Συχνά, διαβάζοντας για το ακατάβλητο πάθος των ορειβατών να πατήσουν στις ψηλότερες κορφές των βουνών του κόσμου μας – κι από κει να τον αντικρύσουν όπως ελάχιστοι έχουν καταφέρει, παραλληλίζω κάπως την προσπάθεια τους με κείνη των ηλεκτρικών κιθαριστών του πλανήτη. Όχι τυχαία, καθώς οι ιστορίες απογοήτευσης είναι αμέτρητες, αφού τελικά για πολλούς το όνειρο σταματάει μερικά μόλις μέτρα από την κορυφή. Προετοιμασία, αυτοσυγκέντρωση, πολλά έξοδα, άσκηση, εξοπλισμός, κάποιες φορές δεν είναι αρκετά για να πατήσεις το έδαφος που βρίσκεται κοντύτερα στον ουρανό. Κατά μια αντιστοιχία λοιπόν, κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στους περισσότερους εξ ημών που λαχταράμε να παίξουμε με ήχους που θα μας θυμίσουν ακαριαία τους ήρωες μας. Ξοδεύουμε πληθώρα μετρητών αγοράζοντας όργανα και εφέ, μελετάμε ατέλειωτες ώρες και ακούμε (ελπίζω) ακόμα περισσότερες τραγούδια και ήχους, ψάχνοντας ένα κάποιο ιερό δισκοπότηρο. Συνήθως ξεχνώντας μερικές βασικές αρχές και κάνοντας λογικές ακροβασίες, τυφλωμένοι θα έλεγε κάποιος από το όνειρο μας.

Υπάρχουν αλήθειες και ψέματα στην ιστορία, η καλύτερα, πραγματικότητα και φαντασία, παραμύθι – που λέμε συχνά μεταξύ μας. Για αρχή λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε πως ο βασικός ήχος του καθενός μας προέρχεται από τον ίδιο του τον εαυτό, την προσωπικότητα του, το τι έχει στο μυαλό του και το πώς τα δάχτυλα του αγγίζουν τις χορδές. Αυτό μπορεί να το ξεγελάμε που και που, παραμένει όμως η κύρια πηγή του ήχου μας. Κατά συνέπεια, όσο καλλιεργούμε τον χαρακτήρα μας και όσο εμπλουτίζουμε τις γνώσεις μας ως άνθρωποι, τόσο κοντύτερα πλησιάζουμε στο να αποδεχτούμε τη φύση μας και ν’ αγαπήσουμε τον ήχο μας.

Κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, γιατί απελευθερώνοντας τη δική μας ψυχή και ματιά, βαθμιαία εκλείπουν οι σταθερές και οι συγκρίσεις, ανοίγεται ένας κόσμος που οφείλουμε να τον δεχτούμε, να τον ενδυναμώσουμε και να τον κάνουμε καλύτερο, όσο κι αν τούτος μοιάζει ελάχιστα η και καθόλου με όσα θέλαμε η πιστεύαμε. Αυτογνωσία ονομάζεται, και αποτελεί τον πλέον σίγουρο δρόμο για την καλλιτεχνική ισορροπία. Και αυτογνωσία δε σημαίνει συντηρητισμός, έλλειψη πειραματισμών, ορθολογική αντιμετώπιση της φιλοδοξίας, κυνισμός και ηττοπάθεια.

Τουναντίον, πρέπει να ταϊστεί με το άνοιγμα κάθε παραθύρου και ανοίγματος του εσωτερικού μας κόσμου, αγγίγματος και γεύσης όλων εκείνων που θα μας κάνουν να τα πλησιάσουμε και θα τραβήξουν το ενδιαφέρον μας. Και όλα αυτά είναι ακίνδυνα; Αμφιβάλλω, δε θα μάθεις όμως ποτέ αν δεν περάσεις από κει. Αν είσαι τυχερός και ικανός, θα επιζήσεις ως λαμπερό πνεύμα, αν όχι, είτε θα κάνεις πίσω τρομαγμένος είτε θα πληγωθείς, κάποτε ανεπανόρθωτα. Στο ενδιάμεσο, φωλιάζουν κόσμοι που μπορούν να προσφέρουν ευτυχία στη ζωή, δεν είναι άσπρο μαύρο η διαδρομή, και, πολύ περισσότερο, το ταξίδι τελικά είναι κείνο που θα προσφέρει πληρότητα και συγκίνηση, και όχι η γραμμή τερματισμού. Άλλωστε, κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Νομίζετε πως κάποιος που πάτησε στο Έβερεστ θα σταματήσει ν’ αναζητά βουνοκορφές που δεν έχει επισκεφθεί;



Ένας ακόμη λόγος που έκανα αρχικά τον παραλληλισμό του θρυλικού ταβανιού της γης με τον απόλυτο ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας, είναι και ο ακόλουθος. Πέρα από την αναντίρρητα καθοριστική σημασία του παίκτη, υπάρχουν τα μέσα, ο εξοπλισμός που χρειαζόμαστε, πολύ η λίγο, προκειμένου να τραβήξουμε την ανηφόρα της εξερεύνησης. Όργανα, κιθάρες, ενισχυτές, ηχητικά εφέ. Αναρωτιέται κάποιος, γιατί κάτι να στοιχίζει Α και να κάνει μια δουλειά, και κάτι άλλο που κάνει την ίδια φαινομενικά εργασία να κοστίζει Α επί 10, 50, 100. Σωστά μεν αλλά όχι απόλυτα. Όπως λοιπόν όταν ανεβαίνεις το Έβερεστ απαιτείται εξοπλισμός, χρόνος και χρήμα, και παρόλη την ενδελεχή προετοιμασία και αφοσίωση μπορεί να βρεθείς 50 μέτρα από την κορυφή και να αναγκαστείς να γυρίσεις πίσω, έτσι και με τον ήχο. Αν σε γυρίσει ο καιρός, προσεύχεσαι κι ελπίζεις, αν όμως η αιτία είναι κάτι που δεν σκέφτηκες να πάρεις μαζί η δεν προετοίμασες σωστά, τότε θα πρέπει να ψάξεις να το έχεις την επόμενη φορά.

Σχεδόν τα πάντα θα σε πάνε στο 90% της διαδρομής, εκείνο όμως που θα σε ανεβάσει στο τέρμα είναι αυτό το μικρό κομματάκι του παζλ, που –αλίμονο, κοστίζει πανάκριβα. Είτε μιλάμε για κιθάρα, είτε για πετάλια, ενισχυτές και μαγνήτες. Τα μεγάλα προβλήματα ξεκινούν όταν γευτείς αυτόν τον κόσμο και μαγευτείς από όσα προσφέρει. Τότε, πολύ δύσκολα επιστρέφεις εκεί που ήσουν. Κάπως σα να σου δώσουν να οδηγήσεις μια Φεράρι και μετά πρέπει να μπεις στο Φίατ για να γυρίσεις σπίτι. Και θα μου πεις, χρειάζομαι ένα πανάκριβο όχημα για να γυρίσω σπίτι μου, τα άλλα δε θα με πάνε;

Σωστά, και ένα Όπελ και το λεωφορείο της γραμμής μια χαρά θα την κάνουν τη δουλειά, εσύ είσαι αυτός που θα αποφασίσει πως θα μετακινηθείς όμως. Δε σας κρύβω πως ζηλεύω πολύ εκείνους που δεν χρειάζονται τα πολλά και τα ακριβά και μεγαλουργούν με το τίποτα. Αληθινά τους θαυμάζω, σέβομαι όμως το πάθος και τη δίψα του κάθε συνανθρώπου μου και ομότεχνου μου, αρκεί να έχει ξεκαθαρισμένα στο μυαλό του προτεραιότητες και δυνατότητες. Οι αναβάσεις κάθε μορφής και είδους είναι πρόκληση, μεθύσι, ζωογόνος δύναμη, πεμπτουσία της ύπαρξης, απαιτούν όμως πολλά και δύσκολα.

Γνωρίστε τον εαυτό σας, αφουγκραστείτε τα μύχια της ψυχής σας, μετρήστε τις δυνάμεις σας, εμπλουτίστε τις γνώσεις σας, μάθετε τα όρια σας, αξιολογήστε τις ικανότητες σας, διαλέξτε το σημείο που κάνει την καρδιά σας να πεταρίζει και ξεκινήστε την αναρρίχηση. Είτε είναι στα 50 μέτρα είτε στα 850, το ίδιο νικητές θα είστε, γιατί εσείς διαλέξατε τον στόχο και τον προορισμό.

Καλό ταξίδι.