμε αλλου στις κιθαρες αυτες τις λιστας – ηταν κατι που απαντωταν μονο σε φτηνα οργανα (οπως πχ οι Kalamazoo-branded κιθαρες που εφτιαχνε η Gibson, και οι διαφορες Harmony, Kay, Stella κλπ της εποχης). To ladder bracing εχει ενα πολυ ιδιαιτερο χαρακτηρα, με τα μπασα να ειναι σχετικα αποδυναμωμενα και ενα σχεδον nasal-like χαρακτηρα στα υψηλομεσαια. Ακουγονται ακομα πιο boxy και εχουν τους φαν τους ειδικα στο old-school blues στυλ παιξιματος.

J-45 & Slope-shouldered Dreadnoughts
Φτανουμε πλεον και στo αντιπαλο δεος, τις Dreadnought της Gibson και συγκεκριμενα την J-45, την κιθαρα που εχει κερδισει τον τιτλο του songwriter’s workhorse.

1733699318240.png

Gibson J-45 (1944 Banner)

Mε την εμφανιση των πρωτων Martin Dread η Gibson συνειδητοποιησε οτι χρειαζοταν ενα οργανο που να μπορουσε να τις ανταγωνιστει σε ογκο και ενταση, οποτε και το 1934 εμφανιζει την δικη της απαντηση – την Gibson “The Jumbo”. H Jumbo ηταν μια κιθαρα μεγεθους και σχηματος αρκετα παρομοιο με αυτο της Martin Dreadnought, ελαχιστα μεγαλυτερη με 16’’ πλατος στο lower bout αλλα με πιο στενους, sloped ωμους που θυμιζανε περισσοτερο τις παλαιες 12-fret Martin (παρολο που η συγκεκριμενη κιθαρα ειχε 14-fret neck) και scalloped X-bracing.

Παρενθετικα εδω να σημειωσουμε πως υπαρχει ενα μικρο ετυμολογικο μπερδεμα, καθως η Gibson μετεπειτα θα εβγαζε αλλες κιθαρες, με τελειως διαφορετικο σχημα, οι οποιες φεραν το ονομα Jumbo και εκτοτε ο ορος εγινε συνωνυμος με αυτο τον δευτερο τυπο κιθαρας – ολη η οικογενεια κιθαρων που συζηταμε στο παρον κεφαλαιο απεκτησε τον χαρακτηρισμο «slope-shoulder/round-shoulder dreadnought» κατ’οπιν εορτης.

Πολυ συντομα η Jumbo εξελισεται σε 2 αλλα μοντελα, την J-35 και την Advanced Jumbo. Η J-35 ηταν η no frills υλοποιηση της Jumbo, ως εναλλακτικη στην D-18 της Martin, ενω η Advanced Jumbo ηταν σχεδιασμενη να κοντραρει την D-28. Και οι δυο κιθαρες διατηρουν το slope-shouldered design της Jumbo, με την J-35 να χρησιμοποιει μαονι για τα πλαινα και την πλατη ενω η Advanced Jumbo χρησιμοποιει rosewood (κατι που σπανιζε στον καταλογο της Gibson) και εχει και πλουσιοτερο διακοσμο. H J-35 εχει το κλασσικο πλεον Gibson scale length 24.75’’ ενω η Advanced Jumbo, παλι σε προσπαθεια να κοντραρει τον ηχο και την αισθηση της D-28 ειχε 25.5’’ scale. Μολις λιγα χρονια μετα η Advanced Jumbo, ως ακριβο οργανο που ηταν εξαφανιζεται λογω κρισης/πολεμου (rip, κατα πολλους ισως οι καλυτεροτερεστερες κιθαρες ολων των εποχων) και η J-35 υποκειται μια ανανεωση και επανασχεδιασμο του bracing της και εμφανιζεται ως η J-45 πλεον.




Η J-45 απο την εισαγωγη της το ’42 καθιερωθηκε γρηγορα ως μια απο τις πιο πετυχημενες ακουστικες κιθαρες ολων των εποχων. Ο ηχος της εχει πολλα παρομοια χαρακτηριστικα με τις Martin Dreadnought, μιας και ειναι αρκετα κοντα σχεδιαστικα – ογκος, ενταση, blended ηχος και ολα τα κλασσικα χαρακτηριστικα των dreadnought δινουν και εδω το παρων, αλλα με ενα δικο τους twist. O ηχος της J-45 ειναι πιο μαλακος και μαζεμενος απο τις αντιστοιχες Martin, εν μερει και λογω του μικροτερου scale length (24.75’’) – τα μπασα ειναι ολιγον τι πιο «λαστιχωτα» αντι για thunderous οπως των Martin, και εχουν ενα πολυ χαρακτηριστικο γρυλισμα στα χαμηλομεσαια. Oπως και με τις μικροτερες Gibson, εχουν μια χαρακτηριστικη ζεστασια στον ηχο τους, ακουγωνται σχετικα πιο woody και fundamental-heavy.

Aυτος ο χαρακτηρας εχει καταστησει την J-45 ισως ως την πιο πετυχημενη singer-songwriter κιθαρα, μιας και ευκολα ακουγεται γεματη αλλα χωρις να «παταει» στη φωνη, σε βαθμο που θα δυσκολευτειτε να βρειτε γνωστο τροβαδουρο απο country μεχρι rock που να μην εχει εμφανιστει με μια κατα καιρους. Χωρις αυτο να σημαινει οτι περιοριζεται η χρησιμοτητα τους στο strummy vocal accompaniment ρολο – ειναι απο τις πιο ευελικτες ακουστικες κιθαρες, οι telecaster του ακουστικου κοσμου if you will. Καθονται παντου καλα.

Mε τα χρονια οι J-45 εχουν κυκλοφορησει σε χιλιες δυο παραλλαγες, συμπεριλαμβανομενης μιας ατυχους περιοδου στις αρχες του ‘70 που μεταμορφωθηκαν για λιγο σε κακες square shouldered dread χωρις λογο. Αλλα τα κλασσικα τους ξαδελφια, με τα οποια διαφερουν κατα κορον αισθητικα και σχεδον καθολου ηχητικα/παικτικα ειναι η J-50 (η ιδια κιθαρα, απλα σε natural αντι για sunburst), η Southern Jumbo (μια J-45 με περισσοτερο binding και split parallelogram inlays αντι για dots) και η Country & Western (που ειναι μια Southern Jumbo, απλα σε natural αντι για sunburst).



The Hummingbird and the Dove.
Επιγραμματικα ας δουμε και 2 ακομα Gibson dreadnoughts, square shouldered αυτη τη φορα, που γινανε επισης χιτ με το singer-songwriter crowd και ειδικα αυτους που θελανε να κανουνε και λιγο εντυπωση επι σκηνης – η Gibson Hummingbird και η Gibson Dove.
1733699344309.png

Gibson Hummingbird (1965)

Η Hummingbird εμφανιστηκε το 1960 και ηταν η πρωτη square-shouldered Gibson dreadnought. Παρολο που η J-45 and co. ειχαν καθιερωσει τις Gibson dreads ως κατι το διαφορετικο (εμφανισιακα και ακουστικα) απο τις αντιστοιχες Martin, η Gibson αποφασισε να δοκιμασει την τυχη της και με ενα πιο παραδοσιακο, square-shouldered dreadnought design. Κυκλοφορησε ετσι την Hummingbird, μια square-shouldered κιθαρα με spruce top, μαονι πλαινα και πλατη, 24.75’’ scale και εντονο διακοσμο που θα ζηλευε καθε country star της εποχης, centrepiece του οποιου ηταν το pickguard με το ομωνυμο πτηνο. Λογω του ελαφρα μεγαλυτερου σωματος εχει λιγο περισσοτερο ογκο, ενταση και high end απο την J-45 αλλα χωρις να φτανει την D-18. H δεκαετια του ’60 στην Gibson ηταν γενικοτερα συνηφασμενη με ολο και βαρυτερα builds, τεραστια bridge plates και γεφυρες με bolts και adjustable saddles που οδηγησαν σε εναν χαρακτηριστικο thumpy ηχο της εποχης τον οποιο η Hummingbird αντιπροσωπευει αρκετα τυπικα. Eιναι επισης αλλη μια αγαπημενη της lawsuit-era Japan εποχης και θα δειτε πολλα τετοια οργανα να αντιγραφουν την αισθητικη της.

Στην ιδια φιλοσοφια περιπου ακολουθησε και η Dove, μονο που αυτη ειχε maple πλαινα και πλατη (ενα ξυλο που δεν συναντουσες συχνα στις Martin) και το μακρυ 25.5’’ scale της Advanced Jumbo – εχει ως εκ τουτου μια πολυ χαρακτηριστικη και ιδιαιτερη ατακα στη νοτα της, αλλα παραμενει σχετικα niche.

The Gibson Super Jumbo (SJ-200)
Φτανουμε τελος και στην πιο μεγαλη κιθαρα του αρθρου μας, και κατ’επεκταση τον πιο μεγαλοσωμο τυπο ακουστικης που πιθανως να δει καποιος σημερα – the King of the Flattops, η Gibson Super JumboSJ-200). Η SJ-200 εμφανιστηκε στα τελη της δεκαετιας του ’30 και ηταν (και παραμενει) οχι μονο η πιο μεγαλοσωμη αλλα και η πιο εντονα διακοσμημενη και ακριβη ακουστικη που προσεφερε η Gibson. Ειναι μια τεραστια κιθαρα, με το σωμα να μετραει 17’’ (παρα κατι ψιλα) αλλα με στενη μεση, θυμιζοντας λιγο μια υπερμεγεθης πρωιμη L-1 με βαθος σωματος κοντα στις 5’’. Το μανικι εχει και παλι το μακρυ scale length των 25.5’’ ιντσων. Oπως θα περιμενε κανεις λογω μεγεθους ο ηχος τους ειναι τεραστιος, με πολυ βαθος και τρομερο boom, αρκετα blended και στα δικα μου τα αυτια εχουν και ενα πολυ χαρακτηριστικο compression.

1733699359622.png

Gibson SJ-200 (1938).

Οι πρωτες SJ-200 ειχαν Adirondack spruce καπακια και rosewood back and sides, με flamed maple μανικι και εβενινη ταστιερα και γεφυρα. H γεφυρα εχει ενα πολυ χαρακτηριστικο σχημα το οποιο της εχει επιφερει και το ονομα moustache bridge, με μεγαλο μερος της να ειναι σκαμμενο. Οι πρωτες χρονιες ειχαν μαλιστα και ξεχωριστα saddles για καθε χορδη, ρυθμιζομενα για υψος, αλλα αυτα απεδειχθησαν περισσοτερο μπελας παρα πλεονεκτημα και συντομα αντικατασταθηκαν απο πιο τυπικα one-piece saddles. Αυτες οι pre-war SJ-200s παρηχθησαν σε πολυ μικρα νουμερα (ουτε 100 συνολο) απο το 1939 μεχρι το 1942, οπου και το μοντελο σταματησε λογω των ελλειψεων που επεφερε ο δευτερος παγκοσμιος.

Μερικα χρονια μετα το περας του πολεμου η SJ-200 (που πλεον αλλαξε ονομα απλα σε J-200) επεστρεψε με καποιες μικρες αλλαγες, με τα πλαινα και την πλατη της πλεον να ειναι φτιαγμενα απο flamed maple, και την ταστιερα και τη γεφυρα απο rosewood. Αυτη η μεταγενεστερη maple εκδοχη ειναι και η πλεον κλασσικη υλοποιηση της J-200 που γνωριζουμε ολοι σημερα.

Κοσμητικα ακολουθουν την φιλοσοφια του more is more και εχουν εντονο, multi-layered binding παντου, χρυσα κλειδια, engraved oversized pickguards (πολυ πριν την εμφανιση της Hummingbird) και τα χαρακτηριστικα graduated crown / cloud inlays στην ταστιερα (αν και ειδικα στα πρωτα χρονια πολλες ηταν custom ordered, οπως αυτη του Gene Autry παρακατω, και ειχαν πιο προσωπικοποιημενο λουκ).
1733699366589.png

Gene Autry με την custom-ordered Gibson SJ-200 (1939).

Η SJ-200 βγηκε στην αγορα στοχευοντας το singing cowboy δημογραφικο, οι οποιοι αποζητουσαν μια κιθαρα που οχι μονο θα ακουγοταν αλλα και θα εδειχνε τεραστια, με οσο το δυνατον περισσοτερο bling για να γυαλιζει υπο τα φωτα των τηλεοπτικων studio. Kαι πετυχε – συντομα πολυ μεγαλος αριθμος των γνωστων καλλιτεχνων του ειδους εμφανιζοταν με αυτες τις υπερμεγεθεις κιθαρες, και η δημοφιλια τους με το rock-starικο κοινο (εντος και εκτος rock) παραμενει σταθερη δεκαετιες μετα.
1733699374412.png

Ενας σχετικα γνωστος τραγουδιαρης με μια τυπικη post-war ξανθια SJ-200.

Η Jumbo οικογενεια της Gibson ειχε κατα καιρους και μερικα ακομα μελη, αν και κανενα δεν ειχε την διαχρονικοτητα της SJ-200. H SJ-100 ηταν μια no-frills SJ-200 με μαονι αντι για rosewood που κυκλοφορησε για λιγα χρονια παραλληλα με τις pre-war SJ-200. H J-185 ηταν ενα αλλο μοντελο της οικογενειας που κυκλοφορησε τη δεκαετια του ’50 και που εχει επανελθει στο προσκηνιο τελευταια. Εχει το ιδιο σχημα σωματος με την SJ-200 αλλα ελαφρως συρικωνμενο – μετραει 16’’ ιντσες στο lower bout, ειναι δηλαδη συγκρισιμη με την Martin J σε μεγεθος, αλλα λογω του maple back and sides και του μικροτερου 24.75’’ scale length εχει εναν δικο της ηχο, με χαρακτηριστικα απο την SJ-200 αλλα πολυ λιγοτερο over the top.


Fin!
  • Like
Reactions: mkm and ez